You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Γ.Κ. Κατσίμπαλης*Γιώργος Σεφέρης,    «Αγαπητέ μου Γιώργο» Αλληλογραφία (1924-1970), τόμοι 2.  Επιμέλεια Επιστολών –Σχόλια,  Δημήτρης Δασκαλόπουλος.  Εκδοση 2η, Ίκαρος 2022

Ανθούλα Δανιήλ: Γ.Κ. Κατσίμπαλης*Γιώργος Σεφέρης,   «Αγαπητέ μου Γιώργο» Αλληλογραφία (1924-1970), τόμοι 2. Επιμέλεια Επιστολών –Σχόλια,  Δημήτρης Δασκαλόπουλος. Εκδοση 2η, Ίκαρος 2022

Στο μεγάλο δίτομο έργο με τον τίτλο «Αγαπητέ μου Γιώργο»- Αλληλογραφία (1924-1970), τόμοι 2- την Εισαγωγή γράφει ο καθ’ ύλην αρμοδιότατος Δημήτρης Δασκαλόπουλος με μια συναρπαστική αφήγηση – πληροφορίες και εκφραστική γοητεία- που μας εισάγει στον κόσμο των δύο ανδρών αλλά και στον κόσμο των επιστολών, στο milieu και στο πώς υποδέχτηκε τη νέα ποίηση η καθεστηκυία τάξη των Γραμμάτων της εποχής…

Οι επιστολές του πρώτου τόμου σταματούν το 1939. Οι επιστολές του δεύτερου τόμου αρχίζουν το 1946 και η τελευταία είναι στις 24-11-70.

Λόγω του μεγάλου όγκου θα παρουσιάσουμε σήμερα τον  πρώτο τόμο και τον δεύτερο, όταν ολοκληρωθεί η μελέτη του.

Δύο άντρες, από οικογένειες με συγγενή ιδεολογία, κοινωνική θέση, αξιώματα, ταξίδια στο Παρίσι, οικονομική επιφάνεια, ο Γιώργος Κατσίμπαλης (1899-1978), «πληθωρική, επιβλητική και σχεδόν μυθική προσωπικότητα… Ο Κολοσσός του Μαρουσιού», που πολέμησε εθελοντής στον Μακεδονικό Πόλεμο, που τραυματίστηκε στο πόδι κι έκτοτε κυκλοφορούσε με τη «θρυλική μαγκούρα», και ο Γιώργος Σεφέρης (1900-1971), ο ποιητής και διπλωμάτης που συναντήθηκε μαζί του, άγνωστο πότε ακριβώς,  άρχισαν  να αλληλογραφούν.

Όταν η οικογένεια του Στυλιανού Σεφεριάδη –πατέρα του Σεφέρη- ήρθε  από τη Σμύρνη στην Αθήνα το 1914,  ο Γιώργος ήταν 14 ετών και ο Κατσίμπαλης ήταν ήδη στο Παρίσι, 15 ετών. Όταν πήγε ο Σεφέρης στο Παρίσι για σπουδές, ο Κατσίμπαλης είχε επιστρέψει στην Ελλάδα για να καταταγεί στον στρατό της Εθνικής Άμυνας.

Ο πατέρας του Κατσίμπαλη ήταν bon vivant, φίλος της ποιήτριας κόμισσας ντε Νοάιγ, μεταφραστής του Ομάρ Καγιάμ, ενώ ο πατέρας του Σεφέρη ήταν μεταφραστής αρχαίων τραγικών και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο. Και οι δυο δημιούργησαν το έργο τους στον αστερισμό του Κωστή Παλαμά και του Ελευθέριου Βενιζέλου.

Ο Γιώργος Κατσίμπαλης επέστρεψε στο Παρίσι περί το 1920 και κάπου εκεί θα πρέπει να συναντήθηκε με τον Σεφέρη.  

Η αλληλογραφία από το 1924 που άρχισε έως το 1970, ένα χρόνο πριν πεθάνει ο Σεφέρη, ήταν συνεχής και διακόπηκε μόνο κατά τα διαστήματα που ήταν και οι δύο στην Αθήνα. Πήγαν και ήρθαν 452 επιστολές διαγράφοντας  την τεθλασμένη: Αθήνα, Παρίσι, Λονδίνο, Κορυτσά, Αθήνα, Μέση Ανατολή, Νότια Αφρική, Άγκυρα, Αθήνα, Πρίνστον, Ρώμη, Παρίσι. Είναι οι τόποι από τους οποίους ο Σεφέρης έγραφε στον Κατσίμπαλη και λάβαινε επιστολές.   

Θέματα των επιστολών, πέρα από τα δεινά της ασθενούς σαρκός -οι πόνοι του Κατσίμπαλη και η μοναξιά του Σεφέρη-  ήταν η έκδοση των ποιητικών συλλογών Στροφής και μετά Στέρνας,  τα σχόλια της Αθήνας γύρω από αυτές, το βιβλίο του Καραντώνη για τον Σεφέρη, η κυκλοφορία του περιοδικού τα Νέα Γράμματα, η Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, ο αγώνας του Κατσίμπαλη να προβάλει τον Σεφέρη και άλλους, γνωστούς και άγνωστους δημιουργούς στο ελληνικό αλλά και στο αγγλόφωνο κοινό. Ακόμα, μεταφράσεις έργων Σεφέρη, Ελύτη, Σικελιανού από τον Ρομπέρ Λεβέσκ, αντεγκλήσεις  «περί κλίκας», μετάφραση ποιημάτων του Σεφέρη στην Αγγλία με τις άοκνες προσπάθειες του Νάνου Βαλαωρίτη, κακεντρεχή σχόλια στην Αθήνα με τον Κατσίμπαλη «κεντρομόλο παρουσία» με «ανυστερόβουλο ενδιαφέρον»  για την προβολή της λογοτεχνίας μας. Όσο για τα «κουτσομπολιά» της ιδιωτικής αλληλογραφίας έχουν και αυτά τη νοστιμιά τους, όμως το πιο σημαντικό είναι το ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία και τη δημοτική γλώσσα.  Ακόμα υπάρχει ειλικρινής εκτίμηση του ενός στην κρίση του άλλου, μια βαθιά συναισθηματική σχέση, εξομολογητική. Είναι ο ένας η αδελφή ψυχή του άλλου.

Στην Εισαγωγή ο Δασκαλόπουλος δίνει πληροφορίες σχετικές με την έκδοση -διορθώσεις και συντομογραφίες- τρία Επίμετρα, αρχείο, «ασήμαντα» κείμενα, πρόσωπα που βοήθησαν (γόνοι ένθεν και ένθεν, αν και ο Σεφέρης δεν είχε κατευθείαν)- ευχαριστίες ονομαστικά σε κάθε έναν/μία  που βοήθησε και στην Επιμελήτρια. Και φυσικά μια απλή υπόμνηση ότι δεν γίνονται όλα αυτομάτως, επειδή ζούμε στην εποχή του υπολογιστή και του ίντερνετ, αλλά είναι πολύτιμη η στήριξη των ανθρώπων που γνωρίζουν από τυπογραφία.

Αυτά έγραφε ο Δασκαλόπουλος στα 2008. Τώρα 2022 έχουμε στα χέρια μας την β΄ έκδοση αυτού του αλληλογραφικού κολοσσού.

Από τη θάλασσα των επιστολών θα επιχειρήσω να ψαρέψω ό,τι πιστοποιεί  των παραπάνω λόγων το αληθές.

Ο Κατσίμπαλης γράφει στον Σεφέρη στις 23/8.1926 από την Αιδηψό για έναν «πλανόδιο Ρώσο με μια μεγάλη κεντητή πουκαμίσα και με μια βραχνή φωνή σαν από σπήλιο, που γυρίζει την παραλία ξεφωνίζοντας “βιβλιοπώλς” με τη χαρακτηριστική σλαβική προφορά … Τον Χάρντυ που μου ’στειλες θα τον ρουφήξω με μεγάλη απόλαψη ύστερα από τ’ ανοστανάλατα επιφανειακά αριστουργήματα (;)… που λέγουνται Κνουτ Χάμσουν».

Σε μια τόσο μικρή πρόταση, μας δίνει ένα σχόλιο για τον περιφερόμενο βιβλιοπώλη, την προφορά του και την εικόνα του, τη φωνή του «σαν από σπήλιο» (κι εδώ ποιος δεν θα αναγνώριζε τον Μπόρις Γκοντουνόφ;), στη συνέχεια την αποδόμηση του Χάμσουν που όλοι θεωρούσαμε σπουδαίο συγγραφέα και διαβάσαμε στα νιάτα μας, την Πείνα του και τη «σουρντίνα» του.  

Το έργο του Χάρντυ είναι η Τες, ένα έργο με πολλές αντικρουόμενες κριτικές, θεατρικές,  τηλεοπτικές, μιούζικαλ, μουσικές και κινηματογραφικές εκδοχές, εκ των οποίων την εκδοχή του 1924 είναι πιθανό να είχε δει ο Κατσίμπαλης. Η γενιά μου έχει υπόψη της την νεότερη του Πολάνσκι του 1979. Το παράδειγμα της Τες δείχνει πως μόνο ο χρόνος –και όχι οι σύγχρονες του έργου κριτικές- μπορούν να αποφανθούν για τη σημασία του.   

Η επιστολή του Κατσίμπαλη συνεχίζεται με σχόλιο για τον Παλαμά τον οποίο συνάντησε και θα ξανασυναντήσει  και ότι ο Σεφέρης θα τον επισκεφθεί «Σε κανένα μήνα … στο Τριανέμι»∙ πρόκειται για  το πετρόχτιστο σπίτι του Μαρουσιού, στον δρόμο προς το δάσος της της Μαγκουφάνας, που σήμερα λέγεται Πεύκη. Αποκαλεί «αγγελόπνευστα ορνιθοσκαλίσματα» τα γράμματά του που «έχουν τελειωτικά χαντακωθεί με την πένα του ξενοδοχείου». Στο  «Τριανέμι -Ο ομφαλός της Αττικής»,  συγκεντρώνονταν ο Σεφέρης, ο Μίλερ και άλλοι επιφανείς της εποχής λογοτέχνες.

Το σπίτι αυτό ο Σεφέρης το παρομοιάζει με «κάστρο» και «μαρμαρωμένο καράβι» που από τη γέφυρά του είχε την εντύπωση πως αρμενίζει την Αττική, ενώ ο Κατσίμπαλης το αποκαλούσε “Ντάπια της Μαγκουφάνας” όπως έγραφε το συμφωνητικό αγοράς» (επ. 30-12-31 και 1 -1 -32).

Στις 30 Αυγούστου 1931 ο Σεφέρης απαντά στην επιστολή της 3ης Αυγούστου του Κατσίμπαλη από τα Μέθανα. Επιλέγω τον δεκαπεντασύλλαβο:

                    Το γράμμα σου το έλαβα πριν φύγω από την Αθήνα

«Κυριακή. Βρέχει. Ένα χειμωνιάτικο, αττικό απόγευμα. Συλλογίζομαι την Ελλάδα καθώς σου γράφω. Τη ζωή μας εκεί κάτω μεταξύ απελπισίας και ενθουσιασμού, και τόσα πράγματα που προσπάθησα να ξεδιαλέξω και να πάρω μαζί μου για να με να με βοηθούν στην ξενιτιά». Ζητά από τον Κατσίμπαλη να του στείλει μερικά πευκοβελόνια στην επιστολή του.  

Και συνεχίζει απαντώντας σε ένα προς ένα, όλα και τα εφτά -7- σχετικά του Κ. ανάμεσά τους «είδα… την ανόητη απάντηση του Παράσχου» (υποθέτω τα σχόλια του στη Στροφή).

Λίγες μέρες μετά -9.9.31- ο Κατσίμπαλης σχολιάζει και διορθώνει τη μελέτη του  Καραντώνη για τον Σεφέρη: «Τη διάβασα πέντε φορές … και επέφερα πολλές σημαντικές αλλαγές… Πέταξα τις τέσσερις εκείνες αμφισβητήσιμες σελίδες … γι’ άδολη ποίηση … κι έβαλα τον Κ[αραντώνη] να γράψει μια δυο νέες  … πιο μετρημένες… έβγαλα μια άλλη σελίδα που χτυπούσε ειδικώς τον Παράσχο, γερά βέβαια … Του είπα αν ήθελε, στο τέλος της μελέτης να αφιερώσει ένα ειδικό κεφάλαιο στην κριτική της κριτικής … αποδείχνοντας  τους τιποτένιους και αναιρώντας τις κυριότερές τους αρλούμπες». Πιο κάτω στην ίδια επιστολή καταφέρεται στον Άλκη Θρύλο: «τι τυφλοπόντικας … Μ’ έχει πνίξει η οργή… Η τυφλόμυγα … Δηλαδή να γράφεις γλωσσικά και στιχουργικά νεροπλύματα  σαν τον Ουράνη. Α σιχτίρ». Κι ακόμα «εξοργισμένος μέχρι μανίας από το ηλίθιο εκείνο άρθρο της Θρύλας…Η μικροψυχία συνδυασμένη με την τύφλα» (η υπογράμμιση δική μου). Ωστόσο,  «πληροφορούμαι ότι διαμαρτύρεται ο Ουράνης, λέγοντας πως έχει ολότελα αντίθετη γνώμη από τη γυναίκα του και θεωρεί τον Σεφέρη ως τον καλύτερο ποιητή των τελευταίων χρόνων».

Στις 20 Νοεμβρίου του 1931 ο Σεφέρης σχολιάζει συστηματικά τα 28 σημεία μιας μετάφρασης. Επιλέγω το υπ. Αριθμ. 26: «Παλούκι. Προσπαθώ να μεταφράσω κάπως ελεύθερα: Εκείνο που μας αγγίζει στην ποίηση δεν έχει θέση μέσα στις αλληλουχίες που παρουσιάζει ο τόπος και ο χρόνος … ή αν έχει ή μάλλον είχε  μια κάποια τέτοια θέση, βρίσκεται τώρα αποχωρισμένο από πολλά πράγματα που του ανήκαν όταν βρισκόταν εκεί». 

Ο Κατσίμπαλης αφού παραπονεθεί για την υγεία του  και την σταματημένη στο τρίτο κεφάλαιο μελέτη του στον Παλαμά -του λείπουν άλλα δέκα για να την ολοκληρώσει- γράφει:

                  Άλλο τίποτε δεν κάνω, μήτε καν διαβάζω

 

7.12.1931 ο Σεφέρης γράφει μεταξύ άλλων: «Η πίκρα μου είναι που είμαι δεμένος στην άλλη ρεματιά… Και να ξέρεις πως η ελάχιστη κίνηση του χεριού σου αξίζει περισσότερο από 70 οκάδες γραμμένο χαρτί» (τα μπάνια στα Μέθανα είχαν βοηθήσει την κίνηση του χεριού του Κατσίμπαλη).

Όσο για τον άλλο τίτλο που ο Κατσίμπαλης ζητούσε για το  «Παντούμ», ο Σεφέρης του απαντά: «Το είπα “νύχτα στην ακρογιαλιά” θα ήθελα να βρω μια λέξη που δίνει είτε το Nocturne είτε το Étude -νυχτερινό, νυχτιάτικο, σπουδή δεν με ικανοποιούν»… «Και τώρα άφησέ με να σ’ ευχαριστήσω μ’ όλη μου την αγάπη για όλα αυτά και περισσότερο για τη φροντίδα σου, όχι τόσο για τη Στροφή όσο για τη μετά-Στροφή». 

Πρωτοχρονιά 1932, ώρα 2 τη νύχτα, ο Κατσίμπαλης είναι μόνος, οι άλλοι έχουν πάει στον χορό στη Μεγάλη Βρετάνια… «μια άγρια σοροκάδα δέρνει αλύπητα τα πεύκα και το σπίτι (Τριανέμι γαρ), τρεις μέρες τώρα, ουρλιάζοντας σπαραχτικά και μπάζοντας νερά κάτω από τις πόρτες. Κοσμοχαλασιά!», «Θέαμα άγριο κι επιβλητικό». Γράφει την επιστολή και παραθέτει στίχους Εφταλιώτη, Μαλακάση, Παλαμά,  μιλάει για τον «Γιο του Ψηλορείτη», για την Άμυνα την «ευγενέστερη κι υψηλότερη εκδήλωση της ελληνικής φυλής ύστερ’ απ’ το 21». Του λέει πως επιστρέφοντας τραυματίας στην Αθήνα το 1916 παραλίγο να τυφεκιστεί μαζί με άλλους στη Θήβα όπου ο φρούραρχος είχε στασιάσει κατά του Βενιζέλου.

Στις 5 του μήνα, λίγες μέρες μετά, ο Σεφέρης του απαντά: «Η μεγαλύτερή μου  κρίση ήταν όταν έπεσε η Σμύρνη» και του στέλνει ένα σονέτο του Charles. gyu. Στις 9 του μήνα πάλι ο Κατσίμπαλης μεταφέρει την πληροφορία από τον Παλαμά: «Μου ανέφερε καταγοητευμένος κάποιο γράμμα  σου και ζήτησε να του εξηγήσω κάποιο κομμάτι από κάποιον Άι Γιάννη που αναφέρεις. Δεν μπόρεσα. Ούτε και αυτός. Πού πήγες και τον ξετρύπωσες πάλι αυτόν τον μυστήριο;». Ακολουθούν τα σχόλια για Δημαρά, Θεοτοκά, Καραντώνη, Παράσχο, Θρύλο, Άγρα, Κακλαμάνο… και τον συμβουλεύει: «Άσε την πολεμική σε μένα και στον Καραντώνη. Στον Καρ[αντώνη] προπαντός». «Δεν είναι ανάγκη να κατεβείς να κυλιστείς στα πεζοδρόμια και στ’ αυλάκια» … «να μη χάσεις την επαφή σου με το κοινό και προ πάντων να μη χάσει εκείνο την επαφή μαζί σου».  (Κι εδώ ας θυμίσουμε τη φράση του Οδυσσέα Ελύτη: Δεν λυπάμαι τον ποιητή που έμεινε χωρίς κοινό, αλλά το κοινό που έμεινε χωρίς ποιητή). 

Του Αγίου Γεωργίου, ο Σεφέρης στέλνει από το Λονδίνο μια κάρτα με τον Ιλισσό από το δυτικό αέτωμα του Παρθενώνα: «Για τ’ όνομά σου διάλεξα το μάρμαρό “μας” που αγαπώ περισσότερο εδώ πέρα. Τόσα χρόνια  έζησε ο ελληνισμός θα ζήσει και θα μας ταράξει κι εμάς και γενιές γενεών. Γεια και καλή καρδιά. Σε φιλώ. Σεφέρης».

Αλλά και τα πολιτικά δεν είναι έξω από την αλληλογραφία τους. Tο κλίμα αλλάζει, διαφαίνονται κίνδυνοι, γνωστοί προσπαθούν «άλλοι να με προστατεύουν … άλλοι, αστειευόμενοι, ξαμολάν φοβέρες», γράφει ο Κατσίμπαλης. 

Ο Σεφέρης αποφαίνεται για τους κριτικούς: «είναι βιολογικά φτιαγμένοι για να μαγαρίζουν ό,τι αγγίζουν» (επ. 72) και για να αποδείξει ότι δεν επηρεάζεται από τον Βαλερύ παραθέτει: Βιργίλιο, Σαίξπηρ, Έλιοτ, έξι αποσπάσματα Σέλλεϋ κι ένα ακόμα ίσως του Μαλαρμέ για να αποδείξει πως υπάρχει «μια συμπτωματική ομοιότητα».

«Η στέρνα είναι ένα σκάνδαλο μέσα στην ομορφιά της Αττικής Φύσης» γράφει ο Σεφέρης στην επ. 81, ενώ στην 82 σχολιάζει ο Κατσίμπαλης τον Καβάφη, που γνώρισε από κοντά και αλλάζει δυστυχώς η εικόνα που έχουμε από μακριά. 

Ο Σεφέρης θα μετακινηθεί από το Λονδίνο επειδή «Ο γέρος παραφέντης μου, που είναι ο μοναδικός και τελεσίδικος κριτής των μετατοπισμών μου, με διάλεξε, μ’ αποφάσισε και μ’ έστειλε χωρίς ν’ ακούσει κανέναν άλλο». Ο Κατσίμπαλης παραπονιέται πως οι φίλοι δεν του έστειλαν συνεργασίες για τα Νέα Γράμματα.

Ο Σεφέρης από την Κορυτσά (επ. 126, 7.1.37): «Οι βιοτικές συνθήκες εδώ είναι οι συνθήκες της εξορίας». Η παρέμβαση του  Τσάτσου στα Νέα Γράμματα, η δυσαρέσκεια του Καραντώνη που δεν θέλει τον Ελύτη στο περιοδικό (επ. 129), ο Καραντώνης πιέζεται οικονομικά, ο Κωστάκης δεν πληρώνει, ο Σεφέρης θα παρέμβει και θα διευθετήσει κάθε εκκρεμότητα (επ. 130). Με την επιστολή 149, 1939 κλείνει ο πρώτος τόμος.  Σε πολλά  θέματα που προαναγγέλθηκαν ήδη και βρίσκονται στον δεύτερο τόμο που είναι και ογκωδέστερος, θα επανέλθω, μόλις ολοκληρώσω τη μελέτη του.

Για την ώρα, θα ήθελα να πω πως αυτή η συχνή επικοινωνία, το ένα γράμμα πάει και το άλλο έρχεται, αυτά τα σχόλια των λογοτεχνών, τα προσωπικά, τα κοινωνικά, τα πολιτικά, τα εργασιακά, τα συγγραφικά κυρίως, μας δίνουν την εικόνα του ευρύτερου κλίματος της Αθήνας αλλά και του στενότερου, εκείνου του ασχολούμενου με την ποίηση και τους δρόμους της, την ικανότητα πρόσληψης της νέας ποίησης της οποίας εκφραστής ήταν εκείνη τη στιγμή ο Σεφέρης, τη «γκρίνια», μεγάλη δυστυχώς, για τη δυσκολία κατανόησης της μοντέρνας ποίησης, τις λογοτεχνικές διαφορές, παρανοήσεις, διαφοροποιήσεις. Μια αλληλογραφία θησαυρός που μας βάζει στο κλίμα των καιρών, στις δυσκολίες παντός τύπου, στις ψυχές των δύο αλληλογράφων. 

Οφείλουμε να εκφράσουμε τον θαυμασμό μας και την ευγνωμοσύνη μας στον Δημήτρη Δασκαλόπουλο που τόσο ωραία έστησε το σκηνικό για να παρακολουθήσουμε μια εποχή 100 χρόνια πριν και φυσικά η εικόνα θα ολοκληρωθεί με τον δεύτερο τόμο που είναι ακόμα ουσιωδέστερος για λόγους που θα φανούν.

                                

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.