Αλκίνοος, όνομα μυθικό, θεμέλιο γερό για να στηθεί πάνω του μια σπουδαία ιδέα. Να παιχτεί το δράμα. Το σκηνικό, επομένως, θεατρικό.
Ο χώρος σαν τάφος: «Αίθουσα τετράγωνη σκοτεινή. Χωρίς παράθυρα. Στο μέσο, βάθρο από μάρμαρο λευκό και πάνω του σώμα γυμνό νεαρού άντρα ξαπλωμένου». Σαν μεγάλη αρχαία σαρκοφάγος. Ο γυμνός άντρας πεσμένος μπρούμυτα με το κεφάλι στις παλάμες. Σαν να σκέφτεται ή στρέφεται μέσα του. Είναι νεκρός ή σε βαθύ ύπνο; Δεύτερος άντρας, μάλλον ώριμος, στέκεται όρθιος με την πλάτη στον τοίχο και τα μάτια κόκκινα από την αγρύπνια.
Ο όρθιος άντρας απευθύνεται στον ξαπλωμένο άλλο. Σώμα από μάρμαρο λευκό. Τον υμνεί. Υμνεί την ομορφιά του, όπως ο γλύπτης ένα μοντέλο που χρησιμοποίησε για να σμιλέψει έναν θεό. Σιγά σιγά ο λόγος μπαίνει σε δύσκολους, δύστροπους, άγριες στενωπούς. Η έναρξη με τον λόγο περί κάλους, όπως είναι φυσικό θα προχωρήσει σε λόγο περί έρωτος, αν και πρόκειται για ύψιστη καλλιτεχνική έκφραση. Και αυτός με τη σειρά του θα μετακινηθεί στις ανώτερες Περί ύψους και αυτοαναλήψεως ιδέες, σε μια άλλη σφαίρα, για την οποία ανέβηκε στο θυσιαστήριο. Ποιος; ο άλλος του εαυτός; Υποθέτουμε ότι καμία κίνηση δεν λαμβάνει χώρα, αλλά ο άγριος πόλεμος γίνεται στην ψυχή του ώριμου άντρα. Τι θυσίασε, πόσο έξω από τα όρια πόθησε αυτή τη συνάντηση με το Υψηλό, το τρομακτικό, το σκοτεινό και άγριο που του θερίζει τα σπλάχνα και τον νου.
Σαν, τολμώ να πω, πως είναι η ανάπτυξη ενός στίχου του Οδυσσέα Ελύτη, από το ποίημα «Διονυσίου Σολωμού συντριβή και δέος», όπου «και μόνο η σκέψη σου μου ’καψε όλα τα χειρόγραφά» ή «γιατί σ’ είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός». Βαρύ ρομαντικό κλίμα στα Ελεγεία και στον Αλκίνοο.
Διάχυτη είναι η ψευδαίσθηση της ανταπόκρισης του νεκρού σε μια άγρια ερωτική συνεύρεση ή, σε ένα άλλο επίπεδο, το εγώ με τη δεύτερη ψυχή του. Μπορεί άραγε ο παθιασμένος έρωτας να καταργήσει τη νομοτέλεια του θανάτου; Εκείνο που εκπλήσσει είναι η αγριότητα του πάθους. Ο έρωτας που φτάνει στα όρια του θανάτου, με έναν τρόπο που θυμίζει θυσία, ιεροτελεστία. Το πάθος το θανάσιμο, η κόλαση και ο παράδεισος σε ένα μείγμα γεμάτο από φωτιά και δροσιά.
Είκοσι τέσσερα είναι τα μέρη, με όριο διαχωριστικό του ενός από το άλλο το κόκκινο αρχικό γράμμα.
Ο λόγος δείχνει πεζός, αλλά δεν είναι, έχει στοιχεία παραδοσιακής ποίησης, εσωτερικές ομοιοκαταληξίες, και όλα τα χαρακτηριστικά χωνεμένα σε μία μοντέρνα μορφή, Αν (ας μας επιτραπεί) χωρίσουμε το κείμενο σύμφωνα με τις εσωτερικές υποδείξεις του και διαταράξουμε την ευθύγραμμη απόδοση, έχουμε το εξής αποτέλεσμα :
ως και τ’ αμίλητα βουνά αντηχούν στις αστραπές
αφρίζει η θάλασσα μπρος στις ριπές
τα αδάκρυτά σου μάτια
Σπασμένο αγγείο δυο κομμάτια…
Ρήματα σε παραλλαγές και ισοσύλλαβα: Λάμνουνε, λάμνουν σκίζοντας τα κύματα-δένονται, δένουν θαύματα/ με τα γαλάζια στίγματα
κυνηγού σημάδι/ θήραμά μου στο σκοτάδι/ το αμίλητό σου χάδι…
Ασύνδετα σχήματα, εκφραστικότατες εικόνες, γεμάτες ένταση σκηνές, όλα κατά παράταξη. Μοιάζουν χωρίς ειρμό αλλά και πάλι έχουν. Μας ξαφνιάζει το πλήθος των αντιθέσεων, φάρμακο το φαρμάκι, σπλάχνα δικά μου και δικά σου, σε ένα σμίξιμο, «ενώνονται οι ανάσες, εισπνέω εκπνέοντας», ο ήρωας θεός και δαίμονας, άγγελος και διάβολος «μέσα από της ψυχής σου τη σχισιματιά, ωραιότερος δείχνει τώρα ο τάφος», λέει ο Ελύτης στα Ελεγεία της Οξώπετρας και έχω την αίσθηση πως αυτόν τον τάφο έχει και ο Ευθυμιάδης στον νου του.
Σαν άγγελος θαρρώ πως κατεβαίνεις άυλος, τέλεια σκοτεινός, χύνεσαι πάνω μου σκιά διπλή/ Απλώνεσαι πάνω στο κορμί μου, γίνεσαι οσμή μου, δέρμα μου πάλλεσαι μες στις φλέβες /Και με φιλάς τόσο βαθιά, όπως θα σε φιλούσα εγώ, αν το μπορούσα μια φορά…
Αυτό το τόσο παραστατικά δυνατό κι όμως ανέφικτο, τόσο ορμητικά επιθυμητό κι όμως απροσπέλαστο, μοιάζει με κόψη πάνω στην οποία ισορροπεί ο ποιητής, παρατηρητής και σχολιαστής θεατής και πάσχων συγχρόνως. «Είμαι η πληγή και το μαχαίρι» φωνάζει ο Μπωντλαίρ από τη δική του θέση στο Πάνθεον των ποιητών.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ένας δημιουργός στέκει εκστατικός μπροστά σε ένα έργο του, δημιούργημά του, το οποίο είναι γέννημα από τα σπλάχνα του, από το μυαλό το, μέσα από συνταρακτικές διαδικασίες, οι οποίες άρρητες και α-νοητές, γι’ αυτό και με τόσες επαναφορές του ίδιου, αλλά και παραλλαγές, επανέρχονται. Κι όσο πιο άγρια διατυπώνει τόσο πιο αιματηρός, με ωδίνες και οδύνη συντελείται ο τοκετός.
Να θυμηθούμε το μυθικό βασιλιά Πυγμαλίωνα της Κύπρου και την Γαλάτεια, αλλά και τη διασκευή του από τον Σπυρίδωνα Βασιλειάδη, και μια άλλη εκδοχή του δημοτικού τραγουδιού «Η άπιστη γυναίκα». Το άγαλμα της Γαλάτειας ζωντάνεψε, (δεν ξεχνάμε και την εκδοχή του Τζωρτζ Μπέρναντ Σόου Pygmalion, καθώς και την κινηματογραφική διασκευή του My fair lady, από τον Κιούκορ), όπου η αγάπη, ο έρωτας μπορεί να κάνει και το μάρμαρο να συγκινηθεί και μια τελείως ακαλλιέργητη κοπέλα να μεταμορφώνεται σε Λαίδη.
Όχι μακριά από τον μύθο, ο Γιώργος Σεφέρης στέκει εκστατικός μπροστά στα αγάλματα που «Ξεθάβουν τώρα…» στο Αρχαιολογικό Μουσείο. «Τα αγάλματα βυθισμένα ακόμη στη γης, φαινόντουσαν από τη μέση και πάνω γυμνά, φυτεμένα στην τύχη… Ήταν ένας αναστάσιμος χορός». Το βλέμμα του ιδιαιτέρως τραβάει «ο μπρούτζινος Δίας ή Ποσειδών, ξαπλωμένος πάνω σε μια κασέλα σαν ένας κοινός κουρασμένος εργάτης. Τον άγγιξα στο στήθος, εκεί που δένει το μπράτσο με τον ώμο, στην κοιλιά, στα μαλλιά του. Μου φάνηκε πως άγγιζα το δικό μου σώμα. Σκέφτηκα πως θα του έδινα μ’ ευχαρίστηση να γλεντήσει τη γυναίκα που θ’ αγαπούσα» (Μέρες Ε΄, Τρίτη, 4 Ιουνίου 1946). Σε παρόμοιο κλίμα, και με τη Γαλάτεια, είναι το παράδειγμα του Γιώργη Παυλόπουλου στο ποίημα «Το άγαλμα και ο τεχνίτης», όταν μέσα στο Μουσείο της Ολυμπίας, αφού φύγουν οι τουρίστες, το κουρασμένο από την ολοήμερη ορθοστασία άγαλμα της Δηιδάμειας κατεβαίνει, λούζεται, χτενίζεται και βλέπει τον γλύπτη να την παραμονεύει. Εκείνη αφήνεται στα βίαια αγκαλιάσματά του, ενώ αυτός, «σιγά σιγά μεταμορφωνόταν σε κένταυρο».
Είμαι σίγουρη πως όλο τον θεμέλιο λίθο ένας φιλόλογος -ποιητής τον έχει υπόψη του, τον έχει αφομοιώσει, αναχωνεύσει, αναμορφώσει και τον έχει ρίξει στο δικό του μοντέρνο καλούπι, να αποτελέσει «Ναού νέου αγκωνάρι», λιθάρι ριζιμιό στον δικό του μύθο. Ο Ευθυμιάδης έχει δύο πρόσωπα, ένα πριν και ένα μετά τον χωρισμό της ψυχής, σύμφωνα με τον πλατωνικό μύθο.
Κάθε στροφή και μια ακόμα έκπληξη, κάθε στίχος και ένας ακόμα θρίαμβος της φαντασίας που δεν σταματά να εφευρίσκει, όσο σκάβει μέσα στα έγκατα του είναι του για να αντλήσει από εκεί τα αιματοβαμμένα εντόσθια. «Έχω κάνει εργάτης σ’ αυτά τα μέρη», λέει ο Ελύτης και το ίδιο κάνει και ο Ευθυμιάδης.
Σπάραγμα ξεκινημένο από μακριά -«αν θα μου στάξεις μια κραυγή / μέσα στ’ αυτιά μου»- καταφθάνει, λες από τον σαιξπηρικό Άμλετ… με αυτή την κραυγή που είναι και θανάσιμα δραστική, αλλά επιθυμητή. Να επικοινωνήσει κανείς με το πέραν και το μακριά, από εκεί που πηγάζουν τα μηνύματα. Και η επικοινωνία με το πέραν και το αλλού αλλοιώνει το πρόσωπο και τα εγκόσμια μένουν πίσω σε μια προ της μύησης εποχή.
Κοίτα πώς έλαμψε η νύχτα! Δες πόσα αστέρια χαμηλώσαν να μας φέξουν! έναστρη σμίξη …
Τόσο ανάερος που μοιάζεις με αιθέρα, σχεδόν βουλιάζω από το στήθος σου πιο πέρα
Ατμός το σώμα σου και πάχνη η αγκαλιά σου και τα μαλλιά σου μίσχοι υδάτινοι ανεμίζουν…
Είναι φανερό πόσο από τη μία λέξη στην άλλη η εικόνα αλλάζει και γίνεται η μετουσίωση, η μετάσταση του ομιλούντος, αλλά και η μυστική ένωση των σωμάτων ή α-σωμάτων σε μια άλλη διάσταση εκείνη του πνεύματος και της θεϊκής άυλης υπόστασης, «όταν αγγίζει σε δείκτη κραταιό άπνοο δείκτη». Βρισκόμαστε, λοιπόν, στην ευτυχή συγκυρία της ένωσης της ιδέας με το αντίγραφό της;
Πώς ανυψώνεσαι απ’ το στρώμα σου: Φτερά γίναν τα χέρια σου, πετώ κι εγώ μαζί τους
Το στήθος μου κι η πλάτη σου λεπτή γραμμή ορίζοντα …
Αρχίζω ν’ αναλήπτομαι επάνω στο κορμί σου …
Κρατάμε την αναπνοή μην και ραγίσει τ’ όνειρο…
Κι ενώ ήμασταν δύο/ Ένας γινόμαστε και παίρνω τη μορφή σου …
Φωνή βαθιά και δυνατή, φωνή που όλο παίρνει να μοιάζει στη δική μου, ξένη και δανεική μου…
«Αλκή νοός, Αλκή νοός», που πάει να πει δύναμη νου, δύναμη νου …
Το έργο τελειώνει με τη φωνή του αφηγητή του υπεύθυνου της σκηνής, ο οποίος μας ενημερώνει πως:
«Ανοίγει φωτεινή ρωγμή στον μαύρο τοίχο και φεύγουν μέσα από εκεί, σφιχτά ενωμένοι, με χέρια ανοιχτά, σε σχήμα τέλειας ολοκλήρωσης» .
Ξανακοιτάζοντας τον στίχο «μέσα από της ψυχής σου τη σχισιματιά, ωραιότερος δείχνει τώρα ο τάφος» και κάνοντας τις απαραίτητες συνδέσεις της «φωτεινής ρωγμής στον μαύρο τοίχο» με τη «σχισιματιά της ψυχής» και υποθέτω ποιος είναι το τάφος και ποιος ο Αλκίνοος που μου επιτρέπει να δραπετεύσω.