Σ’ ετούτο, λοιπόν, το καφενείο, στο Καφέ του Λουκά είχαμε καθήσει παλιότερα, η Μαρία κι εγώ, στο τραπεζάκι άκρη- άκρη στο πεζοδρόμιο, σαν να είμαστε στην παραλία, και επειδή είχαμε πολύ καλή διάθεση το ονομάσαμε Rive Gauche, δίνοντας κάτι από την αίγλη της διανοουμενίστικης γαλλικής αριστερής όχθης του Σηκουάνα στη δική μας αόρατη παριλίσσια όχθη, στα πρόθυρα του Παγκρατίου. Έχοντας σουλατσάρει όλα τα επιφανή παρισινά στέκια, αναζητήσαμε τα παγκρατιώτικα ανάλογα και τα βρήκαμε. Ο Μπωντλαίρ και οι άλλοι που είχαν καταλύσει στο Deux Magots, θα ήταν κοντά διακοσίων ετών σήμερα, ενώ οι δικοί μας παρακαθήμενοι παρά κάτι εκατόˑ ωστόσο, γέροι κι αυτοί, γέροι κι εκείνοι. Στις όχθες του Σηκουάνα εκείνοι, του Ιλισσού ετούτοι, στην παρισινή όχθη της γειτονιάς μου, κατά το σχήμα, «τι Λωζάνη, τι Κοζάνη». Στους επιφανείς του Deux Magots ήταν όλοι γνωστοί ποιητές Βερλαίν, Ρεμπώ και λοιποί. Στους δικούς μας, μεταξύ πολλών, η Άννα Συνοδινού και ο αθλητής σύζυγός της Γιώργος Μαρινάκης, που κάθονταν σχεδόν παραδίπλα μου στο Παγκράτι και από σύμπτωση και οι δυο μας έχουμε εξοχικό στην ίδια κορινθιακή παραλία. Εκείνη βέβαια, εδώ και λίγα χρόνια έφυγε και από τις δύο γειτονιές μας για τις ουράνιες ανάλογες. Αυτή τη στιγμή μια ζακυνθινή μαντολινάτα τραγουδάει την «Ξανθούλα» του Σολωμού που μπήκε στη βαρκούλα και πάει στην «ξενιτιά». Κι η πιο μεγάλη ξενιτιά είναι ο θάνατος.
Το πεζοδρόμιο είναι σκιασμένο από τις πυκνόφυλλες ακακίες, τα αυτοκίνητα σαν αφηνιασμένα θηρία τρέχουν πάνω κάτω και άλλα παρκαρισμένα συνιστούν ένα τείχος εκεί που αν ήταν ζούγκλα θα υπήρχε μια ξύλινη περίφραξη και περικοκλάδες, για να μην μας φάνε τα θηρία. Δεν λέω για τους κάδους που, ένας πράσινος κι ένας μπλε, στέκουν θεματοφύλακες των απορριμμάτων. Καταλάβατε, βεβαίως, ότι πρόκειται για την οδό Σπύρου Μερκούρη. Εδώ σ’ αυτή τη γειτονιά καθόταν ο Κώστας Βάρναλης και λίγο πιο κάτω, ακριβώς απέναντι από την Πινακοθήκη, στη συμβολή της Μιχαλακοπούλου με την Σπύρου Μερκούρη, κάθεται ο τελευταίος των Μοϊκανών, δηλαδή ο ποιητής της Πρώτης Μεταπολεμικής Ποιητικής Γενιάς, ο αξιαγάπητος Τίτος Πατρίκος. Εδώ, επίσης, συχνοδιάβαινε, ίσως περισσότερο από την παράλληλη Ριζάρη, και ο Δημήτρης Μαρωνίτης.
Σε μια νοητή ευθεία από το καφενείο της Rive Gauche –αν δεν ήταν στην μέση ο ωραίος κήπος του Κέντρου Ερευνών- βρίσκεται η ιστορική Πλατεία Προσκόπων και ο Μαγεμένος Αυλός, ένα πολύ σικ εστιατόριο μετά μουσικής σε μια περιοχή πολύ περιωπής, όπου σύχναζαν καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Γιάννης Τσαρούχης και άλλοι, όπου ο λησμονημένος μύθος επανέκαμψε και επανέφερε την παλαιά αίγλη στο προσκήνιο. Και προσοχή! Μαγεμένος Αυλός, όχι Μαγικός Αυλός. Ο Μαγικός είναι του Μότσαρτ, ένα βωντβίλ έργο, μια φαρσοκωμωδία, όπου ο Παπαγγένο και η Παπαγγένα φτιάχνουν μια ωραία οικογένεια με πολλά παπαγγενάκια.
Επιστρέφω στη Rive Gauche και στην Boulevard Saint Michel διότι τηρουμένων των αναλογιών η Σπύρου Μερκούρη ήταν μια παρόμοια οδός, ολίγον τι boulevard, ολίγον τι rue, η οποία αρχίζει από το πάρκο του Ευαγγελισμού και φτάνει στο μεγάλο σκιερό πάρκο, της ιστορικής περιοχής και ο μεν δρόμος αλλάζει όνομα, όταν φθάνει στην Ευτυχίδου, ανηφορίζει όμως πανευτυχής ολόισια μέχρι τον Προφήτη Ηλία, σαν να λέμε κάτι σαν Saint-Germain-des-Pres ή Montmartre, λόγω της κομψής ανηφορίτσας.
Εγώ, επειδή η οδός λέγεται Σπύρου Μερκούρη, θεωρώ ότι εδώ καθόταν και η Μελίνα Μερκούρη. Βεβαίως όχι, αλλά το όνομά της κάθεται, όπως και στον Πειραιά, που μόνο τον τραγούδησε και γι’ αυτό θριάμβευσε και στις εκλογές. Δήμαρχος ο παππούς της στη γειτονιά μου και υπουργός πολιτισμού εκείνη. Η φιγούρα της στον σταθμό του ΜΕΤΡΟ Ακρόπολις, με τα λουλούδια στο υψωμένο χέρι, σαν εκείνη την φοιτήτρια στον Μάη του ’68 ή την άλλη του Ντελακρουά, βροντοφωνάζει: Να επιστραφούν τα μάρμαρα. Τα μάρμαρα είναι ελληνικά και καθόλου ελγίνεια.
Σ’ αυτό το κομμάτι της Μερκούρη, οι καφτέριες όλο και πληθαίνουν. Το ζαχαροπλαστείο που κάποτε μόνο πωλούσε, δεν σερβίριζε, τώρα έβγαλε τραπεζάκια έξω και έγινε για ορθίους, καθημένους, αγοράζοντες και απερχομένους. Απέναντί του έγινε ένα take away, όπου παίρνεις, πίνεις φεύγεις, ή και μπορείς να κάτσεις έξω, σε μια αίσθηση εν άστει εξοχής. Το άλλο πιο πέρα διαθέτει μια αξιόλογη βιβλιοθήκη, άνετους καναπέδες, πίνακες ζωγραφικής στους τοίχους, επιβλητικά φωτιστικά, ατμοσφαιρικά μπιχλιμπίδια και μουσική, οπότε νιώθεις κάπως σαν να είσαι στην Μπελ Επόκ. Παίρνεις βιβλίο από το ράφι και διαβάζεις αραχτή, σαν εκείνη την ωραία Κυρία ξαπλωμένη στον καναπέ του Ιάκωβου Ρίζου, έργο του 1885-1890. Κι ενώ τα μοντέρνα Καφέ δημιουργούν μια κοσμοπολιτική διάθεση, το άλλο της γωνίας που λέγαμε, το Καφέ του Λουκά, αναπαλαιωμένο, παραμένει το παλαιότερο από όλα τα άλλα. ιστορικό και λαμπερό. Σ’ αυτό, λοιπόν, έχω την εντύπωση ότι θα δω και τον Παπαδιαμάντη να κάθεται σε ένα τραπεζάκι και να γράφει ή να συνομιλεί με τον μπαμπά μου. Πίσω από τον πάγκο, ο νέος άντρας στον μπουφέ ετοιμάζει καφέδες για ορθίους. Στέλνω χαρούμενο χαιρετισμό από μακριά και του εύχομαι καλή επανέναρξη, μου ανταποδίδει τον χαιρετισμό, με χαρά και σεβασμό (τον είχα μαθητή κάποτε). Στο βιβλιοπωλείο Πλειάδες, όπου γίνονται παρουσιάσεις βιβλίων εκλεκτών, κάνω στάση και ξαναχαιρετώ τον Άλκηˑ μαθητής μου και αυτός με αντιχαιρετά με μεγάλη ευγένεια. Πλάι του, ο Φώτης, ο Παναγιώτης και τα άλλα παιδιά της Σύνθεσης τρέχουν, όποτε φωνάξουν ΣΟΣ τα κομπιουτερικά μου. Απέναντι η γλυκιά Βιολέτα, χρόνια τώρα, μου καλλιτεχνίζει τις φωτογραφίες. Στρίβω και χαιρετάω τον Νίκο, άλλο μαθητή, είναι ο κομψός μας κομμωτής, φτάνω στην άλλη γωνία, στο φούρνο και κυκλώνοντας το τετράγωνο ή τετραγωνίζοντας τον κύκλο (ανέκδοτο της δικτατορίας!), έφτασα στην πόρτα από όπου εξεπόρτισα. Ένιωσα σαν να ζωντάνεψε η πεθαμένη, άδεια κι έρμη γειτονιά μου πάλι.
Ταλιθά κούμι! Rise, little girl! Σήκω, κοριτσάκι!
Και το κοριτσάκι αναστήθηκε. Έτσι, η γειτονιά αρχίζει να ξυπνά από τη νάρκωση… Δεν υπερβάλλω. Όλοι, από όπου πέρασα, ήταν χαρούμενοι που ξανάνοιξαν.
Την άλλη μέρα ξεκινάω από την αρχή. Παίρνω το δρόμο πάλι από την κάτω μεριά, όμως δεν στρίβω αμέσως στη γωνία, αλλά πάω ευθεία, προς την Πινακοθήκη, περνάω τον δρόμο και φτάνω στο απένατι πεζοδρόμιο. Στη γωνία δύο κάδοι, συνήθως ξέχειλοι –ένας μπλε κι ένας πράσινος- αλλά… αυτό το «αλλά» αλλάζει όλη την ατυχία της γωνίας. Μια τεράστια μουριά, έχει κατεβάσει τα κλωνιά της τόσο, ώστε σχεδόν σκεπάζει τους κάδους. Για να περάσεις πρέπει να σκύψεις, αλλά κι αν σκύψεις πάλι αυτή θα σε αγγίξει, θα σε χαϊδέψει. Μας χαρίζει τη δροσιά της, την ομορφιά της και τον ίσκιο της. Ο Θεός να βάλει το χέρι του να μη ξυπνήσει κανείς και αποφασίσει ότι τον εμποδίζει να παρκάρει. Πέρασα και για λίγα δευτερόλεπτα ένιωσα ότι ήμουν στον παράδεισο. Για να το αναπτύξω αυτό το ακαριαίο συναίσθημα, ανέτρεξα στον Παπαδιαμάντη. Στο Υπό την Βασιλικήν Δρυν. Ακούω τον αφηγητή εκστασιασμένο παιδάκι, είναι και μέρες του Πάσχα με το αναμενόμενο θαύμα της Ανάστασης, οπότε όλα μεταμορφώνονται μαγικά στα μάτια του.
«Από τα φύλλα της εστάλαζε κι έρρεεν ολόγυρά της “μάννα ζωής, δρόσος γλυκασμού, μέλι το εκ πέτρας.”Έθαλπον οι ζωηφόροι οποί της έρωτα θείας ακμής, κι έπνεεν η θεσπεσία φυλλάς της ίμερον τρυφής ακηράτου. Και η κορυφή της βαθύκομος ηγείρετο ως στέμμα παρθενικόν, διάδημα θείον… Μ’ έθελγε, μ’ εκήλει, μ’ εκάλει εγγύς της». Με όλα της, δηλαδή, η δρυς, σαν ξωτικό, σαν γυναίκα, τον καλούσε , τον γοήτευε, κι εκείνος ήθελε να πάει και να ορμήσει και να σκαρφαλώσει στα κλαδιά της…
Αυτό το καταγοητευτικό αφήγημα έχει θλιβερή κατάληξη, όπως και πολλά άλλα του Παπαδιαμάντη, όταν, ο χρόνος που περνά, φέρνει φθορά ανεπανόρθωτη. Γιατί δεν είναι το ότι ξεριζώνεις ένα δέντρο, αλλά το ότι δεν μπορείς να ξεριζώσεις την ανάμνηση, την εντύπωση εκείνη που σαν εγκαυστική σε έχει κατακλύσει κι αυτής η απώλεια είναι που πονάει. Δεν θα ήθελα να θυμίσω την απογοήτευση του «ξενιτεμένου» του Σεφέρη, που επιστρέφει και στο «γυρισμό» του βλέπει όλα τα δέντρα μικρά, τα σπίτια χαμηλά, τα πάντα βουλιαγμένα. Αλλά, θα κρατηθώ στον αφρό, εκεί που μου αρέσει και δεν θα βουλιάξω. Λοιπόν, ο βαρύς Σεφέρης, στο δοκίμιό του «Πάντα πλήρη Θεών» – η φράση ανήκει στον Θαλή τον Μιλήσιο- υποστηρίζει ο Θαλής και αποδέχεται ο Σεφέρης, ότι εκεί που γκρεμίστηκαν οι ναοί των θεών, εκεί γύρω είναι σκορπισμένο το πνεύμα τους. Διότι εκεί που κάποιος βλέπει «ένα κόσμο παρωχημένο, που ξεψύχησε, ένα φέρετρο» κάποιος άλλος βλέπει -ο ποιητής βλέπει- ότι το φέρετρο μπορείς να το μετακινήσεις, τους ζωντανούς, όμως δεν μπορείς να τους μετακινήσεις και να τους αλλάξεις. «Η γης δεν έχει κρικέλια για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν. …». Και ότι ο ναός των αρχαίων, ο σηκός, είναι το κέλυφος μιας εικόνας, ενός αγάλματος του θεού που χώνεψε ό,τι χτίστηκε από πάνω.
Ο Σεφέρης μιλάει εδώ για τους χριστιανικούς ναούς που χτίστηκαν πάνω στους αρχαίους. Και όταν κάποιοι σήκωσαν ολόκληρο ναό ή μέλη για να κοσμήσουν τα μουσεία τους, τότε μετέφεραν μόνο το «φέρετρο» (δική μου η παρατήρηση) γιατί, λέει πάλι ο Σεφέρης «οι άστεγοι θεοί γύρισαν εκεί που άρχισαν, χύθηκαν ξανά έξω στο τοπίο και μας απειλούν με πανικούς φόβους και θέλγητρα παντού: “Πάντα πλήρη θεών” έλεγε ο Μιλήσιος Θαλής. Χρειάζουνται καμιά φορά και τα παραμύθια». Να που ο βαρύς ποιητής σήκωσε από πάνω μας λίγο από το βάρος που μας πλάκωνε και άφησε μια ανάσα ελπίδας. Παραδείγματα μεταφοράς «φερέτρων» θα λέγαμε πως είναι το αέτωμα του Παρθενώνα και τα άλλα εκείνα που μετέφερε ο Έλγιν από το φως του Παρθενώνα στα σκοτεινά υπόγεια του Βρετανικού Μουσείου, καθώς και εκείνα που μεταφέρθηκαν από την Πέργαμο στο Βερολίνο.
Η βασιλική δρυς αποπνέει έρωτα. Μυρίζει έρωτα η εκκλησία, λέει ο Σκιαθίτης μας λογοτέχνης κι αυτή τη στιγμή- ανοίγω παρένθεση- στο Τρίτο, ακούω το ερωτικό θέμα του Νίνο Ρότα στην ταινία Νονός του Φράνσις Φορντ Κόπολα…, κλείνει η παρένθεση.
Το πράγμα γίνεται ακόμη πιο σοβαρό στο ποίημα του Γιάννη Δάλλα που έχει τίτλο «Εν τη μονή Ρωγών». Εκεί ξεφυτρώνει ο διάβολος μέσα από μια συκιά και σκανδαλίζει τον καημένο τον μοναχό:
«και ιδού μία δέσποινα/ φυτρώνει κάτω απ’ τη συκιά δεν τα ’χασα τ’ ορκίζομαι […] κ’ η δέσποινα μου φώναζε/ «Αγαθάγγελε έλα σε περιμένει ο πάπας Ιννοκέντιος […] έλα να υπογράψεις τη σύμβαση σε περιμένω κ’ εγώ/να ξαπλώνομε σε παρτέρια στα ίδια παρτέρια που ο Δάντης/περίμενε να περάσει το θάμπωμα η θαμπωτική Βεατρίκη»/ Είπε – μάρτυρας γύρω μου τα στάχυα του Αυγούστου –/ δεν μιλούσε κατ’ όναρ πάρεξ με το κορμί της σαν δεντρογαλιά/με τους μαστούς της μυτερούς και λαίμαργους σαν ράμφη/ μιλούσε με τα μάτια της βαθιά σαν μυστικές καταπακτές». Μαγεμένος ο Αγαθάγγελος εγκαταλείπει τα πάντα και φεύγει για τα παρτέρια του Δάντη. Όμως δεν θα προλάβει να απολαύσει τα υπεσχημένα και θα κεραυνοβοληθεί από τη ματαίωση του ονείρου που θα μπορούσαμε να την πούμε και αυτήν εικονική πραγματικότητα, που πολύ γρήγορα θα σβηστεί από τον αμφιβληστροειδή του, αλλά θα αφήσει σημάδια ανεξίτηλα στην ψυχή του.
Σκέφτομαι και τις αναλογίες. Ο ήρωας του Παπαδιαμάντη μικρός, παιδί ακόμα, ο ήρωας του Δάλλα λίγο μεγαλύτερο παιδί κι εκείνος, ζωή σε εκκλησίες και μοναστήρια και οι δύο, μακριά από τους πειρασμούς του κόσμου και τις ηδονές του σώματος που τους δίδαξαν να τις φοβούνται. Ο Αγαθάγγελος αφήνει πίσω του το μοναστήρι και «μίαν αίγαν αγρίαν», όπως και ο βοσκός του Παπαδιαμάντη στο «Όνειρο στο κύμα» που έβοσκε τα γίδια στη μονή του Ευαγγελισμού, αφήνει μιαν άλλη αίγα, εκείνη που «εσχοινιάσθη» και την άλλη, την Μοσχούλα και το όνειρό του που επίσης έχει τραυματικά τελειώσει πάνω στο κύμα. Τα πάντα, πάντα, τραυματικά τελειώνουν.
Και ακριβώς, έτσι αισθάνομαι ότι συμβαίνει και με την Δρυν του Παπαδιαμάντη. Η βασιλική δρυς, που λόγω μεγέθους και μεγαλοπρέπειας είναι βασιλική, έχει τον μύθο της και ο ώριμος επισκέπτης που ήταν χρόνια ξενιτεμένος και επανέρχεται στα τοπία του μύθου της παιδικής του ηλικίας, όπως και ο ξενιτεμένος του Σεφέρη, δεν την ξαναβρίσκει. Βρίσκει όμως μίαν «γραία με την ρόκαν της», η οποία τον πληροφόρησε πως το μεγάλο δέντρο «ο Βαργένης το έκοψε…μα κι εκείνος δεν είχε κάμει νισάφι με το τσεκούρι του· όλο θεόρατα δέντρα, τόσα σημαδιακά πράματα… Σαν το ’κοψε κι ύστερα, δεν είδε χαΐρι και προκοπή. Αρρώστησε, και σε λίγες μέρες πέθανε… Το Μεγάλο Δέντρο ήτον στοιχειωμένο». Δεν χρειάζεται νομίζω εξήγηση. Η δρυάδα του δέντρου τον εκδικήθηκε.
Και ο Καβάφης στο «Ιωνικό» ακριβώς, ή περίπου, τα ίδια μας λέει:
Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμε απ’ τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί.
Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη,
σένα η ψυχές των ενθυμούνται ακόμη.
Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο
την ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ’ την ζωή των·
και κάποτ’ αιθέρια εφηβική μορφή,
αόριστη, με διάβα γρήγορο,
επάνω από τους λόφους σου περνά.
Αν κοιτάξουμε τις δύο αφηγήσεις, ή μάλλον τις τρεις ή καλύτερα και τις τέσσερεις -Θαλής, Παπαδιαμάντης, Καβάφης, Σεφέρης- θα δούμε ότι λένε το ίδιο. Ο Ελύτης, πέμπτος στη σειρά, πάλι με αφορμή το φως, βέβαια, λέει πως δεν μπορείς να φέρεις στη Δήλο τη Μητρόπολη της Σαρτρ. Και ο Σεφέρης συμπληρώνει το κείμενό του με τη φράση «Δεν μπορώ να χωρίσω το ναό του Δελφικού Απόλλωνα από τις Φαιδριάδες ή την κορυφογραμμή της Δίρφης. Ευτυχώς η γη μας δεν είναι σκληρή, οι πρασινάδες της δεν σε πλαντάζουν, τα χαρακτηριστικά της είναι βράχια, βουνά και πελάγη. Κι έχει ένα φως…». Αυτή η αίσθηση του φωτός διαπερνά την «ατμοσφαίρα» και στο ποίημα του Καβάφη και στην παρατήρηση και των δύο μεγάλων μας ποιητών.
Όμως κάτι ακόμα απομένει. Ποια είναι εκείνη που «κάποτ’ αιθέρια εφηβική μορφή,/ αόριστη, με διάβα γρήγορο,/ επάνω από τους λόφους σου περνά»; Ποια είναι εκείνη που κατεβαίνει απ’το βουνό. Ποια είναι εκείνη που από μακριά την είδε να ’ρχεται ο Ελύτης; Ποια είναι εκείνη που ο Μπωντλαίρ την είδε να έρχεται αλλά δεν ήξερε ούτε από πού ερχόταν ούτε πού πήγαινε; Ποια είναι εκείνη που ο αέρας πήρε τα μαλλιά της δεξιά; ρωτά ο Ελύτης και μόνος του απαντά: «Ω υπάρχει πάντοτε μία, η ανείπωτη».
Ο κάθε τόπος έχει τα ιερά του βαθιά κρυμμένα. Στην επιφάνεια ο θόρυβος της καθημερινής τύρβης καλύπτει τα μηνύματα του βάθους. Όταν όμως απαλλαγείς από αυτόν τον θόρυβο, τότε θα ακούσεις τη φωνή. Έρχεται από τα έγκατα. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι μύθοι σχετίζονται με κάποιο σπήλαιο, όπως και πολλές εκκλησίες χτίστηκαν εκεί που βρέθηκε, λένε, η εικόνα της Παναγίας ή του Αγίου, στον οποίο αφιερώθηκαν ή, έστω, για τους πολύ δύσπιστους, ότι ο απλός λαός έχει ανάγκη από το παραμύθι του κι εγώ από το δικό μου. Κάτω από τα πόδια μου ο αρχαίος Ιλισσός ρέει, ρέει προς τους στύλους του Ολυμπείου Διός και σκορπίζει τα νερά του. Εκεί λουζόταν η Αθηνά. Εκεί κυνηγούσε η Άρτεμις. Εκεί ήταν το ιερό τρίγωνο της Αττικής ευλογημένης γης. Και από εκεί ο όμορφος και ρωμαλέος ποταμός, μεταμορφώθηκε σε μαρμάρινο ομοίωμα και πέταξε ανάλφρος στο Δυτικό Αέτωμα του Παρθενώνα, μαζί με τον άλλο μεγάλο ποταμό της Αθήνας, τον Κηφισό. Τώρα και οι δύο τους, κάθονται σαν γέροντες παλαίμαχοι στο σκοτεινό Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο, όπως οι νεότεροι απόγονοί τους στο Καφέ του Λουκά. Πλάι στις αόρατες όχθες του Ιλισσού. Εκεί που ο Σωκράτης συνομιλεί με τον Φαίδρο περί Έρωτος με αφορμή έναν λόγο του Λυσία… ενώ μια φεύγουσα κόρη, Ερατώ, περνά αστραπιαία από μπροστά τους, κόβει τα βλέμματα στα δυο, οδεύοντας για το Μετρό, την κάθοδο στον κάτω κόσμο, όπου την περιμένουν προϊόντος του χρόνου όλοι οι δικοί της και όλα του πάνω κόσμου τα ξεθυμασμένα πάθη…