You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Γιώργος  Α. Αθανασόπουλος, Τα Αθέλητα, Εκδ. Σαιξπηρικόν, 2020

Ανθούλα Δανιήλ: Γιώργος  Α. Αθανασόπουλος, Τα Αθέλητα, Εκδ. Σαιξπηρικόν, 2020

      Η ξενιτιά ακόμα και αν είναι πολυτελής, πάλι ξενιτιά είναι

 

Ο Γιώργος Αθανασόπουλος ζει και δημιουργεί εδώ και πολλά χρόνια στις Βρυξέλλες. Κατανάλωσε τον χρυσό αιώνα του εκείˑ εις την ξένην, όπως λέει και ο Ανδρέας Κάλβος. Μόνο που η «ξένη» στα χρόνια του Κάλβου είναι πικρή και καμία σχέση δεν έχει με εκείνην εκατό χρόνια μετά. Ο Αθανασόπουλος πήγε με πλήρη εξάρτυση στη διάσημη πρωτεύουσα του Βελγίου, στο κέντρο σήμερα της Ε.Ε. Έζησε και ζει ζωή άνετη και πολιτισμένη, απολαμβάνοντας τα αγαθά μιας πλούσιας και ανεπτυγμένης χώρας. Τούτο σημαίνει πως είναι ένας ευτυχής άνθρωπος  και κανένα λόγο δεν πρέπει να έχει για να είναι θλιμμένος. Κι όμως είναι, γιατί ο λώρος που συνδέει το έμβρυο με τη μητέρα είναι ίδιος με εκείνον που συνδέει τον Έλληνα του εξωτερικού, και στη συγκεκριμένη περίπτωση,  τον ποιητή, με την πατρίδα του. Δεν κόβονται ποτέ οι δεσμοί με την πατρική γη, το σπίτι, τον κήπο, το παραγώνι, τα «εικονίσματα», τη μέρα, τη νύχτα, το φως, την αίσθηση εκείνη της πρώτης ύπαρξης που του έδωσε  Ελλάδα. Και τη μητρική γλώσσα που αναδυόμενη από το βαθύτερο είναι του έρχεται να οριοθετήσει τα συναισθηματικά του σύνορα, αισθήματα, σκέψεις, διαθέσεις.

Στην πρόσφατη ποιητική συλλογή του με τίτλο Τα Αθέλητα, από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2020, δύο είναι τα στοιχεία που κάνουν νεύμα στον αναγνώστη και διεκδικούν το ενδιαφέρον του. Εν πρώτοις, ο τίτλοςˑ Τα Αθέλητα. Δηλαδή, εκείνα που έρχονται ερήμην του ανθρώπου, του ποιητή, που είναι όμως φυσιολογικά, που δεν μπορεί κανείς να αποφύγει… το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον… χωρίς, βέβαια, να προσδίδουμε καμία μοιρολατρική διάσταση στην αλήθεια αυτής της ανθεκτικπής στον χρόνο σοφίας.

Η πρώτη μεγάλη ενότητα φέρει τον τίτλο «Υστερόγραφο». Σαν ο ποιητής να πιάνει το νήμα της γραφής ή της  ζωής από το τέλος. Από το τέλος, επειδή έχει όλη την εικόνα πλέον μπροστά του, την εμπειρία, τη γνώση, τη γεύση του καλού και του κακού, του ό,τι ο χρόνος έφερε. Αρχίζει, λοιπόν, από το τέλος. Μπαίνει στη συλλογή, από το εκτός κυρίου σώματος κείμενο, σαν «υστερόγραφο», σαν να μας λέει πως εκεί σ’ αυτό το τελευταίο βρίσκεται η σημασία όλη. Και όμως αυτό το «υστερόγραφο», το πολύ σημαντικό μέρος και της συλλογής και της περισυλλογής και την υπόστασης του ποιητή, μοιάζει σαν να αναπτύσσεται στην επόμενη ενότητα με τον ιδιαίτερο τίτλο  «ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΑ», η οποία επίσης διακλαδίζεται στις υποενότητες: «Στροφές για ένα παραγώνι», «Τρία εικονίσματα», «Μυστηριακά τρίστιχα» και «Μακρυνή νυχτερινή απουσία». Σύνολο ποιημάτων 36. Όλα άτιτλα. Άτιτλα γιατί δίνουν την εντύπωση -και έτσι είναι-  πως όλα συμμετέχουν στο ίδιο ποιητικό υλικό, στο συνεχές, χωρίς να ξεχωρίζουν, ενώ συναισθηματικά ρέουν σε μικρά ρυάκια μικρής απόκλισης. Δεν υπάρχει απόλαυση της γραφής, όπως διατείνεται ο Ρολάν Μπαρτ, αλλά υπάρχει στοχασμός, υπάρχει μια θλίψη που νιώθει ο άνθρωπος, όσο περνάει ο καιρόςˑ όσο «διαβαίνει η μέρα», λέει ο Γιώργος Αθανασόπουλος, όσο νιώθει «απελπισία που χάσαμε την όμορφη γυναίκα/ μεσ’ από τα χέρια μας». Ωστόσο, όσο και αν την χάσαμε,  η ομορφιά είναι συνεχώς αισθητήˑ την νιώθουμε την «όμορφη γυναίκα», στη θάλασσα, στα ελαιόδεντρα, στο ρωμαϊκό παρελθόν της πόλης του, της Πάτρας (υποθέτω), όνομα πόλης που παραπέμπει ευθέως στην πατρίδα, πόλη και λιμάνι, που παραπέμπει σε καράβι, σε ταξίδι, σε έξοδο στον κόσμο όλο, έξοδο από τα στενά όρια του συγκεκριμένου. 

 

Δεν υπάρχει απόλαυση της γραφής, παρά μόνο στοχασμός λοιπόν, η επανεξέταση των ανθρωπίνων, των Αθέλητων,  εκείνων που άλλοτε οδηγούν στην άνοδο και άλλοτε στην πτώση, επιβεβαιώνοντας την ηρακλείτεια ροή των πάντων. Γεμάτοι αντιθέσεις οι στίχοι του Αθανασόπουλου, γεμάτοι νοσταλγία, αγάπη, αλλά και θλίψη και ας είναι πλήρης η αίσθησή του από την ομορφιά. Είναι χαρακτηριστικό το ότι ο αναγνώστης βρίσκεται διαρκώς σε μια παραδείσια εικόνα που όμως έχει ακυρωθεί. Μπροστά σε ένα καλό που έχει χαθεί. Έτσι υποθέτω δικαιολογείται και η έναρξη:

 

Χωρίς χρώμα /διαβαίνει η μέρα /ανασηκώνοντας τη γη της ουρανόθεν σιγής /κύματα ξεσπούν με άσπρα φρύδια

 

Είναι φανερό πως το τοπίο απέκτησε φυσιογνωμία, η μέρα «χωρίς χρώμα», ο ουρανός χωρίς σήμα, τα κύματα αφρισμένα σαν γερασμένα φρύδια και ο ποιητής μόνος σε έναν κόσμο που τον βλέπει να χάνεται να

 

Υποσκάπτεται η εστία του παντός /το σπίτι, το τζάκι, τα κεραμίδια

τα μαύρα μόνα  της μνήμης /η άλαλη πατρίδα για χρόνια σαγηνευτικά

το πλοιάριο έγειρε και βούλιαξε /τέτοιο αγκάλιασμα

 

Η αγωνία, για ό,τι καλό σπαταλήθηκε, για κάθε αξία που υποτιμήθηκε, για κάθε κίνδυνο που φέρνουν τα

 

κοφτερά σπαθιά και μυτερά κοντάρια/στο χορτάρι της πλατείας των ερώτων…

 

Οι εικόνες των ποιημάτων συνιστούν εικαστικά δημιουργήματα που  αναπαράγονται με λόγια και υποβάλλουν διαθέσεις μελαγχολικές, συχνά απελπιστικές, ιστορίες μικρές, προσωπικές που δίνουν το δείγμα του μεγάλου και του συμπαντικού. Όραση και ακοή σε εγρήγορση, ψυχή και διάθεση σε αργή κίνηση, συγκρατημός εξωτερικά αλλά συγκλονισμός εσωτερικά.

Σταχυολογώ σκόρπιες εικόνες :

 

Από μια κορφή ψηλά να πέσουμε στα κύματα /και να γευτούμε με μοιραία δόντια /τα νερά/

«au fond de l’ inconnu pour trouver du nouveau», καθώς έλεγε και ο  Baudelaire, και ο ποιητής συνεχίζει:

 

εδώ θα είμαι πάλι / θα λείψω μιαν ανεπαίσθητη χιλιετηρίδα /

η καμπάνα σημαίνει /η ψυχή μας τρεμοσβήνει

 

 

τριαντάφυλλο φιλί άκαρπου έρωτα /

Αλλού:

Θα  ’ρθω  σ’ το υποσχέθηκα /γιατί μ’ αρέσει/

Αλλά θα σ’ ενημερώσω από πριν  /για να με περιμένεις

 

Το ύψωμα το ύψος μας κείτονται/κι όποτε κληθείς θα πεθάνεις.

 

Δεν μπορούμε να μην ταυτίσουμε πομπό και παραλήπτη του μηνύματος, το ποιητικό εγώ που αναδεύει το ποιητικό υλικό, σαν την ύλη στο φιλοσοφικό σύστημα του Αναξαγόρα, που στριφογυρίζει και, μέσα σ’ αυτό, ξεχωρίζει ο κυρίαρχος Νους,  αυτός που εμπεριέχει και τα μικρά και τα μεγάλα, και τούτα και τα αντίθετά τους, όπως συμβαίνει με την φιλότητα και το νείκος του Εμπεδοκλή, αλλά ο ίδιος ξεχωρίζει. Ο Νους του ποιητή.

 

Δεν μπορούμε επίσης να παραβλέψουμε την πλούσια εικονοποιΐα των στίχων, τις αστραψιές στην εικαστική μνήμη του ποιητή, όπως μας προσφέρουν οι στίχοι και ειδικά οι ακόλουθοι που όχι μόνο βεβαιώνουν, αλλά και διαρκώς μετασχηματίζουν την εικόνα με  μια γλώσσα πρωτεϊκή, καλλιτεχνικά ευφυή, προσφέροντας μας μια ποικιλία αισθητηριακών και αισθητικών εντυπώσεων.  

 

Φως πάμφωτο /ροή σταλαγματιές γέρικα δέντρα/η φωνή της χαίτης/

ήταν μια κοπέλα /ήταν μια λαμπερή ποταμιά από ίχνη/ας σταματήσει κι ας μετατραπεί/ πυρ και πάλι και κεφάλι………..

 

 

Και τούτο συμβαίνει επειδή πιστεύω πως η υπερρεαλιστική καταγωγή της γραφής του Γιώργου Αθανασόπουλου, η παιδεία του και ο θησαυρός των πνευματικών και καλλιτεχνικών του παρακαταθηκών είναι ένας πλήρης ταξιδιωτικός σάκος γεμάτος από κείμενα, πίνακες, γλυπτά μνήμες χρυσές από το κοινό  θησαυροφυλάκιο της παγκόσμιας δημιουργίας,  τις ευαίσθητες περιοχές της συναισθηματικής αλληλεγγύης, από όπου οι στίχοι του αγγίζοντας, αντλώντας, μεταποιώντας  μετενδύονται το φως τις  αισθήσεις,  τις εικόνες, τις σκέψεις, οι οποίες με τη σειρά τους μεταπλάθουν εκείνο που μας έρχεται από πολύ μακριά και μας φωτίζει αλλιώς τα παλιά, προσεκτικά, υπαινικτικά, συνυποδηλωτικά.

 

 

Το πιάτο ράγισε /το δόντι σάπισε /η ημέρα άσπρισε πριν απ’ το τέλος

γλίτωσα απ’ το άγχος για γυναίκα

 

Κάθε στροφικό σύστημα συνιστά και μια ειδική κατηγορία, έχει τον δικό του ξεχωριστό κώδικα ανάγνωσης, που όμως δεν είναι άσχετος με το όλο.  Ψηφίδες σε άλλα σχήματα και χρώματα του ίδιου ψηφιδωτού, απλώς.

Οι «Στροφές για ένα παραγώνι» είναι γλυκόπικρες μνήμες, εικόνες παρελθόντος, τρυφερής μελαγχολίας. Στα «Τρία εικονίσματα» μια λέξη, η «τσικουλάτα», μας δίνει γεύση αναζωογονητική, εξανθρωποποιημένη αίσθηση μιας λιχουδιάς: Μη μ’ αφήνεις/ Σε ικετεύω/ Εγώ σ’ αγάπησα, όπως αγάπησε ο Προυστ την ανάμνηση από το τσάι και την μαντλέν της θείας Λεονί.  Μια αίσθηση, ίνα, ζωής αόρατη πουτ αντιστέκεται στην θφορά.

Στα «Μυστηριακά τρίστιχα»

Φουσκωμένη από τον άνεμο/  στο ιστιοφόρο μιας αγέρωχης Νύχτας

βλέπω την ιερή εικόνα Αγίου που θαλασσοδέρνεται.

Τα Αθέλητα, αλλιώς «δοσμένα», όπως τα λέει ο Πολ Βαλερύ και ο δικός μας Γιώργος Σεφέρης, είναι ποιήματα βαθιάς απόσταξης. Μια ένωση κρυφή με τη ρίζα της σκέψης, της γης, της συνείδησης, του εαυτού. Ένας απολογισμός, μια επανεξέταση των πεπραγμένων του βίου, αισθήσεων και εντυπώσεων, αλλά και μια καταβύθιση στο είναι, στην ουσία της κοινωνίας, της ιστορίας, του σύμπαντος κόσμου που μέσα του αρθρώνουμε λόγο και ύπαρξη, χωρίς καμιά αυταπάτη πια.

 

 Ας εξαντλήσουμε τη νύχτα και το μπουκέτο

     που έχει άσπρα κόκκινα και κίτρινα πλην των πρασίνων

               Ας εξαντλήσουμε και πάλι να επιστρέψουμε στην

                       ανοιχτή αγκάλη. 

 

 

                                                      

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.