You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Γιάννης Ρηγόπουλος, Ut pictura poesis. Το «Εκφραστικό» σύστημα της ποίησης και ποιητικής του Κ. Π. Καβάφη. Εκδ. Σμίλη 1991

Ανθούλα Δανιήλ: Γιάννης Ρηγόπουλος, Ut pictura poesis. Το «Εκφραστικό» σύστημα της ποίησης και ποιητικής του Κ. Π. Καβάφη. Εκδ. Σμίλη 1991

Ο συγγραφέας του βιβλίου με τον τίτλο Ut pictura poesis Γιάννης Ρηγόπουλος είναι πρώτα πρώτα φιλόλογος αλλά με διδακτορικό στην Ιστορία της Τέχνης και ειδικότερα στην μεταβυζαντινή ζωγραφική με θέμα  Θεόδωρος Πουλάκης και η φλαμανδική χαλκογραφία (1979). Υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, έγινε Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων, είναι ακάματος και σεμνός δημιουργός και ακαταπόνητος μελετητής της τέχνης γενικά. Έχει γράψει τα βιβλία: Νικόλαος Καλλέργης – Συμβολή στη μεταβυζαντινή ζωγραφική της Ζακύνθου (1994), Φλαμανδικές επιδράσεις στη Μεταβυζαντινή Ζωγραφική. Προβλήματα Πολιτιστικού Συγκρητισμού, τόμος Α΄και Β΄  (1998), Ut pictura poesis Α΄και Β΄τόμος (1991),  Εικόνες της Ζακύνθου και τα πρότυπά τους (2006),   Κείμενο και Εικόνα. Όρια και δυνατότητες της σύγκρισης, Α΄ και Β΄ τόμος,  (2009), Τα λιθανάγλυφα του Πλατάνου και άλλα έργα τέχνης (2007), συμμετείχε στη συγγραφή του βιβλίου Δημήτριος Πελεκάσης. Ζωγράφος (2001), επιμελήθηκε την Αλληλογραφία Γιώργου Σεφέρη-Τάκη Σινόπουλου (στο περ. Οροπέδιο 2009-2010),  Σεφερικά Μελετήματα (2016).  Τα δημοσιεύματά του στην Academia Edu είναι πάρα πολλά, πάνω σε θέματα της ειδικότητάς του.

Ειδικώς τα βιβλία του παρουσιάζουν το εξής χαρακτηριστικό. Το κάθε κεφάλαιό τους  συνοδεύει πλούσια βιβλιογραφία που θα λέγαμε πως έχουμε ένα βιβλίο και μία εγκυκλοπαίδεια μαζί. Έτσι και το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα, αν και φαίνεται μικρό, μόλις υπερβαίνει τις 100 σελίδες, είναι πάρα πολύ μεγάλο, εφόσον οι  πολυπληθείς μικρογράμματες σημειώσεις, αν αναπτυχθούν συνιστούν ένα ακόμα βιβλίο.  Αν και το βιβλίο φαίνεται κάποιας ηλικίας, είναι πάρα πολύ επίκαιρο. Αφού ο Καβάφης δεν έπαψε ποτέ να είναι επίκαιρός και στην πρώτη σειρά προτίμησης του αναγνωστικού κοινού. Κι ακόμα, ενώ τα πάντα έχουν ειπωθεί, πάντα υπάρχουν και άλλα και κυρίως υπάρχουν οι εικόνες για τις οποίες δεν έχουν γίνει συστηματικές μελέτες.

Όπως γράφει ο συγγραφέας στο Εισαγωγικό του Σημείωμα, η «ανάγνωση»  της ποιητικής  δημιουργίας του Καβάφη από τη σκοπιά της ιστορίας της τέχνης δεν έχει γίνει συστηματικά και όποτε έγινε δεν ήταν πάντα επιτυχής. Ο κατάλογος των ασχοληθέντων με την αντιστοιχία των τεχνών είναι μεγάλος και αναλυτικός. Συγγραφείς Έλληνες και ξένοι, έργα ζωγράφων της Αναγέννησης, συσχετισμοί με τα ποιήματα, τίτλοι κ.ά.

Το γεγονός που βαραίνει στην περίπτωση είναι οι διασταυρώσεις των στίχων του Καβάφη με τα έργα των ζωγράφων, εφόσον οι νόμοι που διέπουν την ποίηση δεν είναι οι ίδιοι που διέπουν τη ζωγραφική. «Είναι ανάγκη» μας λέει «να γνωρίζουμε τις λειτουργικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στις εικονικές γλώσσες και τη λεκτική γλώσσα».

Ωστόσο, ο τίτλος του βιβλίου, προερχόμενος από την Ars Poetica του Ορατίου κάνει λόγο για κοινούς νόμους  που διέπουν την ποίηση και τη ζωγραφική.

Ο συγγραφέας θα μας ερμηνεύσει την «έκφραση», η οποία αφορά την περιγραφή έργου τέχνης μέσα σε ένα λογοτέχνημα, και τα συναφή με αυτήν θέματα. Θα αναρωτηθεί, τι διατηρείται στο έργο του G.Moreau, Ο Οιδίπους και η Σφιγξ στο ποίημα του Καβάφη  «Ο Οιδίπους» (Να προσθέσω την αμηχανία μου για το ανάλογο ζωγραφικό έργο του Νίκου Εγγονόπουλου;) Θα μας δώσει στοιχεία για το ποίημα «Λάνη Τάφος», θα μελετήσει ακόμα τα ποιήματα «Τα παράθυρα», «Στην Εκκλησία», πολλά άλλα. Σ’ αυτές τις μελέτες του θα αναζητήσει το σύστημα της καβαφικής δημιουργίας, τις δυσκολίες της αντιστοιχίας που εντοπίζονται στις ισοδυναμίες (ισοτοπίες, ισοσημίες), στη διαδικασία υποκατάστασης της μιας τέχνης από την άλλη, θα ερμηνεύσει τους όρους.

Η «έκφραση» διαμορφώνεται σε λογοτεχνικό είδος στα αυτοκρατορικά ρωμαϊκά χρόνια, «σαν συνέπεια της εισβολής της ρητορικής στη λογοτεχνία». Από το πλήθος των αρχαίων αναφορών –της μήτρας δηλαδή- επιλέγω το παράδειγμα της περιγραφής της ασπίδας του Αχιλλέα και το παλάτι του Αλκίνοου στα Ομηρικά έπη, της Βαβυλώνας στον Ηρόδοτο, της Ατλαντίδας στον Κριτία στον Πλάτωνα. Ο κατάλογος με τα ερωτήματα που θα απασχολήσουν τον μελετητή, με τα οποία δεν έχει ασχοληθεί η έρευνα, είναι μεγάλος.

Μακρά και εμπεριστατωμένη θα είναι η αναφορά του συγγραφέα στη «φαντασία» – θα καταθέσει στίχους- όπου με τη φαντασία ο ποιητής θα δημιουργήσει εμπειρία. Θα μελετήσει τα επίπεδα της φαντασίας, τις τεχνικές της καβαφικής ποίησης (κρυπτικό σύστημα: πανοπλία, μάσκα, χιούμορ, εικασία κ.ά). θα διακρίνει τα χαρακτηριστικά των ποιημάτων και τις πηγές έμπνευσης του ποιητή. Ο Φιλόστρατος (φαντασία), ο Δίων ο Χρυσόστομος (φιλοσκώμμων διάθεσις), η Δεύτερη Σοφιστική …

Και ποια από τις δύο τέχνες,   η ποίηση ή η ζωγραφική έχει τα πρωτεία; Αυτή η αντιδικία, «paragone», εμφανίζεται σε φιλοσοφικό επίπεδο στον Πλάτωμα και τον Αριστοτέλη, συνεχίζεται στους ελληνιστικούς χρόνους, οξύνεται στην Αναγέννηση και κορυφώνεται με τον Lessing στο έργο του Λαοκόων ή περί των ορίων της ζωγραφικής ποιήσεως. Ο Καβάφης πρέπει να είχε υπόψη του τον Φιλόστρατο, ο οποίος δέχεται ίσες και τις δύο τέχνες για την αλήθεια τους και τη σοφία τους. Είχε όμως υπόψη του και πολλούς άλλους και τη Δεύτερη Σοφιστική, επιτονίζει ο Ρηγόπουλος, στον Αττικισμό και στην Αρχαία Ρητορική  για το κανονικό, το εύρυθμο, το σύμμετρο, το modus dicendi, σύμφωνα με τα κλασικά πρότυπα, και τον Ασιανισμό που θεωρεί μεταξύ άλλων μαλθακό, ασύμμετρο, φιλήδονο, λάγνο. Ο Ασιανός και ο βάρβαρος ταυτίζονται, άλλοι όμως τον θεωρούν μοντέρνο. Το ασιανό στυλ -λαγνεία, μέθη, οκνηρία- ο συγγραφέας εντοπίζει στον «Οροφέρνη», τα βαρβαρικά ελληνικά στον «Ηγεμόνα εκ Δυτικής Λιβύης», τα βαριά κοσμήματα και την επιτήδευση στο «Περιμένοντας τους βαρβάρους». Το υπέρογκο και εντυπωσιακό είναι ιδιότητες του απαίδευτου και το επισημαίνει στο ποίημα «Απολλώνιος ο Τυανεύς», ενώ το ανελλήνιστο και ματαιόσπουδο στον «Φιλέλληνα». Αντιθέτως προβάλλεται το ελληνικό και σαν ενδυμασία και σαν λόγος, «Η τέλεια αίσθηση του ελληνικού ρυθμού, ο ειδήμων της ελληνικής λαλιάς». Ωστόσο, στην ποίηση του Καβάφη δεν οριοθετούνται με σαφήνεια το ασιατικό από το αττικιστικό στυλ». Αντίθετα από τον Τέλλο Άγρα που θεωρεί τον ποιητή απτικό, ο Ρηγόπουλος τον θεωρεί περισσότερο οπτικό και λιγότερο απτικό, γιατί ο ποιητής διαθέτει οπτική μνήμη και αφού είναι οπτικός είναι και ζωγραφικός. Η ζωγραφική του αντίληψη  είναι μεταφυσική.

Ο Καβάφης δημοσίευσε το ποίημα για τον Οιδίποδα στα 23 του χρόνια, προφανώς έχοντας κατά νου το έργο του Μορώ από περιγραφή και όχι από απευθείας επαφή.     Ο Μορώ, πάλι,  είχε υπόψη του τον Jean-Auguste-Dominique Ingres  και το ποίημα του  H. Heine. Ποια από τις δυο πηγές είναι πρώτη και ποια δεύτερη; τι αποκόμισε από αυτές στο ποίημά του ο Καβάφης; Σ’ αυτά τα  ερωτήματα θα προσπαθήσει σχολαστικά να απαντήσει ο ερευνητής ο οποίος δεν παρασύρεται εύκολα από τον ενθουσιασμό της ανακάλυψής του.

Η ερμηνεία του Μιχάλη Πιερή δεν βλέπει πέρα από τη λύση του αινίγματος. Έτσι η περιπέτεια της ερμηνείας συνεχίζεται. Είναι η Σφίγγα η femme sans merci; Η αποστροφή προς το θηλυκό φύλο; Πολύ προφανές μας φαίνεται. Είναι πολλά τα  «κακά» θηλυκά, αλλά δεν επαρκούν για την ερμηνεία μας. Είναι η Σφίγγα σύμβολο ηδονικό, ερωτικό, σατανικό, λάμια, Μέδουσα, Σατανάς; Άγνωστο…

Παρεκκλίνοντας από τον συγγραφέα, θα πρόσθετα μία παράμετρο που κανείς δεν έβαλε. Μήπως είναι η Ποίηση  που σε γοητεύει αλλά και σε καταστρέφει αν δεν μπορείς να ανταποκριθείς. Ο Καβάφης ήταν νέος όταν έγραφε το ποίημα και είχε την αγωνία αν θα πετύχει ή όχι, κι έτσι ο Οιδίπους του έβλεπε «τον δρόμο τον στενό που πάει στας Θήβας/και που στον Κολωνό  θ’ αποτελειώση».

Στην περίπτωση του ποιήματος «Λάνη Τάφος», το επαινούμενο εξαίρεται όταν το συγκρίνεις με το υπερέχον… Ο Winckelmann πίστευε ότι για να κρίνουμε σωστά τα έργα των αρχαίων θα έπρεπε να τα γνωρίζουμε σαν έναν φίλο μας. Έτσι γνωρίζει ο ποιητής τον Λάνη και έτσι τον έχει κρατήσει στη μνήμη του ο φίλος του Μάρκος. Είναι όμως ίδια η εικόνα που έχει ο ένας και ο άλλος; Όχι. Γιατί ο ένας έχει το μοντέλο, την εξωτερική εικόνα, ο άλλος ήταν εραστής και ερώμενος και έχει άλλη, την ψυχική εικόνα. Είναι εύκολο να αναπαραστήσεις την εξωτερική εικόνα ενός ανθρώπου όχι όμως το ήθος του. Ο Καβάφης δεν θεωρεί αποτελεσματικό το ζωγραφικό έργο για την απόδοση του ποιήματος.

Απλοποιώντας και συνοψίζοντας αποθησαυρίζω: Ο Καλλιτέχνης ενδιαφέρεται για το έργο του και γι’ αυτό το παρομοιάζει με το «αρχέτυπο παράδειγμα»∙ στο ποίημα του Καβάφη ταυτίζεται ο Λάνης με τον Υάκινθο. «Ο φανταστικός ζωγράφος δεν υπονομεύει την ακαδημαϊκή άποψη (το ακαδημαϊκό ιδεώδες) για την ιδανική ομορφιά∙ παραπέμπει σε νεοκλασικά πρότυπα… Προϋπόθεση για να ακουστεί η εικών  του Λάνη   είναι να ζωγραφιστεί ως Υάκινθος. Δηλαδή, να εικονιστεί ωραίος. Άρα εκείνο που εξασφαλίζει τη φήμη είναι η ομορφιά». Όμως η τελευταία λέξη στο ποίημα αφορά τον Λάνη τον «Αλεξανδρέα». Αυτή η λέξη υποκαθιστά το θεϊκό πρότυπο, μας λέει, μεταξύ πολλών άλλων, ο Ρηγόπουλος. 

Σημαντικότατο θέμα είναι και τα παράθυρα. Η καταγωγή του ως εικονογραφικού μοτίβου και «τυπικό δείγμα της κοσμοθεωρητικής και εικαστικής αντίληψης του Ρομαντισμού». Είναι ένα όριο ανάμεσα στον άνθρωπο και τον έξω κόσμο. Είναι, ακόμα, σύμφωνα με τον ίδιο τον ποιητή, οι δυσκολίες της ζωής, οι σκοτεινές κάμαρες. Ο φιλολογικός έλεγχος αποκαλύπτει τους μηχανισμούς  της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της πραγμάτωσης του έργου.

Το βιβλίο στο εξώφυλλο φέρει πορτρέτο του Καβάφη από τον Σωτήρη Σόρογκα. Στη μέσα σελίδα έχουμε τον πίνακα του Moreau Σφίγγα και Οιδίποδας.

Οι πίνακες θεμάτων και ονομάτων, οι πλούσιες σημειώσεις, η βιβλιογραφία, η λεπτομερής  επεξεργασία, οι παραπομπές σε έγκυρες πηγές, ελληνικές και κυρίως ξένες, καθιστούν το συγκεκριμένο βιβλίο πολύ σημαντικό και αποδεικνύουν ότι ο συγγραφέας του είναι επαρκής αναγνώστης και μελετητής της  ποίησης, της φιλολογίας και της Τέχνης.

 

     

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.