You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Δημήτρης Κοσμόπουλος, Pixels, εκδ. Κέδρος, 2020

Ανθούλα Δανιήλ: Δημήτρης Κοσμόπουλος, Pixels, εκδ. Κέδρος, 2020

Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος έχει τιμηθεί με τα βραβεία «Λάμπρος Πορφύρας» της Ακαδημίας Αθηνών (2005), το Διεθνές Βραβείο «Κ.Π.Καβάφης» , για το σύνολο του έργου του (2013),  το Βραβείο Ποιήσεως «Κώστα και Ελένης Ουράνη» για την ποιητική συλλογή Θέριστρον (2018) και με το Βραβείο Ποιήσεως «Ζαν Μωρεάς» επίσης, για το Θέριστρον (2019).

Η νέα ποιητική του συλλογή με τον τίτλο  Pixels  μας δίνει την αφορμή να ανοίξουμε παρένθεση και να θυμίσουμε ότι, πριν από πολλά πολλά χρόνια, οι κριτικοί είχαν επισημάνει στα ποιήματα του Νίκου Καββαδία ασυνήθιστες για τα ελληνικά πράγματα ομοιοκαταληξίες, δηλαδή ελληνικές λέξεις να ομοιοκαταληκτούν με ξένες. Γραμμένες μάλιστα με λατινικούς χαρακτήρες- για Αγγλικές λέξεις πρόκειται άλλωστε- που ξένιζαν ευχάριστα τότε και έγιναν συνήθεια στη συνέχεια.

Το πράγμα από τότε μέχρι σήμερα εξελίχτηκε αρκούντως και οι ξένες λέξεις καθώς και οι επιστημονικοί όροι, από χώρους που καμία σχέση δεν έχουν με την ποίηση, έκαναν έφοδο και άλωσαν όλα τα πεδία, από τα ποιητικά βιβλία έως τις διαφημίσεις στην τηλεόραση. Αυτό σημαίνει πως δεν είναι το «τι» αλλά το «πώς»  ο ποιητής ενσωματώνει και ποιητικοποιεί το μη ποιητικό που έγινε μέρος της ζωής μας. Πίξελς λοιπόν, αλλιώς εικονοστοιχεία, ή, τέλος, ψεύτικη ζωή, ψεύτικος κόσμος. «Ψυχή μου είσαι κατσίκα», έλεγε ο μέγας Καζαντάκης, «πεινάς, γράφεις τη λέξη ψωμί πάνω στο χαρτί και τρως το χαρτί». Ούτε που θα μπορούσε να φανταστεί τη λέξη «πίξελς» και όμως για «πίξελς» μιλούσε, αν και το καζαντζακικό χάρτινο ψωμί ήταν οι μεγάλες ιδέες.  Ένα αναποδογύρισμα της πλατωνικής ιδέας και τανάπαλιν.

Τα Pixels του Δημήτρη Κοσμόπουλου μιλούν για τον κόσμο μας, για το ανοίκειο που έγινε οικείο, ενώ μία, αιωρούμενη, χωρίς τεκμήρια χειροπιαστά, εντύπωση μας προετοιμάζει για κάθοδο στον Άδη σαν εκείνη που πραγματοποίησαν παλαιότεροι επιφανείςˑο ομηρικός Οδυσσέας, ο Αινείας, ο Βεργίλιος, ο Δάντης, ο προαναφερθείς Καζαντζάκης (με τον τρόπο του) και πλήθος άλλοι, οι οποίοι συνάντησαν τις σκιές των πεθαμένων και συνομίλησαν μαζί τους. Βρήκαν, εν είδει οράματος, το simulacrum άυλο όμως, εκείνου που ήταν κάποτε άνθρωπος, να ορθώνεται ηγεμονικό στον κόσμο των Πίξελς.  Η υποψία μας είναι πως για μια κάθοδο στην Κόλαση, κατά κάποιον τρόπο, για μια Θεία Κωμωδία πρόκειται αλλά με τον τρόπο του Δάντη του Δημήτρη Κοσμόπουλου. 

Η αρχαία μυθολογία θάλλει από παρόμοια τεχνάσματα, ενώ μια άλλη σύγχρονη στηριγμένη στην ιδέα εκείνης αναβαθμίστηκε τεχνολογικά. Ο ποιητής εισβάλλει στον κόσμο των Πίξελς,  ομοιωμάτων, εργαλείων της   εξαπάτησης που «κ η τέχνη σ’ τέτοιο κάμωμα ενίκησεν τη Φύση» καθώς μας λέει ο ποιητής του Ερωτόκριτου. Μια ψεύτικη αλήθεια έχει αλλοιώσει την Αλήθεια.

Τα παίρνω από την αρχή. Η συλλογή περιλαμβάνει τριάντα πέντε ποιήματα, με λατινική αρίθμηση, τα περισσότερα σονέτα, αλλά και πάσης άλλης τεχνοτροπίας, παραδοσιακής και μοντέρνας, όπως εκείνο το υπ’ αριθμ. XXV «Δημώδες σε ρυθμό hiphop», πράγμα που μας κάνει να πικροχαμογελάσουμε (ιδού η κωμωδία). Ίσως όμως μόνο να στοχαστούμε πρέπει. Και αν συνυπολογίσουμε και άλλα στοιχεία της συλλογής, όπως το τριπλό μότο, ίσως πάλι επιβεβαιωθεί η υποψία, την οποία βεβαίως αποδομούν τα πολλά «ίσως», αλλά υποστηρίζει το τριπλό μότο. Το πρώτο μότο από την Κόλαση του Δάντη μιλά για την είσοδο στην πόλη της αιώνιας θλίψης και οδύνης. Το δεύτερο από την Ασπασία του Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού διαδραματίζεται σε τόπο όπου θερίζει «της λοιμικής το δρεπάνι» και, τέλος, στο απόσπασμα από το ποίημα «Broken Dreams» του William Butler Yeats, ο ήρωας κατέληξε να συνομιλεί με μια αερένια εικόνα.

Δεν είμαστε, επομένως, μακριά από το να θεωρήσουμε ότι ο Κοσμόπουλος μας μπάζει στην δική του, σύγχρονης μεταφοράς, δαντική Κόλαση. Έχει, άλλωστε, μπεί «για καλά στο ναρκοπέδιο» όπως λέει ο Οδυσσέας Ελύτης και οι τιμές που του έχουν επιδαψιλευτεί, τεκμηριώνουν τη δυνατότητα για μία τέτοια είσοδο. Κάτι που ακόμα έρχεται να συμβάλει στην δημιουργηθείσα υποψία είναι και ο αριθμός των ποιημάτων. Ο Δάντης μπήκε στην «πόλη της οδύνης» όταν είχε περάσει τα 35 χρόνια που είναι το θεωρούμενο μέσο της ζωής, οπότε έχει την ωριμότητα για το εγχείρημα, να επιχειρήσει να κατεβεί τα 35 ποιήματα- βήματα στην δική του ανάλογη πόλη.

 

Η δαντική Κόλαση αρχίζει ως εξής:

                                     Nel mezzo del cammin di nostra vita

                                     mi ritrovai per una selva oscura

                                     ché la diritta via era smarrita.

 

              Μες στα μισά του δρόμου της ζωής μας

              Σε μαύρο δάσος βρέθηκα χαμένος

              Απ’ την ορθή οδό λοξοδρομώντας

                      (Εκδ. Ευρασία, μτφρ. Δημήτρης Μαυρίκιος, Άσμα 1ο)

Από την λοξή οδό πάει κανείς στην Ποίηση, όχι από τη λεωφόρο, παρακάμπτοντας την ορθολογισμένη «ευθεία» που μαθαίναμε πάντα. Και αυτή η οδός αρχίζει από τον χρόνο της κύησης

 

Πιάνεις το νήμα από τα τέλη Νοεμβρίου

να φτάσεις στου κρυφού σου χρόνου τη σπηλιά,

μήνες εφτά ύφαινες κερί σε στάση εμβρύου

κι ήρθεν ο Μάης με τις μέλισσες και τα πουλιά

 

Γεννήθηκε με τις δροσιές του Μάη, με τους χρυσούς καπνούς και το χρυσό αγέρι, στην προέκταση του Σολωμικού Απρίλη, όταν όλα στη Φύση είναι ωραία και όταν όλα μετά γίνονται Κόλαση. Η άνεση της φυσικής άπλας χάνεται, το δάσος με δέντρα γίνεται πόλη με πολυκατοικίες, με τα μικρά τετραγωνισμένα κουτιά – διαμερίσματα και σ’ αυτά μέσα άλλα μικρότερα κουτιά, οι τηλεοράσεις, δείχνοντας στους θεατές όλα τα ωραία και λαμπερά ψεύτικα, Pixels, που κάνουν τα μάτια να λαχταρούν και ποτέ να μην χορταίνουν. Θεατές δοσμένοι όλοι στην παραίσθηση και

 

των διαφημίσεων ηδονές και ανομία

Στου μηδενός τα νύχια, στης απάτης τις αιώρες

κλεισμένοι μες στους τάφους διψούμε νέες χώρες

 

σαν τους Καρυωτακικούς Δονκιχώτες που απέκτησαν  «ανύπαρχτο βασίλειο». Έτσι κατέληξε η ζωήˑ εικονική. Ο ποιητής από την άλλη, πάντα με άγρυπνα τα μάτια της ψυχής, παρατηρεί ότι

 

… του νου σου το όρνεο το αναιδές

πεινάει για τις έφηβες επιθυμίες.

Ωστόσο, το ποίημα πιο κάτω αλλάζει γιατί ο ποιητής παρατηρεί ότι

………………………………………

Ήρθε η στιγμή, η στοργική γιαγιά, η μνήμη,

να βάλει  λάδι στις πληγές…

βροχής νερό σε κάθε ξέρα  και φωτιά,

να του ξεπλύνει τρυφερά μάτια και αυτιά

και με τα δάκρυα της καρδιάς να το κηδέψει,

ως μυροφόρα, καθαρίζοντας τη σκέψη.

 

Δεν είμαστε πολύ μακρυά από το Ελυτικό «Βάμμα του γλαυκού στα χείλη» ή από το Καλβικό («τα μυρισμένα χείλη της ημέρας φιλούσιν το αναπαυμένο μέτωπον της οικουμένηςˑφεύγουσιν όνειρα σκότος» (Ωκεανός θ΄) για να δούμε πως η επιστροφή στην καθαρή ιδέα και  ουσία γίνεται με τα αληθινά υλικά.

 

Δεν είναι λίγες οι φορές που οι αγαπημένες φωνές των μεγάλων μας ποιητών βαθιά χωνεμένες στην μνήμη γιαγιά» αναδύονται και μπερδεύονται με «πετρώματα του μίσους και πολεμοφόδια», «αίμα» και «μεθυσμένα φωτόνια» για να μας στείλουν τα μπερδεμένα μηνύματα σαν των Σεφερικών μαντατοφόρων.

Έτσι με ήχους ιαματικούς, θρησκευτικούς και ποιητικούς, αφομοιωμένος μέσα του ο Κοσμόπουλος μεταποιεί εαυτόν σε σώμα και αίμα πατρίδας γης, αίρων, σε άλλο μέγεθος, τα δεινά του κόσμου μας. Στην λιτή πλατωνική σπηλιά βρίσκει όλα τα απόβλητα της υπερσύγχρονης τεχνολογίας, όλα τα τεχνητά απαραίτητα-άχρηστα, όλα αναπαλαιωμένα και αναβαθμισμένα, όπως παλιοί ιοί με νέο όνομα επανέρχονται ισχυρότεροι και απειλητικότεροι, ενώ οι κύκλοι της Κόλασης διαδέχονται τον κακό ο χειρότερος.

Ο ποιητής δεν θα ξεχάσει τους μεγάλους απόντες. Στο XXΙV ο Παλαμάς θα εμφανιστεί με τον δικό του τρόπο, στο XXV δημώδες και hiphop, θα εξισορροπήσει την αντινομία του χορευτικού με το πένθιμο, του δημώδους με το μοντέρνο, τον παραδοσιακό Χάροντα καβάλα που «οπού βρει δέντρο το χτυπά, νεράκι το θολώνει» με τη λεβεντιά στα μέτρα του δημοτικού τραγουδιστή «Αν είναι να ’ρθει θάνατος, μην έρθει με μαράζι/ μα μ’ ένα χάδι σου ας ερθεί και με τον διακαμό μου». Κι αυτός ο «διακαμός» μας κάνει όλους Παπαδιαμαντικούς νοσταλγούς (3 Ιανουαρίου 1911 κοιμήθηκε). Στο XXVΙ ακούγεται ο Καρυωτάκης, υπάρχει μια γωνιά για τον Σουρή και μία για τον Ραγκαβή, τον Δάντη, τον Καμύ… όπου το επαναλαμβανόμενο «Θα», είναι του θάνατου η πρώτη συλλαβή: «Θα αναρτήσω», «Θα ’χω φωτογραφία», «θα αναφερθώ πλαγίως στους μεγάλους

Ένα ένα τ’ ανεβαίνω τα σκαλιά.

Επίκειται το επόμενο βραβείο,

Με τη δόξα, στο βάραθρο αγκαλιά.

 

Ανεβαίνω-βάραθρο, η ψευδαίσθηση και η αποδόμησή της. Ένα memento mori το ποίημα, ένας αυτοσαρκασμός πάνω στην ανθρώπινη φιλοδοξία που ο θάνατος ισοπεδώνει.

Ο ποιητής δεν θα ξεχάσει τις μεγάλες εορτές, τους «ανιόντες» (XXXΙΙΙ) και τον «κατιόντα», εκείνους που έφυγαν… Θα γίνει ο ίδιος ο μυστικός φορέας και κρίκος ιερός που με το πέραν του Ιησού μας ενώνει, με την Ανάληψή του με τον θάνατό μας συμφιλιώνει, με εκείνου το σώμα, κορμί και χώμα, σταφύλι και αίμα μας κοινωνεί, με τα «χελιδόνια μηνύματα», σιωπές στο «φύλλωμα του δέντρου» μας ετοιμάζει για το μεγάλο μήνυμα. Δεν θα ξεχάσει «Το Πάρσιμο της Πόλης» κάθε φορά στις 29 του Μάη και πάντα Τρίτη και αποφράδα, ενώ με το XXXΙV και το XXXV θα κλείσει τον κύκλο στα δεινά ανθρώπων και Φύσης,  προσφέροντας και αφαιρώντας ελπίδα σε ίσες δόσεις…

Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος ταξίδεψε στη σύγχρονη μας χώρα του Δάντη, έκανε την σπουδαία κάθοδο, είδε τα μακρινά μέσα από τα κοντινά, το μικρό με το μέγα, έδωσε με το παράδειγμα της διαφοράς τους την αγωνία του για τον κόσμο μας. Κρατώ για τέλος το γριφώδες απόσπασμα:

Μιαν άνοιξη πέρα από τις οθόνες είναι να ’ρθεί. Εν θέρει και έαρι το ρίγος της θαλάσσηςΠάνω στη στάχτη σας αφήνω οδηγίες. Να βρείτε το ασανσέρ για ουρανό…

Το εξώφυλλο κοσμεί το έργο «σινική μελάνη» του Τάκη Σινόπουλου, 1962, και τη σύνθεση έχει κάνει η Ξένια Τρύφων. Υπηρετεί και αυτό, με τον τρόπο του, την είσοδο στον κόσμο των Pixels του Δημήτρη Κοσμόπουλου.

 

                                                 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.