Γεννήθηκε Γάλλος – Πολέμησε σαν ήρωας – Πέθανε σαν Έλληνας
Το όνομά του Ρομπέρ Ντεμπισύ και είναι ο ήρωας στου βιβλίου με τον τίτλο Κραυγή Ελευθερίας. Στο εξώφυλλο, ο πίνακας του Θεόδωρου Βρυζάκη Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη, έργο του 1855. Βλέπουμε τον ήρωα Καραϊσκάκη ψηλά, στα ερείπια ενός κάστρου, με το χέρι να δείχνει ποιος είναι ο στόχος, όπως η Μπουμπουλίνα πάνω στο καράβι της και όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πάνω στο άλογό του, μπροστά στην Παλαιά Βουλή. Ο πίνακας έχει μεγάλη κινητικότητα στο πάνω μέρος του. Ο Καραϊσκάκης δείχνει πέρα την Αθήνα, στο βάθος του πίνακα, με την Ακρόπολη στέμμα της. Πλάι του, σε αρμονική συστοιχία, κοιτάζει με τη διόπτρα ο Καρλ φον Χάιντεκ. Ανάμεσα στους πρώτους φαίνεται και ο Μακρυγιάννης. Στο κάτω μέρος του πίνακα, άλλοι συσκέπτονται και άλλοι αναπαύονται. Το σύνολο αποτελεί τη συμπερίληψη του τίμιου Αγώνα που προβάλλεται μέσα από τις λευκές απαστράπτουσες φουστανέλες.
Με αυτό το εξώφυλλο ως προοίμιο μπαίνουμε στις λεπτομέρειες που αναπτύσσονται στο βιβλίο, με τους μεγάλους να δείχνουν τον δρόμο και τους νεότερους, τιμώντας τους, να γράφουν γι’ αυτούς. Ο Γρηγόρης Β. Ράπανος προσθέτει τη δική του Κραυγή ελευθερίας πλάι στις τόσες άλλες επετειακές του περασμένου έτους, με αφορμή τη συμπλήρωση 200 χρόνων από το Μέγα γεγονός.
Ο συγγραφέας τοποθετεί την έναρξη της ιστορίας του στα 1813, λίγο πριν από την Ελληνική Επανάσταση, και επιλέγει για ήρωά του τον νεαρό Γάλλο Ρομπέρ Ντεμπισύ (6/11/1793-26/9/1831). Η χρονολογία γέννησης και θανάτου μας οδηγεί σε αληθινό πρόσωπο, αλλά, μάλλον δεν υπάρχουν στοιχεία και πρόκειται για μυθιστορηματικό πρόσωπο, το οποίο γίνεται η συμπερίληψη όλων εκείνων των Φιλελλήνων που ήρθαν και πολέμησαν και έπεσαν για τη δική μας ελευθερία. Επίσης, λόγω επωνύμου, θα μπορούσαμε άριστα να τον συσχετίσουμε με τον σπουδαίο Κλωντ Ντεμπισύ που κι εκείνος ήταν επαναστάτης της μουσικής στο τέλος του 19ου και αρχή του 20ου αιώνα).
Η οικογένεια του Ρομπέρ έχει λάβει μέρος στη Γαλλική Επανάσταση, ο πατέρας του έχασε το ένα χέρι του, αλλά, η Τρομοκρατία τους αναχαίτισε και έκαναν πίσω. Ο πατέρας επιθυμεί για τον γιο του μια καλύτερη τύχη από τη δική του, γι’ αυτό τον προτρέπει να σπουδάσει Νομικά. Τελικά, ο Ρομπέρ θα σπουδάσει Νομικά, αλλά μετά θα κάνει ό,τι θέλει. Ο Ναπολέων εξορίστηκε, καθώς είναι γνωστό, στη νήσο Έλβα, και πέθανε λίγο μετά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Ο Ρομπέρ, του οποίου την ιστορία θα έχουμε την τύχη να παρακολουθήσουμε, πλάι σε όλα τα μεγάλα ονόματα της Ιστορίας μας, αληθινά και πλαστά, αφού, σύμφωνα με το βιβλίο, πολέμησε στο πλάι του Ναπολέοντα, εναντίον των Άγγλων, μετά την ήττα στο Βατερλώ, αποφασίζει να πάει στην Αίγυπτο για να εκπαιδεύσει τα στρατεύματα του Αιγύπτιου πασά. Όμως τελικά, θα βρεθεί στην Ελλάδα, όπου θα συναντήσει τον Νικηταρά και θα πειστεί να εκπαιδεύσει τους Έλληνες στρατιώτες του Τουρκοφάγου πολεμιστή. Ο Ρομπέρ θα ενστερνιστεί τις ιδέες της Ελληνικής Επανάστασης, θα υποστηρίξει θερμά τον Αγώνα των Ελλήνων, θα πάρει μέρος σε πολλές μεγάλες μάχες, στο Βαλτέτσι και στα Δερβενάκια, θα δει από κοντά τους «ήρωες» με εισαγωγικά, καθώς και τους ήρωες χωρίς εισαγωγικά και με κεφαλαία. Ο Ρομπέρ θα πολεμήσει στο πλευρό του Νικηταρά και θα διακριθεί, όμως, παρά την αγωνιστικότητά του και την ανδρεία του ενοχλεί πάντα τους συμπολεμιστές του οι οποίοι θα τον βλέπουν με προκατάληψη και καχυποψία, σαν έναν από τους ξένους που δρουν στη χώρα. Παρ’ όλα αυτά και επειδή ο Ρομπέρ είναι Γάλλος ελπίζουν στη γαλλική βοήθεια. Ο Ρομπέρ θα κάνει το χρέος του και θα παρασταθεί στον Καποδίστρια του οποίου θα γίνει η σκιά.
Ο συγγραφέας, δυστυχώς, δεν μας παραθέτει βιβλιογραφία, για να ξέρουμε από πού αντλεί τις πληροφορίες του, ποια πρόσωπα είναι πλαστά και δρουν στον περίγυρο εκείνων που όλοι γνωρίζουμε, πετυχαίνει όμως να εντάξει αυτούς που θέλει σε πόστα τέτοια ώστε να μπορούν να σκιαγραφήσουν τους σκληρούς Μαυρομιχαλέους, τον ύπουλο Κωλέτη και τον πονηρό Μαυροκορδάτο. Είναι προφανές ότι η βιβλιογραφία του είναι η ίδια η προσωπική του γνώση και επιθυμία να αναδιηγηθεί τα γεγονότα και να προβάλει ό,τι εκείνος θεωρεί σημαντικό. Τελικώς, θα μας δώσει πληροφορίες για τον τρόπο δράσης, για τις συζητήσεις των ηρώων μεταξύ τους, θα σκιαγραφήσει φυσιογνωμίες, θα εξάρει τους ήρωες, θα στηλιτεύσει τους καιροσκόπους, τους αρχομανείς και συμφεροντολόγους. Θα ξεχωρίσει την προσωπικότητα του Κολοκοτρώνη, την ηγετική του ικανότητα, τη διαλλακτικότητα, τη στρατηγική, ενώ θα υπάρχουν πάντα εκείνοι που τον υπονομεύουν και δολοπλοκούν σε βάρος του.
Το γεγονός είναι ότι ο συγγραφέας έπαιξε πάνω σε σίγουρο έδαφος. Οι ήρωες είναι γνωστοί, τα τοπωνύμια επίσης, οι μεγάλες νίκες, οι ήττες, ο τρόπος διεξαγωγής της μάχης, οι αμφιλεγόμενοι και καιροσκόποι, η αποτυχία του Μαυροκορδάτου και η συνακόλουθη καταστροφή ομολογημένη, στο Πέτα, οι ιδιαίτερες διαβουλεύσεις του με τους ξένους, οι απώτεροι σκοποί του, όλα. Όμως, ο αφηγητής έχει στρέψει τον φακό του κυρίως πάνω στον Νικηταρά και στον Ρομπέρ που πολεμάει μαζί του. Οι διάλογοι είναι φανερό πως είναι επινοημένοι, καθώς και τα δευτερεύοντα επεισόδια, τα οποία λειτουργούν ως παραγεμίσματα στα κενά της επίσημης Ιστορίας, ωστόσο, όλα στηρίζονται, στην καταγεγραμμένη στα βιβλία και στην άγραφη συλλογική μνήμη.
«Κι εγώ σας λέω ότι είναι παγίδα!» ούρλιαζε ο Κολοκοτρώνης.
«Δεν έχεις καμιά απόδειξη γι’ αυτό Θοδωρή. Η ξεροκεφαλιά σου θα καταστρέψει την επανάσταση», είπε ο Πετρόπμπεης. […]
«Ο στρατός λιμοκτονεί. Θα γυρίζει πίσω να ανεφοδιαστεί και ένας μόνος δρόμος υπάρχει, κι αυτός είναι τα Δερβενάκια. Εκεί πρέπει να πάμε να τον περιμένουμε και να τον τσακίσουμε στα στενά».
«Α, ρε Θοδωρή, θυμήθηκες τις παλιές μέρες και θες να ξαναγίνεις κλέφτης στα βουνά;» είπε ειρωνικά ο Πετρόμπεης.
Εκείνο που ο αναγνώστης εισπράττει από το βιβλίο είναι ότι ο συγγραφέας Γρηγόρης Ράπανος αγαπά τον τόπο του, παθιάζεται με τις ηρωικές φυσιογνωμίες και τις δραματικές στιγμές, γνωρίζει τα παρασκήνια και τις διαπλοκές, θέλει να επαναδιηγηθεί την γνωστή Ιστορία με δικά του λόγια, να φωτίσει τα σημεία που παραμένουν σκοτεινά, τις τριβές και όλα εκείνα που δεν ξέρει κανείς και η επίσημη ιστορία δεν καταγράφει. Επίσης γίνεται αντιληπτό ότι ο αφηγητής δεν είναι ιστορικός, δεν είναι λογοτέχνης είναι όμως ένας αληθινός ερασιτέχνης –αγαπάει αυτό που κάνει- ένας παραδοσιακός αφηγητής που με πάθος και ένταση αναπαράγει τον ρόλο του παλιού αναδιηγητή, ένας αφηγητής ποταμός που τον συγκινεί η αλήθεια της Ιστορίας του τόπου μας, τα Πάθη του λαού μας και οι άλλοι τον ακούνε μαγεμένοι.
Η γλώσσα του είναι απλή, καθημερινή, συχνά τολμηρή, η οποία, προσπαθεί με σύγχρονη γραμματοσυντακτική δομή και τρέχον λεξιλόγιο να αναπαραγάγει το ήθος και το ύφος της γλώσσας του 1821, πράγμα που βεβαίως, εκ των πραγμάτων, είναι αδύνατο, δεν μπαίνει σε σύγκριση με τα Απομνημονεύματα Αγωνιστών, εννοείται, αλλά ο καθημερινός ανάγνωσης που θέλει να μπει κατευθείαν στην ουσία, χωρίς περίπλοκες διατυπώσεις, αντιλαμβάνεται αμέσως και αφήνεται στη δυναμική, χωρίς χάσματα, και γεμάτη πάθος εξιστόρηση.