Ο Γιώργος Κεντρωτής, Καθηγητής μεταφραστής πολλών μεγάλων ποιητών και έργων Ευρωπαίων – Μπωντλαίρ, Μπρεχτ, Πεσόα- και αρχαίων, όπως Παλατινής Ανθολογίας, τώρα ανέλαβε ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΙΤΑΛΙΚΑ του Σολωμού και μας ενημερώνει εξ αρχής πως στην εργασία του ακολουθεί μια μετάφραση αμιγώς ποιητική, η οποία δεν εξαντλείται στα φιλολογικά, έχει λάβει σοβαρά υπόψη του βεβαίως τη φιλολογία αλλά «στοιχειοθετεί ενιαία ποιητική επιλογή και πρόταση». Και ακόμα, στο «Προλογικό Σημείωμα» και στα «Επιλεγόμενα» επιμένει πως «το μετάφρασμα επιτελέστηκε κατά μίμηση του Σολωμού – και δη προγραμματικώς και ενσυνειδήτως».
Το ιταλικό υπόδειγμα στηρίχτηκε στην έκδοση του Λίνου Πολίτη «Διονυσίου Σολωμού/ Άπαντα/ …/ Πεζά και ιταλικά» Ίκαρος Αθήνα 1955. Για φιλολογικά σχόλια και άλλες πληροφορίες μας παραπέμπει στον Λίνο Πολίτη, του οποίου η έκδοση ήταν η πρώτη πλήρης «συγκεντρωτική και συνάμα εξαντλητική και δη υπό μορφή βιβλίου». Η δική του μετάφραση διαφέρει από εκείνην του Λίνου Πολίτη, διότι εκείνη ήταν σε πεζή μορφή, ενώ η τωρινή δική του είναι έμμετρη.
Αναφέρει όλους τους προγενέστερους που ασχολήθηκαν με τα Ιταλικά του Σολωμού, κρίνοντας σε ποιον οφείλει να κάνει ιδιαίτερη αναφορά∙ στον Λοδοβίκο Στράνη, φίλο του Σολωμού ο οποίος εξέδωσε στην Kέρκυρα το βιβλίο: Rime improuvisate dal Nobil Signore Dionisio Conte Salamon Zacintio, Corfu, Nella Stamperia del Guverno, η οποία έγινε με την έγκριση και την εποπτεία του ίδιου του Σολωμού και, «ας το υποκρύπτει -για οποιονδήποτε λόγο- ο Στράνης», (η νύξη απευθύνεται στους περίεργους).
Σε άλλη μεταφραστική του εργασία ο Κεντρωτής έγραψε τη σημαίνουσα φράση Nec ut interpres, sed ut orator, πράγμα που συνάδει και με την παραπάνω φράση του: «το μετάφρασμα επιτελέστηκε κατά μίμηση του Σολωμού – και δη προγραμματικώς και ενσυνειδήτως». Και όταν κανείς μεταφράζει από μια γλώσσα συγγενική σε μια άλλη, πάντα υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να μεταφραστεί, δυνάμει όμως μπορεί. Επίσης η κάθε γλώσσα έχει στοιχεία πολλά που διαρκώς αλλάζουν μέσα σε ένα γλωσσικό πλαίσιο. Τελικώς θα κρατήσουμε το ότι «Η μετάφραση είναι μια διαδικασία κινήσεως, ειδικώς και τελικώς «επιτέλεσμα ρητορικό». Κατόπιν τούτου η μετάφραση είναι και αυτή «ποιητική τέχνη».
Το πλάτος και το βάθος των γνώσεων του Γιώργου Κεντρωτή είναι τέτοιο που του επιτρέπει να καταβυθίζεται στους αρχαίους συγγραφείς αλλά και στους ευρωπαίους από όπου αντλεί τα επιχειρήματά του και τεκμηριώνει τις μεταφραστικές του προτάσεις.
Τα ποιήματα παρατίθενται στα ιταλικά και στη δεξιά σελίδα η μετάφρασή τους. Σύνολο 541 σελίδες.
Ο αναγνώστης που γνωρίζει ιταλικά θα έχει τη ευχέρεια να τα απολαύσει και στο πρωτότυπο και στην ελληνική εκδοχή. Όσοι όμως ξέρουν το έργο του Σολωμού θα δουν το μεταφρασμένο κείμενο σαν να είναι πρωτότυπο …
Τα ποιήματα είναι διαποτισμένα από τη θρησκευτική πίστη, τον σεβασμό και την αγάπη. Το πρώτο «Ιεροσολύμων Άλωσις» εκτείνεται σε 20 σελίδες, -ιταλικό και ελληνικό- στο οποίο ο αναγνώστης θα διακρίνει την παρουσία του Θεού, πίσω από τα σύννεφα, ενώ κάτω στη γη περιφέρεται η συμφορά. «Η Άγνοια η δοκησίσοφη με τη στιλπνή κορώνα», «η Σκληρότης με το τρίδιπλό της φίδι», «η Τρυφή … της σχόλης δούλα… των ηδονών ο λύκος», η Ακολασία, η Ασέβεια, οι άλλες Αμαρτίες και «τέρατα παμποίκιλα που γιομίζουνε το φόρο». Εν ολίγοις ο ποιητής, χωρίς να έχει κατεβεί στον Άδη, στην Κόλαση του Δάντη, βλέπει τον κόσμο βουλιαγμένο σε μία κόλαση με όλες τις ηθικές συμφορές. Τελειώνει με τον Χριστό στον Σταυρό και με τη προφητεία:
«Θα πέσεις ! Λίμνη το αίμα σου μεγάλη /εγίνη, και εκεί μέσα πνίγεσαι, και σε χτυπάνε/ σπαθιά, κι αλλόφρονη στα ουράνια στρέφεις το κεφάλι./ Μα οι βλοσυροί ουρανοί στο βλέμμα σου χαμογελάνε» (1815).
Πάνω στο ίδιο θέμα κινείται και «Η Ωδή για πρώτη Λειτουργία», επίσης και «Το σονέτο πάνω στο ίδιο θέμα» (Νο 4 και 5). Το κλίμα αλλάζει στο «Γαμήλιο σονέτο» όπου αναδύεται ρομαντική, αισθαντική και θεϊκή η εικόνα της κόρης.
Την ενότητα «Rime improvvisate» / «Εξ απροόπτου Ρίμες» (1822,1823) απευθύνει στον Ούγο Φόσκολο. Στην εισαγωγική του επιστολή, ο Λοδοβίκος Στράνης, μεταξύ άλλων αποφαίνεται για τη μεγάλη αξία του Φόσκολου, ο οποίος λαξεύει τον στίχο σε «πορφυρίτη λίθο». Πολλά ποιήματα φέρουν μότο από την Παλαιά Διαθήκη – Άσμα Ασμάτων, Ησαΐα, Σολομώντα, Παροιμίες- άλλα φέρουν μέσα σε παρένθεση τη φράση «Με ομοιοκαταληξίες προσυμφωνημένες». Άλλα πάλι είναι σκωπτικά και κωμικά όπως το «Στον Εντιμότατο Δετόρο Διονύσιο κόμητα Ροΐδη, Καθηγητή σάματι να ’ξερα κι ελόγου μου ποιανού πράγματος», από όπου μας έρχεται και το τρίστιχο «Μα σκολιαρούδι θα ’πρεπε εγώ να ’μουν τώρα ακόμα/ να σου ριχνα σαΐτα το σκαρπίνι στην κεφάλα/ ή, μα το Θεό, καλύτερα να σ’ το ’χωνα στο στόμα»!!! όπου προβάλλει ένας αλλιώτικος Σολωμός.
Στην ενότητα «Πεζά (Επικήδειοι και άλλα) της εποχής της Ζακύνθου» (1818-1828), έχουμε κείμενα για τον Δετόρο Σπυρίδωνα Γρυπάρη, «Σκέψεις επί της Μπαλάδας του Σχίλλερ, Ο Κόμης του Αψβούγου», «Εγκώμιο στον Ούγο Φόκολο», με την αστραφτερή δύναμη των ματιών του, τη ζωηράδα της ομιλίας τους, τη γρηγοράδα του βαδίσματός του και τα άλλα προσόντα με τα οποία τον εγκωμιάζει ο ποιητής στο μακροσκελέστατο πόνημά του.
Στην ενότητα «Ποιήματα και Πεζά Σχεδιάσματα της Τελευταίας Δεκαετία» (1847-1857), το ποίημα «Το ελληνικό Πλοιάριο» θα μπορούσε τηρουμένων των αναλογιών να είναι το «πλοίο διαρκείας η χώρα μου» ή το «Τρελοβάπορο» του Οδυσσέα Ελύτη που «απ’ το ’να πέλαγο τραβώ γραμμή για τ’ άλλο», λέει ο Σολωμός «Από τη μέση του εγκρεμού στη μέση του άλλου πέλαγου», λέει ο Έλύτης στον Ήλιο τον ηλιάτορα. Και μπορεί να πρόκειται απλώς για κοινό τόπο αλλά και τίποτα δεν αποκλείει τη γόνιμη επίδραση του ενός στον άλλο ποιητή.
Επίσης μέσα στα «Ιταλικά» θα δούμε φράσεις και στίχους μνημειώδεις όπως «στην πέτρα την καλή και το ξερό χορτάρι», που την βρίσκουμε με ελαφρά παραλλαγή και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους.
Μια άλλη διαμεσλαβημένη σχέση αποτελεί και το ποίημα «Σαπφώ», όπου η ποιήτρια μιλάει για μια γυναίκα σαν εκείνη τη σολωμική grand diva που της είπε: «Να ζήσεις πάρε λίγα χρόνια μες στες θλίψες / στης γης τη ράχη που θα σε θαυμάζει», στίχοι που ανακαλούν το απόσπασμα από τη Μαρία Νεφέλη, πάλι του Ελύτη «Τούτες είναι οι θλίψες οι μεγάλες /΄και αυτές θα γραφτούν στο πρόσωπό σου…» Βεβαίως και στο ελυτικό ποίημα ο λόγος προέρχεται από πρόσωπο μέσα από όνειρο, το οποίο αποκτά μεγάλη αληθοφάνεια. Ακολουθούν τα σονέτα για τον «Ορφέα», «Εις τον θάνατον του Στυλιανού Μαρκορά» και άλλα. Από τα πεζά «Η Ελληνίδα Μάνα» θεματικά μας θυμίζει το γνωστό ποίημα. Σημαντικό κείμενο είναι το επιγραφόμενο «Η Γυναίκα με το μαγνάδι», η οποία παραπέμπει στην ιδέα, την απροσδιόριστη εκείνη θεά που το μαγνάδι της προσδίδει κάτι το υπερκόσμιο αλλά πρόκειται για την πραγματική αγαπημένη του Σολωμού, όπως θα δούμε πιο κάτω στα «Προλεγόμενα του Καλοσγούρου στα Ιταλικά του Σολωμού» Ο Σολωμός την βλέπει στο τέλος φωτοστεφανωμένη, σαν μία άλλη εκδοχή της Φεγγαροντυμένης.
Στα «Επιλεγόμενα» ο Γιώργος Κεντρωτής θα μιλήσει για τη μεταφραστική διαχείριση των ιταλικών του Σολωμού, θα «ιχνηλατήσει τα βήματα του συγγραφέας (ποιητή στην προκειμένη περίπτωση) αποπειρώμενος να τα ξανακάνει. Επιλέγω ψηφίδες: «Το μετάφρασμα που προτείνεται σε τούτο το βιβλίο, προϋποθέτει όλον τον Σολωμό». «Η γλώσσα του “ιταλού” Σολωμού έχει βιβλική στάμπα», η κατ’ εξοχήν σολωμική ιδέα ήταν να επιτύχει «να ποιήσει “in modo misto genuine”, είδος μιχτό αλλά νόμιμο κατά τον Πολυλά. Δηλαδή μείγμα συγχρονίας και διαχρονίας, δημοτικών και λόγιων τύπων με υπεροχή των δημοτικών καθώς και του πανελληνίως γλωσσικού υλικού, και σαν επιτέλεσμα να είναι τα πάντα και κάτι άλλο, αδιακρίτως∙ «είναι κάτι άλλο μεν, αλλά ταυτόν εν τέλει».
Το βιβλίο είναι πολύτιμο, όχι μόνο ως βοήθημα για κάποιον που αγαπά τον Σολωμό αλλά και γοητευτικό αφήγημα για όποιον έχει επικοινωνήσει με την προσωπικότητα και το έργο του μεταφραστή.