Στα αυτιά του βιβλίου θα βρούμε τη φωτογραφία και ένα πλούσιο εργοβογραφικό σημείωμα του συγγραφέα. Ο Γιάννης Μότσιος είναι μόνος του μια ολόκληρη ιστορία. Γεννήθηκε στα Γρεβενά το 1930. Πήγε σχολείο, το 1947-1949 ήταν αντάρτης, Ανθυπολοχαγός, στον Δημοκρατικό Στρατό στο Γράμο, μετά πολιτικός πρόσφυγας στην ΕΣΣΔ. Αποφοίτησε με Άριστα από τη Σχολή Αξιωματικών. Σπούδασε φιλολογία με διάκριση ανάμεσα στους αριστούχους στο Πανεπιστήμιο και εκπόνησε διδακτορική διατριβή στο Ινστιτούτο Παγκόσμιας Λογοτεχνίας στη Μόσχα. Από φοιτητής μετέφρασε στα ρωσικά Σολωμό, Παλαμά, Καζαντζάκη, έγραψε μονογραφίες, Λογοτεχνία της ελληνικής Αντίστασης και Ελληνική Λογοτεχνία, για πρώτη φορά στη Ρωσία. Το 1976 επαναπατρίστηκε και δίδαξε λογοτεχνική ανάλυση και δημοτικό τραγούδι στα Πανεπιστήμια Κρήτης και Ιωαννίνων. Μελέτησε διεξοδικά το μοιρόλι και δημοσίευσε μελέτη, καθώς και είκοσι έξι ακόμα βιβλίαˑ ποιήματα, διηγήματα, φιλολογικά έργα, μεταφράσεις από τα ρωσικά στα ελληνικά και από τα ελληνικά στα ρωσικά. Επίσης, έχει μεταφράσει Ανθολογία ρωσικού διηγήματος που κυκλοφόρησε από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Διαβάζει, γράφει, αθλείται, λατρεύει την ορειβασία. Γράφει, γνωρίζοντας το «ουκ εν τω πολλώ το ευ», σκοπεύει να αποφύγει «τω πολλώ» και να κατορθώσει το «ευ» που «δεν είναι από τα εύκολα στη ζωή».
Αυτός είναι ο κόσμος του βιβλίου ή ας πούμε η ραχοκοκαλιά του, την οποία θα εμπλουτίσει με τις λεπτομέρειες.
Συνολικά είναι πέντε ιστορίες και δύο διηγήματα. Σαν από ιδιοτροπία της μοίρας, άνοιξα το τελευταίο διήγημα, με τον τίτλο «Τα γυαλιά». Ένα κείμενο γεμάτο από τη ζωντάνια της περίστασης. Δυο φίλοι φιλόλογοι, ποιητές και συγγραφείς, ο Μότσιος και ο Νίκος Γρηγοριάδης, ταξιδεύουν μαζί για τη Βουλγαρία σε ένα ταξίδι γεμάτο εκπλήξεις. Τίποτα το ιδιαιτέρως σημαντικό, πλην της παρουσίας του Γρηγοριάδη, που είναι εκτός θέματος γενικώς, μια «συνάντηση» όμως απρόβλεπτη όμως και αναπάντεχα συγκινητική για την γράφουσα.
Και τώρα ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η κάθε ιστορία σχετίζεται με ένα πρόσωπο της οικογένειας. Ο παππούς, η γιαγιά, ο πατέρας, η μητέρα, ο μικρότερος αδελφός, η Νίτσα και τα γυαλιά.
Ο συγγραφέας θα αρχίσει την αφήγηση από τον δυναμικό παππού, που τον γνώρισε μέσα από τις αναμνήσεις της γιαγιάς. Η αφήγηση του Μότσιου θα ακολουθήσει την τεθλασμένη, θα πηγαινοέρχεται συνεχώς από τις εποχές του οικογενειακού μύθου στην ιστορία. Ιστορίες με Τούρκους συμπολίτες και ήθη πρωτόγονα.
Ο παππούς, Μότσιο-Μήτρος, με μεγάλη σωματική δύναμη, αρκετά χοντροκομμένος και βίαιος, «αγρίμι, σκέτο θεριό, από τα πιο άγρια θηρία του λόγγου. Και δουλευταράς». «Μπορούσες να τον σπάσεις. Αλλά να τον λυγίσεις ή να τον κόψεις στα μέτρα σου, των αδυνάτων αδύνατο». Οι ιστορίες για τον παππού είναι ατελείωτες, οι ερωτικές του περιπέτειες και τα εξώγαμά του, επίσης, και αλίμονο στη γυναίκα του αν παραπονιόταν για τις απιστίες του. Το τραγικό επεισόδιο με μια από τις γυναίκες του Αγά, μας θυμίζει τον Καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη, που ο Μότσιος εγγονός έχει μεταφράσει στα ρωσικά.
Η γιαγιά, η μπάμπω-Χρύσω, όμορφη, έξυπνη, δουλευταρού, καλή μοιρολογήτρα. Τη μεγάλη Πέμπτη έψελνε τα πέντε καρφιά που είχε φτιάξει ο γύφτος «ο τρισκατάρατος». Γι’αυτό τους καταράστηκε ο Χριστός να δουλεύουν μέρα νύχτα και προκοπή να μην έχουν. Και η γιαγιά έλεγε μύθους και ιστορίες για τον Μεγαλέξαντρο και τις «τέσσερις πατημασιές του αλόγου». Και άλλες ιστορίες για τα κουνούπια, τα νηστικά και τα γκαστρωμένα, τον Αρχιδιάολο που παίρνει τη μιλιά των παιδιών και άλλα πολλά που κάνουν την ιστορία να μοιάζει με παλιό παραμύθι.
Η φοράδα η Νίτσα που περπατούσε χοροπηδώντας και καμαρωτά, που απέφευγε τη διασταύρωση, ωστόσο βρέθηκε γκαστρωμένη, έκανε το καθήκον τηςˑ γέννησε, γύρισε το κεφάλι, έγλυψε και χάιδεψε τον μοναχογιό της και ξεψύχησε, ενώ δυο χοντρά δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της. Οι προβατίνες που ψόφησαν γύρισαν τα πόδια τους προς τα πάνω σαν να μούτζωναν. Ο μέγας τράγος κρεμασμένος στο δέντρο, «κατωκέφαλα τα κέρατά του», «δαγκωμένη τη γλώσσα του» κι ο πατέρας «με επιδέξιες κινήσεις να τον γδέρνει», «το γκεσέμι του κοπαδιού, τον αρχηγό, τον τρόμο των άλλων τράγων».
Και το παράδοξο. Ποιος ήταν ο καβαλάρης που συνάντησε στο δρόμο ο ήρωας και έστελνε «τα δέοντα» στον πατέρα του που ήταν χαμένος από καιρό; Πώς παζάρεψε το προξενιό με τον πατέρα της Χρύσως. Πώς εκπαιδεύονται οι καλομαθημένες θυγατέρες από τον τραχύ σύζυγο;
Και από δω κι έπειτα μπαίνει η καταγεγραμμένη ιστορία. Τι έγινε τον Απρίλη του 1941; Πού έκρυβε τα όπλα ο κομμουνιστής πατέρας; Τον έπιασαν οι Ιταλοί και «τον έχωσαν στο δημοτικό σχολείο να μάθει τα καινούρια γράμματα. Τον λιάνισαν. Με τα χλωρά ξύλα για την ξυλόσομπα. Του έκαναν κομπολόι χέρια και πόδια, του έσπασαν τα πλευρά… Αύριο θα βρίσκεσαι εκεί» του είπαν φεύγοντας «και του έδειξαν το νεκροταφείο». Και η Χρύσω έσφαξε τον μεγαλύτερο τράγο και στο δέρμα του και με πολλά καυτά κρεμμύδια τύλιξε τον πατέρα. Του έδωσε να φάει ωμό το συκώτι και τη σπλήνα του ζώου και σε δυο μήνες χόρευε. Όταν οι Ιταλοί έβαλαν φωτιά στο σπίτι κι ένας τους πυροβόλησε μια κότα, η γιαγιά του κοπάνησε τη γκλίτσα στο κεφάλι. Κι εκείνος έφυγε. Αν ήταν Γερμανός θα την εκτελούσε, λέει ο αφηγητής. Τέτοια η γιαγιά η Χρύσω, η καλομαθημένη από τη μάνα της.
Τελικά, ο πατέρας έβγαλε τα κρυμένα όπλα και όπλισε το χωριό. Σε λίγο όλοι οι Ιταλοί ήταν ή σκοτωμένοι ή πνιγμένοι στα νερά του ποταμού ή το είχαν βάλει στα πόδια. Ήταν η πρώτη νίκη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ κατά των κατακτητών. Το ίδιο επαναλήφτηκε και στο διπλανό χωριό με παρόμοιο αποτελέσματα.
Η μητέρα του η Φρόσω, αναδεικνύεται σε ντετέκτιβ. Πώς ανακαλύπτεις γιατί αδυνατίζουν τα αρνιά; Πώς κρύβεις ένα σημείωμα σε ένα κομάτι ξύλο; Πώς χωράνε δυο επιγράμματα πάνω σ’ έναν τάφο; Πότε θα επικρατήσει ο σοσιαλισμός, όχι ο υπαρκτός, αλλά ο άλλος, ο αληθινός;
Και άλλες ιστορίες παράλληλες και παρόμοιες, γεμάτες από τη φρίκη και τη βία, αρχικά των κατακτητών κι έπειτα από τον εμφύλιο.
Η οικογένεια στην Τασκένδη και μετά πάλι πίσω.
Φυσικά, παντού πρωταγωνιστής ο Μότσιος, ο οποίος στην Πιλάλα του χρόνου δεν καταθέτει την ιστορία της γενιάς του αλλά μια μικρογραφία της Ιστορίας της Ελλάδας, μέσα από τη γενιά του. Ένα έπος μικρό μέσα στο μεγάλο, με γλώσσα οικεία και καθημερινή, διανθισμένη με λέξεις από το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα και λόγο μικροπερίοδο, σαν προφορικό. Χωρίς μένος για τους αντιπάλους, με δικαιοσύνη και έλεος για τους αδυνάτους.
Συγχρόνως, ο Μότσιος ξαναφέρνει στην επιφάνεια τη μικροκοινωνία, τον αγώνα του καθημερινού ανθρώπου, τη περασμένη ζωή, την αγροτική οικονομία, την οικογενειακή επιχείρηση και το σπουδαιότερο, τιμά με το βιβλίο του τη μνήμη των προγόνων του και αφήνει κληροδότημα στους απογόνους του.