Η Δάφνη Μαρία Γκυ- Βουβάλη είναι ποιήτρια, χρόνια τώρα, στην πρώτη γραμμή. Όμως, ξαφνικά, με Τα λόγια του ονείρου, σαν να βρίσκεται στο μεσοστράτι της ζωής, σαν Δάντης, κατά κάποιον τρόπο, αποφάσισε να μπει, όχι στο άγριο δάσος, αλλά στον κήπο των χαρίτων. Το πλοίο της αλλάζει πλεύση. Άφησε τις γνωστές και πολυσύχναστες παραλίες, σαν όλα να τέλειωσαν πια εδώ, να μπούκωσαν, δεν την χωράει ο κόσμος, σταμάτησε να αναζητά την απόμακρη Ιθάκη και, αφού τέλος δεν έχουν τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου, όπως μας είπε, και ποτέ δεν ξεχνάμε, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, πήρε ανάσα πιο βαθιά κι έφυγε για το όνειρο. Σαν να έκοψε τον ομφάλιο λώρο με τη γη, τον σπάγκο που την έδενε με τα συνήθη, αφέθηκε στο πνεύμα τ’ ουρανού να την παρασύρει, όπου εκείνο θέλει, όπου εκείνη θέλει.
Κι έτσι με ορθάνοιχτα μάτια μπαίνει στον κόσμο των εικόνων, των θαυμάτων, των χρωμάτων, των μαγικών μεταμορφώσεων, ακούει Τα λόγια των ονείρων, μια έναστρη ή σεληνόφωτη νύχτα στις ουρανοδρομίες της. Αφήνεται σε ρεύματα αέρος ή νερού, βαθιά ή ψηλά, στη νύχτα που σαν χταπόδι απλώθηκε, την κέρασε μελάνι σαν «βαθυκόκκινο κρασί / στ’ ουράνιου θόλου το ποτήρι».
Σε «Έν’ άστραμμα» του νου, η ποιήτρια εισχώρησε στη μαγεία, στο αχανές της νύχτας και του αγνώστου σαν να άκουσε την προτροπή του Μπωντλαίρ,
Plonger au fond du gouffre, Enfer ou Ciel, qu’importe ?
Au fond de l’Inconnu pour trouver du nouveau !
Αφέθηκε στη γλύκα του ταξιδιού και στην ομορφιά του ουρανού. Μας την περιέγραψε με κάθε δυνατή λεπτομέρεια. Και με μια απλή κίνηση, από τη γη προς τα πάνω και πάλι κάτω στον βυθό, ένωσε τα αντίθετα, στο άγνωστο παραδομένη.
37 ποιήματα και 10 ποιητικά πεζά ολοκληρώνουν την ονειρική της περιπλάνηση.
Σαν να ναι η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, ανακαλύπτει στις διαδρομές της στην αλφαβήτα του ουρανού. Θα βρεθούν μπροστά της τα «αλλόκοτα και ζωντανά / τα λόγια του ονείρου», «Πλεούμενα μ’ άφωνα πανιά», «Πήγασοι και Μονόκεροι», «των αστερισμών τα γιορτινά πυροτεχνήματα», «μορφές αλαφροΐσκιωτες» και είναι πολλά τα εργαλεία που η ποιήτρια αντλεί από το οπλοστάσιο της φαντασίας, τα οποία ανέκαθεν τροφόδοτησαν την τέχνη.
Οι ώρες γίνονται «ασημιά πέπλα», «διαμαντένιες χαρακιές», «Αμαζόνες με λυτές φωνές», νότες που χορεύουν τον χορό των ωρών (κι η σκέψη μας πετάει στον Ponchielli) . Δεν μπορούμε να μη νιώσουμε σαν παιδιά στην αγκαλιά μιας φαντασίας, πανδαισίας, μουσικής-ακουστικής, χρωματικής, της οποίας σκηνοθέτις είναι η ποιήτρια, η οποία όσο και αν φαίνεται πως βρίσκεται σε ελεύθερη κίνηση, σ’ ένα μπαλέτο ψυχής δοσμένη, μια χορωδία αγγέλων, μια ζωγραφιά ή πολλές ζωγραφιές, ένα παραμύθι ή πολλά παραμύθια, μας δανείζει με τα μάτια της και έναν νέο κόσμο που όλοι ίσως επιθυμούμε και από δειλία αποστερούμαστε.
Θα λέγαμε πως, επειδή ο άνθρωπος είχε ανέκαθεν ανάγκη να βγει από δεσμά του χώρου, αλλά και του χρόνου, έκανε αυτό το βήμα έξω από τον καιρό με βοηθό τη φαντασία, ενώ η σύγχρονη τεχνολογία πραγματοποίησε την πανάρχαια του αυτή επιθυμία. Μόνο που η Ποίηση και η Τέχνη το πέτυχε καλύτερα. Η ψευδαίσθηση του μετεωρισμού έδωσε χώρο στην ψυχή και αέρα στα πνευμόνια τους ανθρώπου. Το προαιώνιο αίτημα του ανθρώπου κάθε φορά που ένας ποιητής μας δείχνει τον δρόμο, το πώς σπάει κανείς τις αλυσίδες της πραγματικότητας και με ένα απλό βήμα έξω από το περίγραμμα, έξω από τον καιρό και την ανάγκη, στον αέρα, στον ουρανό, στη θάλασσα που βρίσκονται πλάι μας, στη γη μας, για να μας υπενθυμίζουν πως υπάρχει και η αιωνιότητα και η θάλασσα όχι για να προβληματιστεί, που όπως και να ’χει και αυτό διαρκώς συμβαίνει, αλλά απλώς για την κίνηση αυτή τη θεϊκή και εμψυχωτική. Χρυσή μου φαντασία στα βουνά καλημερίζω την ηχώ σου, θα έλεγα πειράζοντας λίγο τον στίχο του Ανδρέα Εμπειρίκου που αποδίδει στην ελπίδα και όχι στη φαντασία την ηχώ. Ωστόσο, και η ελπίδα μια φανταστική υπόθεση είναι που σε κάνει να πετάς.
Ω Σελήνη λευκή, στρογγυλή/ μαργαριτάρια στάζεις/φρέσκιες, πολύτιμες σταγόνες που λάμπουν στο σκοτάδι /δροσιά π’ αργοκυλά την ακριβή ζωή της / μέσα στους δαιδάλους τ’ ουρανού/ ερώτων δάκρυα χλωμά / αγνά και άσπιλα σαν αγγελούδια.
Πόσο κοντά βρίσκεται η ποιήτρια στον Ανδρέα Κάλβο όταν παρατηρεί πως τη νύχτα «το ψυχρόν της αργύριον ρίπτει η Σελήνη» και πόσο καλλιτεχνικά απέφυγε τον ήλιο της ημέρας και έδεσε τον μυθικό Δαίδαλο, που έφτιαξε τα φτερά της ελευθερίας, με τη νύχτα.
Σαν όνειρο της, λοιπόν, κυλούν όλα, όπου το ρευστό υλικό μετασχηματίζεται συνεχώς. Μετασχηματίζεται το δωμάτιό της σε μαγικό κουτί, στην πόρτα της συρρέουν τα ουρανοπλάσματα, φτερά, πέπλα, φορέματα, μαντήλια σε όλα τα χρώματα ξεδιπλώνονται στον ουρανό και ανάμεσά τους η ποιήτρια. Το φεγγάρι και αυτό μεταμορφώνεται, γίνεται γυναίκα και η γυναίκα που είναι και ποιήτρια μπορεί να εκδηλώνει την επιθυμία «να με δουν τα παιδιά να ξεκαρδίζομαι σα μεθυσμένο κρασί». «Φόρεμα παρατημένο στην άκρη του γιαλού θροΐζει φθόγγους», «Ένα δέντρο ριζώνει στου κρεβατιού μου τα σκεπάσματα / και ξεπετά κλαδιά στον ουρανό κάθε βράδυ» .
Αν θα ρωτούσε κανείς ποιο είναι το θέμα της νέας συλλογής της ποιήτριας, η πρώτη απάντηση, μέχρι εδώ, είναι: κανένα. Δεν υπάρχει θέμα, δεν υπάρχει δέσμευση με τίποτα. Τότε τι; Τότε υπάρχει το όνειρο εκείνο που δεν υπακούει σε κανόνες, αλλάζει τον κόσμο, όπως εκείνο θέλει, μόνο που εδώ, το πώς ορίζεται από την ίδια την ποιήτρια, η οποία αφήνεται σε ελεύθερη κίνηση, ελεύθερη πτήση -κατάδυση, ανάδυση- δεν έχει σημασία. Όλα κινούνται με βοηθό τον αέρα, με τα φτερά των αγγέλων, με το φως του ήλιου της σελήνης, των άστρων, με τα χρώματα και με τη μουσική. Σαν να χάνει τη βαρύτητα, σαν να ανασαίνει όλον τον καθαρό αέρα, σαν να γίνεται πουλί, φτερό και άγγελος, μωρό και τρυφερούδι παιδί. Και όσοι οι συνδυασμοί του απείρου, τόσοι και του ονείρου, τόσες και οι παραλλαγές και οι μεταμορφώσεις και ανατάσεις που επιχειρεί η ποιήτρια. Ένας χείμαρρος παραδείσιων εικόνων, χρωμάτων, αισθήσεων, ένας κατακλυσμός, ένας καταρράκτης σαν με όλα αυτά η ποιήτρια να επιδιώκει να μας πει πόσο πολύ έχει καταπιεστεί, έχει εγκλωβιστεί σε σχήματα και προγράμματα, και τώρα πια τόλμησε να σπάσει τα δεσμά. Και όσο δεν προσφέρει η πραγματικότητα μας το προσφέρει η Τέχνη…
Στα δέκα ποιητικά πεζά που ολοκληρώνουν τη συλλογή, τα πράγματα αλλάζουν κάπως αλλά σιγά σιγά, σαν το διαστημόπλοιό της να ξαναμπαίνει στην ατμόσφαιρα, αρχίζει να ξαναφαίνεται η καμπύλη της γης. Και πρώτη πρώτη η «Βηθλεέμ», ο τόπος που γέννησε την ελπίδα, το «ρουμπινί δωμάτιο», ο «χορός, το γαϊτανάκι των ονείρων», το «ξάστερο σκοτάδι», που θα μας δώσει τη θρησκευτική μας ιστορία δοσμένη με τρόπο ποιητικό και τον Θεό παρόντα. Η ποιήτρια θα αναζητήσει την «πηγή της γνώσης», θα βρει στο χέρι της τη μαγική «χρυσή αλυσίδα», σαν να υπαινίσσεται πως όλα στο χέρι μας είναι, θα βρει στο υπόγειο μια πλατιά μαγική πολιτεία, παραλία, δελφίνια, φάλαινες και καρχαρίες και έτσι θα ξαναμπεί στον συγκεκριμένο κόσμο, μια θάλασσα γεμάτη προβλήματα, ενώ μια βραχονησίδα ή σκάφος και μια δυσάρεστη οσμή σαν δυο απελπισμένα δάχτυλα υψώνονται έξω από τη συμφορά και τη μόλυνση, για να διαμαρτυρηθούν και να εκπέμψουν Σ.Ο.Σ.
«Ω Σελήνη λευκή, στρογγυλή, των μυστηρίων τ’ ουρανού μητέρα…. Κι ύστερα, η προδοσία… Από τον πέμπτο όροφο στο χάος…». Στο τελευταίο κείμενο θα βρούμε συνοπτικά και τη σύγχρονη ιστορία∙ τον Γλέζο, τον Σάντα, τους Τούρκους, την Κύπρο…
Και τώρα πια νομίζω πως η ποιήτρια δεν περιηγήθηκε στα όνειρά της για να ξεφύγει από την πραγματικότητα, αλλά μάλλον για να βρει την αληθινή πραγματικότητα και να δούμε μαζί της ότι ο κόσμος είναι όμορφος, όπως στα όνειρά μας. Μετά επέστρεψε και προσγειώθηκε σ’ αυτήν γεμάτη από την πίκρα των δεινών και τους νεκρούς που περιμένουν δικαίωση ασφαλώς.
Η Δάφνη Μαρία Γκυ-Βουβάλη μας έδειξε με τις γόνιμες περιπλανήσεις της ότι, όπου και αν γίνονται αυτές, στη γη στηρίζονται και στη ζωή αναφέρονται. Είναι το όνειρο που δείχνει πως η ζωή καταξιώνεται και είναι στο χέρι μας να την βοηθήσουμε να το επιτύχει.