Τα κατάφερε στα 43 του χρόνια να γίνει κορυφαίος του νατουραλισμού. Ωστόσο, εκείνο το Γκυ ντε Μωπασάν, 1850- 1893, γεννά θλίψη και ένα γιατί;;; Θα ήθελες να πας στο Παρίσι, να περπατήσεις στους δρόμους που τα παπούτσια του άφησαν τη σκόνη τους. Στο λίγο του βίου του, πρόλαβε να γράψει τόσα, ώστε οι μέλλουσες γενιές να έχουν να διαβάζουν, να μελετούν, να σχολιάζουν∙ 300 νουβέλες, έξι μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και χρονογραφήματα. Θα ακολουθήσει τα βήματα του Γκυστάβ Φλωμπέρ και στα παρισινά σαλόνια θα συναντήσει τους επιφανείς της εποχής -Εμίλ Ζολά, Αλφόνς Ντωντέ, Ιβάν Τουργκένιεφ, Χένρι Τζαίημς- όπου θα δει και θα σχολιάσει πολλά. Η σύφιλη θα του κόψει το νήμα της ζωής. Ωστόσο, πρόλαβε, οχτώ χρόνια πριν, το 1885, να μας δώσει τις Ιστορίες της μέρας και της νύχτας.
Ο Γκυ ντε Μωπασάν έζησε στην μεταεπαναστατική Γαλλία που κλονιζόταν από πολιτειακές αλλαγές και ιδεολογικά κινήματα, ενώ τα λογοτεχνικά ρεύματα- ρομαντισμός, ρεαλισμός, νατουραλισμός- σχολές, νέες αισθητικές αξίες και νέες ανθρώπινες συμπεριφορές δεν ήταν δυνατόν να αφήσουν αδιάφορο κανέναν συγγραφέα. Οι ρεαλιστές στρέφονταν προς στην πραγματικότητα, αποζητώντας δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα. Ο Ζολά ζητούσε να λάμψει η δικαιοσύνη, ο Μπαλζάκ παρατηρούσε τα νέα ήθη, ο Σταντάλ ενδιαφερόταν, μάλλον, για τον ψυχολογισμό, ο Φλωμπέρ ταλαντευόταν ανάμεσα στο Η τέχνη για την τέχνη και την πραγματικότητα. Ο νατουραλισμός κέρδιζε έδαφος, η επιστήμη προόδευε και ο καπιταλισμός ανερχόταν, αλλά η καθημερινή ζωή γινόταν όλο και πιο φρικτή. Ο ήρωας της καθημερινής ζωής επομένως έφερε και τη σφραγίδα της κοινωνικής του θέσης και κατάντιας.
Ο Μωπασάν, με τις μικρές ιστορίες που συμβαίνουν είτε στα σαλόνια είτε στην αγροτική και μικροαστική κοινωνία, μελετά την προσωπικότητα των ανθρώπων στη μέρα και στη νύχτα με όλες τις αντιθέσεις. «Ο κόσμος είναι μια φρικτή κωμωδία», έλεγε, «τίποτα δεν είναι ποιο φάρσα από τις τραγικές όψεις της ζωής».
Αυτές τις φάρσες της στιγμής αρπάζει και αναδεικνύει.
Ο αθώος μπάρμπα –Μπονιφάς διέσχιζε ένα παραδεισένιο τοπίο για να μοιράσει τα γράμματα. Φορούσε μια γαλάζια μπλούζα και μέσα στα ψηλά σπαρτά μόνο το μαύρο πηλήκιό του ξεχώριζε. Ανάμεσα στις διανομές έκανε και καμιά στάση για να ξεκουραστεί και να ρίξει μια ματιά στις μικρές ειδήσεις. Σε μια από αυτές φρίκαρε. Κάποιος είχε σκοτώσει μια τριμελή οικογένεια. Ο Μπαρμπα- Μπονιφάς δεν μπορούσε να το βγάλει από το μυαλό του έτσι όταν έφτασε στο σπίτι του εφοριακού κυρίου Σαπάτη και το βρήκες κλειστό και την πόρτα κλειδωμένη, ενώ από μέσα άκουγε βογκητά, τρόμαξε. Τρέχοντας ειδοποίησε τις αρχές. Αλλά … εδώ ο άλλος πόλος του θανάτου, ο έρωτας, του είχε παίξει μια φάρσα.
Στην ιστορία με τον τίτλο «Πατέρας», συμβαίνουν όλα τα παράξενα, απρόσμενα και αδικαιολόγητα, εν πολλοίς. Στην «Ομολογία», μετά από μια οργίλη έκρηξη θυμού της μάνας για την ερωτική εκτροπή της κόρης είναι η κοστολόγηση της ερωτικής πράξης που μετράει και το πόσα θα κερδίσουμε από την περίσταση.
Το χαμένο κολιέ, «Το κόσμημα» παίζει ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι και στο πόσο οι άνθρωποι ευτυχούν ή δυστυχούν από τα δικά τους λάθη. Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός και ό,τι αστράφτει δεν είναι πάντα διαμάντι. Η ζωή όμως, με ή χωρίς χρυσάφια και διαμάντια, είναι πολύ ωραία, αρκεί να είναι αληθινή.
Στην ιστορία «Η βεντέτα», η δικαίωση έρχεται με φριχτό τρόπο, λογικό, ωστόσο, τέτοιον που μπορεί ένας άνθρωπος να κατανοήσει, ενώ στο «Χέρι» ο Μωπασάν αποδεικνύεται και μάστορας του θρίλερ. Δεν αποδέχεται το «μυστήριο» ή το «υπερφυσικό», πιστεύει «μόνο στις φυσιολογικές αιτίες» και συμβιβάζεται με το «ανεξήγητο» για ό,τι δεν μπορεί λογικά να αποδείξει ακόμα. «Ένα έγκλημα το οποίο σχεδιάστηκε με πολλή μαεστρία, εκτελέστηκε με μεγάλη επιδεξιότητα και είναι τόσο καλά τυλιγμένο με μυστήριο ώστε δεν μπορούμε να το εξιχνιάσουμε». Το κομμένο χέρι που βρίσκεται μαζί με άλλα τρόπαια στην κατοχή ενός Άγγλου, θεωρείται επικίνδυνο ακόμα και αλυσοδεμένο. Και δικαίως (;) αφού αυτονομημένο παίρνει εκδίκηση για το πάθημά του. Τελικά «το χέρι» επιβεβαιώνει τον Άγγλο που, εξ ιδίων τα αλλότρια, θεωρεί πως το αγριότερο θηρίο είναι ο άνθρωπος και ότι ο ίδιος είχε κυνηγήσει ανθρώπους πολύ.
Αξιοπαρατήρητο είναι ότι ο συγγραφέας αρχίζει σχεδόν όλες τις ιστορίες του με την περιγραφή του περιβάλλοντος χώρου. Εκκινεί από μακριά, απλώνεται σε χωράφια, δρόμους, σπαρτά και δέντρα, τοπία και θάλλουσες αγροτικές περιοχές. Μετά κεντράρει κι έπειτα εστιάζει σε κατοικημένους χώρους και σπίτια, ανθρώπους και πράγματα. Όλα αποδίδονται σαν πίνακες ζωγραφικής, σαν τοπία παραδείσου, ζωντανά, χρωματιστά, ευχάριστα, και μετά έρχονται τα τοπία της ψυχής, λεηλατημένα, στερημένα, κουρασμένα, εκδικητικά. Ο αδιάφορος δρόμος της φύσης και ο διαφορετικός δρόμος της ζωής και της ψυχής, παράλληλα, ο ένας ερήμην του άλλου, οδηγούν σε πολλά ευθέα και πλάγια παρακλάδια.
Ο συγγραφέας έχει ταλέντο στην σύλληψη και του και της μικρολεπτομέρειας. Ψιλοκεντάει το πώς φυσά ο αέρας τα στάχια, το πώς αρμέγουν την αγελάδα, το πώς φαίνεται ένα σπίτι φτωχικό, ένα γεύμα λιτό και, για την αντιδιαστολή, πώς αστράφτουν οι πορσελάνες, τα κρύσταλλα και τα μαχαιροπήρουνα σε ένα πλούσιο τραπέζι. Πίνακες, χαλιά, ταπετσαρίες, δωμάτια αρωματισμένα, συγκεντρώσεις φίλων, όλα δίνουν στον αναγνώστη τη δυνατότητα να μπει σ’ εκείνα τα σπίτια, να ταξιδέψει σ’ εκείνα τα χρόνια, να τον φυσήξει ο αέρας, να γευτεί τα πολυτελή ή απλά γεύματα, να ακούσει και να απολαύσει ό,τι συμβαίνει γύρω του. Και αφού μας δώσει διεξοδικά τον χώρο, μετά θα μπει στα βάθη της ψυχής και θα εμφανίσει τον ανθρώπινο χαρακτήρα που σε πολλές περιστάσεις θα αποδειχτεί θηριώδης, ανελέητος και φριχτός. Οι ανθρώπινες σχέσεις πάσχουν σε όλες σχεδόν τις ιστορίες, επιβεβαιώνοντας τη ρεαλιστική ή νατουραλιστική καταγωγή τους, αλλά ανεξαρτήτως προσδιορισμών, επιβεβαιώνουν το γνωστό πέρα από ταμπέλες: άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.
Η ποικιλία των θεμάτων και η μέθοδος επεξεργασίας του κοινωνιολογικού υλικού κάνουν τις ιστορίες σύγχρονες κι ας έχουν περάσει 100 και πλέον χρόνια από την συγγραφή τους. Γιατί πίσω από τις μικρές λεπτομέρειες που δηλώνουν την πατίνα του χρόνου, η ανθρώπινη συμπεριφορά εξακολουθεί να παραμένει ίδια.
Το βιβλίο σε πολύ ωραία έκδοση είναι κόσμημα και χαιρόμαστε που οι εκδ. Gema, ανανεώνουν το ενδιαφέρον μας για την παλιά καλή πεζογραφία.