Το Φωτόνιο Τέχνης και Πολιτισμού ξεκινάει μια πορεία στο θεατρικό γίγνεσθαι με το έργο της Βίλιας Χατζοπούλου Εγώ δεν είμαι ο Μάνθος Μανδηλάκης.
Η αφορμή για το έργο είναι η μεγάλη απεργία του 1929 στο εργοστάσιο Φωταερίου, το οποίο τροφοδοτούσε με φως όλη την Αθήνα. Στην πόλη απλώθηκε το απόλυτο σκοτάδι, με ό,τι συνεπάγεται αυτό σε οικονομικό και ηθικό επίπεδο. Και εδώ άρχισε η δραματουργία που έφερε στην επιφάνεια ό,τι κρύβουν οι άνθρωποι μέσα τους. Με αυτά τα άδηλα πάθη οι ήρωες «θα οδηγήσουν την ιστορία ηθικά, κοινωνικά, πολιτικά», υποστηρίζει η σκηνοθέτις.
Στο έργο παίζουν πέντε γυναίκες και δύο άντρες. Οι ρόλοι όμως είναι δύο. Ο Μάνθος Μανδηλάκης, τον οποίο υποδύεται ο Ηλίας Βαλάσης, και ο Εμμανουήλ Στέφος, τον οποίο υποδύεται ο Αντρέας Τσιλιβαράκος. Τα άλλα πρόσωπα –οι πέντε γυναίκες του θιάσου- αποτελούν τον χορό μιας τραγωδίας που παίχτηκε με τη Μοίρα, άτυπη πρωταγωνίστρια. Ωστόσο, οι δυο ρόλοι επιμερίζονται και στις πέντε γυναίκες, οι οποίες δεν παρενδύονται για να υπηρετήσουν τον ρόλο, αλλά, με τα φυσικά φορέματά τους, μιλούν ωσεί εκείνοι, σαν μια άδηλη αφηγηματική φωνή που κατά κανόνα ήταν γυναίκα και καλείται να ξαναθυμηθεί την ιστορία. Κάθε μία θα δώσει από την πλευρά της τη συναισθηματική εκδοχή της ψυχής των δύο ηρώων, τα πολλά επίπεδα της μιας και μοναδικής προσωπικότητας του καθενός. Έτσι, δεν θα είναι ένας Μανδηλάκης και ένας Στέφος, αλλά εφτά συνολικά φωνές, που θα αναλάβουν να πούνε την ιστορία για να μην ξεχαστεί.
Το έργο αρχίζει με τον έναν ήρωα, ο οποίος φωνάζει το όνομά του –είμαι ο Εμμανουήλ Στέφος- και επιμένει πως δεν είναι ο Μάνθος Μανδηλάκης, όπως είναι και ο τίτλος του έργου. Και είναι η περίπτωση που ένας άνθρωπος γίνεται ήρωας ή αντιήρωας, κατά λάθος ή από μια διαβολική απρόσμενη συγκυρία. Θυμάμαι πρόχειρα τον Δράκο του Νίκου Κούνδουρου και τον Καγκεμούσα (Σωσία) του Κουροσάβα. Και οι δύο πέθαναν αποδεχόμενοι τον ρόλο του «άλλου». Εγώ είναι ένας άλλος λέει ο Αρθούρος Ρεμπώ, για να δείξει ότι άλλος είμαι και άλλος φαίνομαι. Ο νους μας τρέχει και στο I am Spartacus στην περίφημη ταινία Σπάρτακος, όπου όλοι αναλάμβαναν την ευθύνη για την εξέγερση των σκλάβων κατά της Ρώμης. Εδώ, εκ του αντιθέτου: Εγώ δεν είμαι ο Μάνθος Μανδηλάκης.
Εγώ ονομάζομαι Εμμανουήλ Στέφος. Δεν είμαι ο Μάνθος Μανδηλάκης. Όχι, δεν είμαι ο κουρέας. Δουλεύω εργάτης στο εργοστάσιο φωταερίου, απ’ το ’23. Έξι χρόνια, τώρα. Και ξεκινάει την ιστορία του για να μας πείσει ότι δεν είναι αυτός που νομίζουν οι άλλοι ότι είναι: ο Μανδηλάκης. Παράλληλα όμως ο νεαρός αυτός που ήθελε να μάθει γράμματα αλλά δεν έμαθε, που ήθελε να γίνει δάσκαλος αλλά δεν έγινε, που ήθελε να παντρέψει τις αδελφές του αλλά δεν τα κατάφερε, φέρνει στην επιφάνεια όλα τα πάθη και παθήματα ενός φτωχού ανθρώπου που αγωνίζεται να επιβιώσει. Που ήταν φτωχός ψαράς και έγινε φτωχός εργάτης στο φωταέριο. Που υποσχέθηκε στον πατέρα του να παντρέψει τις αδελφές και δεν τήρησε την υπόσχεση. Τον βαραίνει η φτώχια και το ανεκπλήρωτο χρέος προς τις έρημες αδελφές του.
Εκείνες πάλι δεν ζητούν, δεν απαιτούν, μόνο τον παρακαλούν να μην ανησυχεί αλλ’ αυτός νιώθει χρέος απέναντί τους. Όσο αυτές με παρακαλούν να σταματήσω, τόσο εγώ συνεχίζω. Το θέλω τόσο, που καμιά φορά λέω πως αυτό είναι η τρέλα.
Και εδώ μπαίνει ο συνδικαλισμός. Τα λεφτά είναι λίγα, λέει και ο Αναγνωστόπουλος, ο καθοδηγητής, που ξέρει τι γίνεται στην Ευρώπη και στην Αμερική και ξεσηκώνει τους άλλους με μαρξιστικά συνθήματα, πως το μεγάλο κέρδος των αφεντικών τους βγαίνει απ’ τη δύσκολη ζωή μας και όλο λέει πως θα πετύχουν αλλά η απεργία συνεχίζεται κι αυτοί πεινούν, οι οικογένειές τους πεινούν, το νοίκι μένει απλήρωτο και, μέσα στο γενικό σκοτάδι, το κακό θριαμβεύει. Ο Αναγνωστόπουλος ξέρει πολλά. Λένε ότι είναι κομμουνιστής. Εγώ σ’ αυτά δεν ανακατεύομαι. Αλλά αυτός ο άνθρωπος είναι μπελάς. Κι η απεργία κράτησε πολύ και χάσαμε πολλά λεφτά. Μέρες και μέρες το εργοστάσιο δε δούλεψε. Κι άμα δε δουλεύουμε, δεν πληρωνόμαστε. Είναι προφανής η μαρξιστική θεωρία της υπεραξίας της εργασίας για την οποία τους ενημερώνει ο Αναγνωστόπουλος, αρχές του 20ου αιώνα, όταν ανεβαίνουν οι «ισμοί» και θεριεύουν τα συνδικαλιστικά κινήματα.
Και ήρθε η στιγμή να μάθουμε ποιος είναι ο Μάνθος Μανδηλάκης ο κουρέας που δεν την πίστευε την απεργία. Δεν συμφωνούσε. Και δεν φοβόταν να το λέει δυνατά στον Αναγνωστόπουλο. Του το φώναζε… Οι δυο τους ήρθαν στα χέρια και τους χώρισαν. Ήταν άγριος ο καβγάς τους. Ο φίλος μου έλεγε ότι δε θα χάσει ούτε μία μέρα. Ότι κάθε μέρα που εμείς θ’ απεργούμε έξω, αυτός θα βρίσκεται μέσα στο κουρείο. Κάθε μέρα.
Τελικά η κυβέρνηση θα φέρει ναύτες να λειτουργήσουν το εργοστάσιο, αλλά χρειάζεται τον Μανδηλάκη για να ενημερώσει τους ανειδίκευτους ναύτες. Πιεζόμενος ο Μανδηλάκης να κάνει κάτι που δεν θέλει φεύγει για το νησί του, αλλά δίνει την κουβέρτα του στον Στέφο. Πιεζόμενος ο Στέφος από τις ανάγκες του, παρουσιάζεται αυτόκλητος, ως Μάνθος Μανδηλάκης και ζητά να δείξει στους ναύτες τη δουλειά. Η κουβέρτα είναι το διαπιστευτήριό του και κομβικό στοιχείο στην πλοκή της τραγωδίας. Ήξερα γιατί το ’σκασε. Διπλωμένος μες στην κουβέρτα έφευγε στο νησί του, επειδή δεν μπορούσε να κοιτάξει κανέναν στα μάτια. Επειδή δεν έδινε δίκιο στον εαυτό του. Και το άδικο δεν μπόρεσε να το σηκώσει. Το έδωσε όλο σ’ εμένα μαζί με την κουβέρτα του, που τώρα είναι γεμάτη λάσπη.
Το πράγμα ως εδώ δείχνει τη μισή αλήθεια, γιατί ξαφνικά ανακαλύπτουμε πως ο Στέφος μας μιλούσε από τον άλλο κόσμο. Ήταν ο νεκρός που δεν μπορούσε να ησυχάσει και να ταφεί με ξένο όνομα. Και αυτή η απρόσμενη εξέλιξη εμφανίζεται, όταν ο Μάνθος Μανδηλάκης τρομάζει στην ιδέα ότι τον θεωρούν νεκρό και επιστρέφει για να διαλευκάνει την κατάσταση. Τώρα είναι αυτός που φωνάζει: Εγώ είμαι ο Μάνθος Μανδηλάκης. Μακρινή, αλλά όχι άσχετη η Γυναίκα της Ζάκυθος του Διονυσίου Σολωμού που «ετοιμαζότουνα να φωνάξει για να δείξει ότι δεν πέθανε». Δυο άνθρωποι, λοιπόν φωνάζουν, ο ένας από τον τάφο του Εγώ δεν είμαι ο Μάνθος Μανδηλάκης και ο άλλος ο ζωντανός, που φέρεται ως νεκρός, Εγώ είμαι ο Μάνθος Μανδηλάκης. Δυο άνθρωποι διεκδικούν την ταυτότητά τους, σέρνουν σαν την λασπωμένη κουβέρτα τους την αλήθειά τους, το μερίδιό τους στην συναδελφική και στην κοινωνική ευθύνη, το χρέος απέναντι στους συναδέλφους, στην οικογένειά τους, στο σπίτι τους, στους φίλους, στην κοινωνία. Τη Δικαιοσύνη τους.
Η ιστορία έδεσε καλά με τα συμφραζόμενα της εποχής, τη φτώχια στα ελληνικά νησιά, πριν γίνουν τουριστικοί προορισμοί, την ευθύνη προς την οικογένεια και τις ανύπαντρες αδελφές, την συναδελφική αλληλεγγύη, τη συνδικαλιστική ευθύνη, τον χαμένο αγώνα, την κατασπαταλημένη ενέργεια, τη ματαιωμένη ελπίδα.
Η σκηνοθέτις και συγγραφέας Βίλια Χατζοπούλου καθοδήγησε σωστά την ομάδα της και έσυρε από τα σπλάχνα του και της κάθε ηθοποιού το ήθος που ποιεί και απαιτεί ο ρόλος του. Έστησε σωστά και λιτά τον χώρο, για να αναπτυχθεί η απαιτούμενη εξωτερική δράση και κίνηση ως το ανάλογο στην εσωτερική ψυχική ταραχή και το λαχάνιασμα της αναπνοής.
Στους ρόλους ανταποκρίθηκαν έντιμα οι: Ηλίας Βαλάσης, Κατερίνα Γεωργιάδου, Μαρία Καλαμποκιά, Αγγελική Μπούρα, Ασημένια Τούντα, Αντρέας Τσιλιβαράκος. Σκηνικά και κοστούμια: Χαρά Κονταξάκη. Φωτισμοί: Χριστόφορος Κώνστας, -Βίλια Χατζοπούλου, Βοηθός σκηνοθέτη: Ευγενία Σταμούλη, Μακιγιάζ:Γιούλη Λιτσαρδάκη. Εταιρία Παραγωγής: Φωτόνιο Τέχνης και Πολιτισμού.
Η παράσταση, δι’ ελέου και φόβου, περάτωσε την των τοιούτων παθημάτων κάθαρση.