Στο στήθος μου η πληγή ανοίγει πάλι
Όταν χαμηλώνουν τ’ άστρα και συγγενεύουν με το κορμί μου
Συμπληρώθηκαν εκατόν είκοσι χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου ποιητή που τίμησε την Ελλάδα με ένα Νόμπελ, έβγαλε έξω από τα σύνορα την ελληνική ποίηση, έφερε μέσα τα μοντέρνα ρεύματα, διεύρυνε τους ποιητικούς μας ορίζοντες και βρέθηκε επικεφαλής μιας γενιάς που κορυφώθηκε για να λάμψει και να επισκιάσει όλες τις προηγούμενες και όλες τις επόμενες, να δημιουργήσει αίσθηση και να γίνει το μέτρο σύγκρισης με τα ευρωπαϊκά ανάλογα. Η μίζερη και δύστυχη Ελλάδα έβγαινε από τον επαρχιωτισμό της, με τη γενιά του τριάντα και τον Σεφέρη στο κέντρο της. Έκανε Στροφή ο Σεφέρης στην ποίησή του και στη ζωή του, άλλαζε και το κλίμα στην Αθήνα, ανέβαινε και ο πήχης ψηλά.
Ο Σεφέρης ήταν ένα όριο. Όμως πολλοί τον έβρισκαν δύσκολο, άλλοι τον θεωρούσαν υπερρεαλιστή, χωρίς να ξέρουν τι είναι ο υπερρεαλισμός, και ο Παλαμάς δεν έβρισκε «κλειδί», για να πάρω το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η κριτική είχε διχαστεί. Εκείνος όμως ήταν προσηλωμένος στον στόχο του.
Στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής ακολούθησε την εξόριστη κυβέρνηση στην Αίγυπτο. Τον κατηγόρησαν γι’ αυτό, παραβλέποντας πως είναι διπλωμάτης καριέρας και υπηρετεί την πατρίδα του, όχι μια πολιτική κατάσταση. Στη Μέση Ανατολή δεν μπορούσε να μιλήσει με άνθρωπο άλλου κόμματος γιατί θα θεωρούνταν κομμουνιστής. Έτσι «βράδυνε η φιλία» του με τον Στρατή Τσίρκα, ο οποίος καταλάβαινε πολύ καλά, όντας και ο ίδιος στο στόχαστρο του κόμματός του, επειδή είχε μάτια και έβλεπε κι έκρινε. Λεπτομερέστατα αναλύει το θέμα ο Γιώργος Γεωργής στο βιβλίο του (Η συνάντηση του Στρατή Τσίρκα με τον Γιώργο Σεφέρη, Μια φιλία που βράδυνε, Εκδ. Καστανιώτη, 2015).
Ο Σεφέρης έχει οξύτατη κρίση. Ρίχνει στους Άγγλους την ευθύνη για τις εχθροπραξίες δεξιών και αριστερών: «Τον ανταρτοπόλεμο ποιος τον σκάρωσε;». «Το αλληλοφάγωμα ποιος το υποδαύλισε;», «Εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα, εδώ τέλειο χάος», «Τώρα που αναλαμβάνουν στα χέρια τους τα πάντα οι Άγγλοι». Πληγώνεται, όταν βλέπει ότι οι ειδήσεις και οι εντολές έρχονται από τους Άγγλους, η Ελληνική κυβέρνηση υπακούει σαν υποτελής και η ψυχή του μαυρίζει, όταν καταλαβαίνει πως, επειδή η Κύπρος ήταν πολύ σημαντική για τους Άγγλους, οι Άγγλοι ήταν ανυποχώρητοι να της αναγνωρίσουν αυτοδιάθεση, μια από τις βασικές αρχές της Χάρτας του Ατλαντικού που είχαν υπογράψει και ο Ρούσβελτ και ο Τσώρτσιλ (Μέρες Η΄).
Στην Κύπρο πήγε για πρώτη φορά το 1953. Ξαναπήγε το ’54 και το ’55. Στα χρόνια της δικτατορίας ανησυχούσε για τα καμώματα της χούντας, την επιστροφή του Γρίβα στο νησί και για την ΕΟΚΑ Β΄ (βλ. Γεωργής, Σεφέρης-Αβέρωφ, Η ρήξη, Εκδ. Καστανιώτη, 2017).
Το 1963 βραβεύεται με το βραβείο Νόμπελ. Στην Ελλάδα επικρατεί ενθουσιασμός, από τον οποίο απουσιάζουν η Εστία και ορισμένα έντυπα της Αριστεράς που εκφράζουν την απορία τους πώς δεν το πήρε ο Νερούντα ή ο Σαρτρ ή πάνε ακόμα πιο πίσω στον Παλαμά, Σικελιανό, Καζαντζάκη (γιατί δεν ρωτούσαν τον Μελά;;;). και ο Σεφέρης σημειώνει: Kουτσομοπολιά από «Εστία και κουκουέδες», «-Κωστόπ[ουλος] στον Α[ποστολίδη]: Μα πώς τα “κατάφερε” ο Σεφ. και το πήρε;», «-Στο Κολωνάκι “πένθος” που δεν το πήρε ο Sartre» (Μέρες Θ΄, 10 Δεκέμβρη 1965, σελ. 117).
Η Δήλωση κατά της Δικτατορίας του 1969, πέρα από τη στέρηση του τίτλου του πρέσβεως επί τιμή, του στέρησε και το διπλωματικό του διαβατήριο. Δεχόταν ανίερη επίθεση από τους χουντικούς κύκλους που τον κατηγορούσαν για συνοδοιπόρο του ΕΑΜ από τα χρόνια του πολέμου στη Μέση Ανατολή, με ενορχηστρωτές της σπίλωσης τις εφημερίδες Ελεύθερος Κόσμος και Εστία, η οποία τον αποκαλούσε «ένθερμο Εαμίτη» και «Εαμοσλαύο» που «δια να γίνη πρέσβης εις το Λονδίνον, όπου ήθελε να εργασθή δια να πάρη το Νόμπελ, επώλησε την Κύπρον εις την Ζυρίχην».
Ο Σεφέρης πάντοτε ήθελε να γνωστοποιηθεί η διαφωνία του με τον Αβέρωφ και το προσχέδιο του υπουργού εξωτερικών Τουρκίας Ζορλού, αλλά όλοι οι εμπλεκόμενοι διπλωμάτες στην υπόθεση την αποσιωπούσαν και απέκρυπταν, υποθηκεύοντας για πάντα το μέλλον της Κύπρου στην Τουρκία. Του έριξαν, λοιπόν, ευθύνες για ενέργειες, από τις οποίες τον είχαν απομακρύνει. Εκείνος ανήσυχος, στις «11 Μάη, ημέρα Τρίτη» του 1971 σημειώνει: «πρέπει να υπάρχει, αν έχουν φυλάξει και δεν έχουν καταστρέψει το φάκελο της εποχής εκείνης, επιστολή μου, από την Πρεσβεία μου στο Λονδίνο, στον Αβέρωφ της 25 Δεκ. 1958 με αριθμό εμπιστευτικού πρωτοκόλλου 357.918. Αυτός ο αριθμός θεωρήθηκε από τον Αβέρωφ μεγάλη προδοσία γιατί τον εμπόδιζε να ξεχάσει το γράμμα στην τσέπη του. Αυτά για τις πρώτες αντιδράσεις μου, οι οποίες είχαν το αποτέλεσμα να αποκλεισθώ από τη συνδιάσκεψη της Ζυρίχης. Από τα χρόνια εκείνα …η “Ένωση” δεν μπορεί να σημαίνει παρά διαμελισμό του νησιού», επέμενε ο Σεφέρης. «Αυτό το αποσιωπούν και ο Γρίβας και οι διάφορες Εστίες και άλλοι δήθεν υπερπατριώτες που προσπαθούν να κάνουν τις δουλίτσες τους ρίχνοντας στάχτηστα μάτια του απλοϊκού κοσμάκη» (Μέρες Θ΄, Φεβρουαρίου 1964- Μάη 1971, Εκδόσεις Ίκαρος, 2019, σελ. 242).
Κι έτσι έλυσαν το θέμα τότε, όπως όπως ο Αβέρωφ και ο Καραμανλής, επειδή πιέζονταν από το ΝΑΤΟ και τους Αμερικανούς – ο δεύτερος μάλιστα διέφυγε στο εξωτερικό με ψεύτικο όνομα, στις 28 Σεπτεμβρίου 1963 – επειδή υπήρχαν «ειδικοί λόγοι», όπως γράφει ο Βασίλης Ραφαηλίδης (Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού Κράτους 1830-1974, εκδ. του Εικοστού πρώτου, 1993) και οι ειδικοί λόγοι είναι ότι είχε ήδη υπογράψει στη Ζυρίχη «το περίφημο μνημόνιο», δηλαδή τη μυστική συνεννόηση με τους Αμερικανούς με το οποίο «ξεπουλήθηκε η Κύπρος».
Ο Σεφέρης σκέφτηκε να παραιτηθεί, αλλά το ξανασκέφτηκε καλά και αναρωτήθηκε ποιον θα εξυπηρετούσε η παραίτησή του; Συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, από τη μία όχθη, και συγκεκριμένη φιλοκυβερνητική εφημερίδα, από την άλλη.
Επιστρέφουμε στην περίφημη Δήλωση του 1969 κατά της Διακτατορίας, όταν η πατρίς, ευγνωμονούσα για τη δόξα που της είχε προσπορίσει και για τις υπηρεσίες του, δεν τον πότισε ρετσινόλαδο και δεν τον έστειλε στον Άι- Στράτη ή στη Μακρόνησο, όπως το ’χε συνήθειο της με άλλους εχθρούς της, απλώς του αφαίρεσε το διπλωματικό του διαβατήριο για να μην μπορεί να πάει στο εξωτερικό, όπου υπήρχε ελπίδα να γιατρευτεί. Το έλκος το είχε από παλιά και στις επίσημες δεξιώσεις πήγαινε με μια χούφτα παυσίπονα για να αντέξει. Και είχε πάντα στο νου του ότι μπορεί να μπουν στο σπίτι του και να κάνουν έλεγχο στα χαρτιά του. Γι’ αυτό εξαφάνιζε κάθε «ύποπτο» χαρτί, γράμμα, σκέψη.
«13 Μάη 1970», και για πολλές μέρες μετά τη στέρηση του διπλωματικού διαβατηρίου τα σχόλια και τα δημοσιεύματα οργιάζουν στις εφημερίδες: Τα Νέα, N. Y. Herald Tribune, βρεττανική ραδιοφωνία, Βήμα, Athens News, Ακρόπολις, Ελεύθερος Κόσμος και Εστία. Ειδικά η Εστία, σε άθλιο δημοσίευμα, επιχειρούσε να ακυρώσει και τον ποιητή και το Νόμπελ. Ο Παττακός ισχυριζόταν ότι ουδέποτε αρνήθηκε διαβατήριο στον Σεφέρη και ο Σεφέρης δημοσίευσε την άρνηση που εισέπραξε. Το θέμα έφτασε στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Όμως ήταν της μοίρας του να βρει τον τάφο στην πατρίδα του, όπως το είχε ευχηθεί ο Κάλβος για τον ευατό του χωρίς να το πετύχει. Ο Σεφέρης θα πεθάνει στον Ευαγγελισμό, όπου όλες οι ελπίδες για την σωτηρία του είχαν χαθεί.
Στο στήθος του η πληγή ήταν μόνιμα ανοιχτή.
Ο πρέσβης Βασίλης Παπαδόπουλος (Διπλωματία και Ποίηση, Η περίπτωση του Γιώργου Σεφέρη, Εκδ. Ίκαρος, 2019) βρίσκει ότι ο Σεφέρης είναι «μια σύγχρονη ενσάρκωση του Οδυσσέα και ότι η απόσταση από την πατρίδα τον κάνει να βλέπει καλύτερα, όχι «από τη σκοπιά του Ελλαδικού, αλλά από τη σκοπιά του Έλληνα που έγινε πολίτης της οικουμένης», πράγμα που υποστηρίζει και ο Γιάννης Κιουρτσάκης.
Σήμερα κανείς μα κανείς αξιόπιστος μάρτυρας δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ο Σεφέρης ήταν έντιμος και σπουδαίος διπλωμάτης, ότι υπέστη δεινά που επιβάρυναν την υγεία του και του στέρησαν πρόωρα τη ζωή και ότι ήταν και είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της νεότερης Ελλάδας και ότι τέλος η ζωή και το έργο του βρίσκονται σε απόλυτα τίμια σχέση.
Η κηδεία του, στις 22 Σεπτεμβρίου 1971, μόνο με του Παλαμά μπορεί να συγκριθεί, και εκεί που τότε, στις 28 Φεβρουαρίου του 1943 ηχούσαν οι Σάλπιγγες του Σικελιανού και ο Εθνικός Ύμνος, εδώ ακουγόταν η «Άρνηση» σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, «Πότε θα κάνει ξαστεριά» και ο Εθνικός Ύμνος, επίσης.
Με τι καρδιά, με τι πνοή, τι πόθους και τι πάθος πήραμε τη ζωή μαςˑ
Ο Γιώργος Σεφέρης απέδειξε ότι το «λάθος» που γράφεται μετά την άνω τελεία δεν είναι δικό μας. Μετά την άνω τελεία άλλος έχει την ευθύνηˑ το δικό μας λάθος είναι να νομίζουμε πως μπορούμε πετύχουμε, επειδή τα δώσαμε όλα. Λάθος. Κι εδώ πρέπει να αλλάξουμε ζωή.
Η μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δεν μπορεί ν’ αλλάξει /
δεν μπορεί να γίνει τίποτε.
Μπορείς να πεις ότι δεν σε ενθουσιάζει η ποίηση του Σεφέρη, δεν είναι υποχρεωτικός ο θαυμασμός. Υποχρεωτικός είναι ο σεβασμός σε μια αξία του Νεοελληνικού Μύθου και δεν έχουμε πολλές τέτοιες.