Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε (σαν προχθές) στις 11 Ιανουαρίου το 1910. Πέθανε στις 10 Φεβρουαρίου το 1975. Θεωρείται αντιπροσωπευτικός ποιητής της φυγής, του εξωτισμού και του κοσμοπολιτισμού.
Γεννήθηκε στο Χαρμπίν της Ματζουρίας. Ο πατέρας του Χαρίλαος Καββαδίας είχε γραφείο γενικού εμπορίου με πελάτη τον τσαρικό στρατό. Η μητέρα του Δωροθέα Αγγελάτου ήταν από μεγάλη εφοπλιστική οικογένεια. Αδέλφια του ήταν η Τζένια (Ευγενία) και ο Μήτιας (Δημήτρης).
Με την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και όταν ο ποιητής ήταν τεσσάρων ετών, η οικογένεια επέστεψε στην Ελλάδα. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στο Αργοστόλι, έπειτα στον Πειραιά και, τέλος, το 1933, στην Αθήνα. Ο Καββαδίας σκόπευε να δώσει εξετάσεις στην ιατρική, αλλά μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του αναγκάστηκε να δουλέψει σε ναυτιλιακό γραφείο, όπου κρατούσε τα λογιστικά βιβλία. Την πληροφορία αυτή μας δίνει και στο ποίημα «Mal du depart». Όμως δεν παρέμεινε λογιστής και «ιδανικός εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων», γιατί από το 1939 και έπειτα εργάστηκε ως ασυρματιστής-Μαρκόνης σε εμπορικά και επιβατικά καράβια. Ωστόσο, στο σπίτι της οικογένειας που σύχναζαν ποιητές και καλλιτέχνες, ο Νίκος ή Κόλιας, όπως τον έλεγαν οι φίλοι του, είχε αισθανθεί το σκούντημα της μούσας και τον Ιούνιο του 1933 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο Μαραμπού που έγινε και παρωνύμιό του.
Το 1940 πολέμησε στην Αλβανία ως ημιονηγός, μετά πέρασε στις τάξεις του ΕΑΜ. Το 1947 εξέδωσε τη δεύτερη ποιητική συλλογή του, με τον τίτλο Πούσι, από όπου και τα ποιήματα που παρουσιάζονται.
Πέθανε από εγκεφαλικό, μόλις γύρισε από ταξίδι κι ενώ ετοίμαζε την έκδοση της τρίτης ποιητικής του συλλογής. Έργα του είναι. Ποίηση: Μαραμπού (1933), Πούσι (1947), Τραβέρσο (1975). Πεζά: Βάρδια (μυθιστόρημα, 1954), Λι (μικρά πεζά, 1987), Του πολέμου – Στο άλογό μου (1987). Τα δύο τελευταία μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο ενώ ποιήματα του μελοποιήθηκαν από τον Θάνο Μικρούτσικο και γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Το 2006 κυκλοφόρησαν αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα, με τον τίτλο Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη. Επίσης έκανε μεταφράσεις, γενικά όμως ήταν ολιγογράφος.
Άνθρωπος εξοικειωμένος με τη θάλασσα ο Καββαδίας μας έδωσε μια ποίηση γεμάτη από τη σκληρή ζωή των ναυτικών, με ρεαλισμό και πικρό χιούμορ, αλλά και με αγάπη για τη γυναίκα και για τα ταξίδια σε εξωτικά μέρη. Παράλληλα όμως ήταν άνθρωπος που διάβαζε ποίηση, κυρίως Μπωντλέρ, Κώστα Ουράνη και άλλους, όπως θα φανεί στη συνέχεια αυτού του κειμένου. Ο Γιώργος Ιωάννου δεν παραδέχεται την άποψη πως ο Καββαδίας ήταν ποιητής της φυγής, του εξωτισμού κλπ. αλλά ότι ήταν άνθρωπος που εμπνεόταν από την ίδια τη ζωή, τη δουλειά του ναυτικού και τη διασκέδαση στα λιμάνια και στις θάλασσες. Γι’ αυτό χαρακτηρίζει την ποίηση του Καββαδία «βαριά ερωτική… σαν μοσκοβολιά απόκρυφων μελών νεανικού κορμιού».
Η συλλογή Πούσι περιλαμβάνει δεκατέσσερα ποιήματα. Αφιερώνεται στην ανιψιά του Χέλγκα Καββαδία και το ομότιτλο ποίημα «ΙΙούσι» στην ηθοποιό Ελένη Χαλκούση. Όλα τα ποιήματα της συλλογής είναι αφιερωμένα σε επιφανείς λογοτέχνες μεταξύ των οποίων ο Σεφέρης, ο Καραγάτσης, ο Βάρναλης, ο Θεοτοκάς, ο Βεάκης κ.ά. «Τα ποιήματα μοιάζουν σαν γράμματα ενός ναυτικού σε συγγενείς, ή μάλλον σύντομες καρτ-ποστάλ από λιμάνια. Οι αφιερώσεις που υπάρχουν …είναι οι παραλήπτες τους». Προμετωπίδα της συλλογής (σε μεταγενέστερη έκδοση) είναι ένα πορτρέτο του ποιητή από τον Γιάννη Τσαρούχης με την αφιέρωση: Του Κόλλια Τσαρούχης 1950.
Πρώτο ποίημα
«ΙΙούσι»
Έπεσε το πούσι αποβραδίς / -τo καραβοφάναρο χαμένο-
κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω/ μεσ’ στην τιμονιέρα να με δεις.
Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί, /πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου.
Κάτου στα νερά του Port Pegassu/ βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή.
Μας παραμονεύει ο θερμαστής /με τα δυο του πόδια στις καδένες.
Μην κοιτάς ποτέ σου τις αντένες /με την τρικυμία∙ θα ζαλιστείς.
Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό /κι είν’ αλάργα τόσο η Τοκοπίλα.
Από να φοβάμαι και να καρτερώ /κάλλιο περισκόπιο και τορπίλα.
Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη. /Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ’ είδες∙
έχω απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί /χίλια μίλια πέρ’ απ’ τις Εβρίδες.
Μία γυναικεία φιγούρα γεννιέται μέσα στο πούσι, στην ομίχλη της θάλασσας, στην καταχνιά και στη βροχή, όπως η Αφροδίτη μέσα από τα κύματα. Με αυτήν ο ποιητής συνομιλεί και αυτής το πορτρέτο φιλοτεχνεί, όπως τη βλέπει να εμφανίζεται μπροστά του, με θαλασσινά υλικά, γοργόνα και θαλασσινή θεά∙ «ούτοι γυναίκας αλλά γοργόνας λέγω/ ουδ’ αύτε Γοργοίεισιν εικάσω τύποις» σύμφωνα με την αρχετυπική εικόνα που μας έρχεται από τις Ευμενίδες του Αισχύλου, στιχ. 48-49 (Δεν ήταν γυναίκες, ήταν Γοργόνες, θα έλεγα/ ούτε Γοργόνες, αλλά κάτι παραπάνω από γοργόνες). Ο Καββαδίας είχε ένα τατουάζ στο μπράτσο με μια γοργόνα που χόρευε, ανάλογα με το πώς έσφιγγε τη γροθιά του, έπειτα πεταγόταν στη θάλασσα και χόρευε εκεί. Σαν να βρισκόμαστε σε δρώμενο, διαβάζουμε βλέποντας και παρακολουθώντας το χορό της γοργόνας πάνω στο νερό ή «στο φτερό του καρχαρία». Δεν παραβλέπουμε βεβαίως και τις άλλες γοργόνες στο έργο του Σεφέρη και γενικώς της γενιάς του τριάντα και όχι μόνο, εφόσον το θέμα έρχεται από πολύ μακριά.
Η αχανής ερημιά της θάλασσας, ο ουρανός που ζαλίζει, ο πόλεμος, περισκόπιο και τορπίλα, ο χρόνος, 1940, πολύ μακριά από την πατρίδα, αθέατη η στεριά, κάπου κοντά στη Νέα Ζηλανδία, με τις αντένες να μην πιάνουν τα μηνύματα, με το καραβοφάναρο χαμένο, με τον θερμαστή να παραμονεύει και τον λοστρόμο να βλαστημά, με όλα δηλαδή τα στοιχεία της περίστασης αρνητικά, ο ποιητής στήνει τον κόσμο του. Αυτόν τον αντιποιητικό κόσμο, χώρο και χρόνο, έρχεται απροσδόκητα να αλλάξει το όραμα, για λίγο όμως, όσο για να δώσει το έναυσμα να σκεφτεί και να ενδυναμωθεί ο χαμένος στη θάλασσα ποιητής. Συνειδητοποιεί ωστόσο το αδύνατο: «Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη./ Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ’ είδες». Η φιγούρα είναι αναποτελεσματική, είναι σαν μία οφθαλμαπάτη, μια αυταπάτη, μια παραλλαγή της Fata morgana σε μια κακή στιγμή που ο ποιητής αισθάνεται σαν πνιγμένος «χίλια μίλια έξω απ’ τις Εβρίδες».
Το ταξίδι στην ταραγμένη θάλασσα παίρνει ποιητικές και συμβολικές διαστάσεις, για να δείξει έναν ψυχικό κόσμο σε αγωνία. Ο κόσμος όλος σαν καράβι, το καράβι το μόνο σωστικό μέσο, η ελπίδα άφαντη, η στεριά μακριά. Οι εξωτερικές συνθήκες υποδηλώνουν τις ψυχολογικές εμπλοκές και είναι αυτές με τη σειρά τους που ακυρώσουν το όνειρο. Να συναντιέται εδώ άραγε με την περαστική γυναίκα στο «Πέρασμά σου» του Κώστα Βάρναλη ή με την «Περαστική» του Μπωντλαίρ; Η ομολογία, «έχω απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί χίλια μίλια έξω απ’ τις Εβρίδες» μας επαναφέρει στο εδώ και τώρα του ποιήματος, στον σκληρό ρεαλισμό του τόπου και του χρόνου.
Το καράβι παρά τους τοπικούς προσδιορισμούς και τις γεωγραφικές συντεταγμένες, παραμένει χαμένο στην καταχνιά του αγνώστου, στο πούσι του, στη θολούρα, στη βροχή και στην τρικυμία, ψάχνοντας απελπισμένο τη ρότα του.
Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δεν ευνοεί την ποιητική δημιουργία ή την διέξοδο στο όνειρο. Το πραγματικό και εφιαλτικό ταξίδι υπερισχύει του φανταστικού. Η ωραία προσκεκλημένη του ποιητή, που το υποσυνείδητο του ανέσυρε στην επιφάνεια ως διαφυγή από το φόβο και τη μοναξιά, αποδεικνύεται αδύνατη ή εχθρική, ακατάλληλη να αποτελέσει το εξισορροπητικό αντίβαρο στο τάσι της ζυγαριάς. «Εδώ δεν είναι ο τόπος» θα έλεγε ο T.S. Eliot. Εδώ δεν έχουν θέση οι οφθαλμαπάτες, οι παραισθήσεις, η Illusion. Ούτε οι Ελπίδες. Η πραγματικότητα υπερισχύει του οράματος- ο ποιητής μένει πνιγμένος στις Εβρίδες.
Το ρήμα δίνεται σε χρόνο παρακείμενο «έχω πνιγεί» για να διαιωνίζει το γεγονός, τετελεσμένο και παρόν συγχρόνως. Σαν πλοίο ο κόσμος κλυδωνίζεται , ο σύμπας αλλά και ο ελληνικός. Ο χρόνος σύνθεσης υποδηλώνει και πολιτικές προεκτάσεις. Άλλωστε, οι ήχοι της τορπίλας ακούγονται,, η ελπίδα για την ειρήνη δε φαίνεται, τo καραβοφάναρό της είναι χαμένο, είναι μεσάνυχτα, η θάλασσα ταραγμένη, οι αντένες δεν δίνουν μήνυμα –καρυωτακική η αναφορά- δηλαδή οι μεγάλες δυνάμεις, οι τρέλες των ανθρώπων ή των θεών, όπως είπε και ο Σεφέρης αργότερα, και ο κόσμος όλος είναι σπιούνος ή καχύποπτος, σαν τον θερμαστή και τον λοστρόμο. Η ειρήνη και ο έρωτας που τροφοδοτούν τη ζωή παλεύουν μες στην άγρια θάλασσα.
Στο ποίημα προσδίδουν ενδιαφέρον οι ναυτικοί όροι και οι απρόσμενες ομοιοκαταληξίες με ξενικές λέξεις (μαλλιά σου / Port Pegassu, Τοκοπίλα / τορπίλα). Ίσως εδώ να έχει επηρεαστεί από τον Γάλλο ποιητή και διπλωμάτη Henri Levet. Το σχόλιο ανήκει στον Ντίνο Χριστιανόπουλο, ο οποίος βρίσκει και άλλες συμπτώσεις στο έργο των δύο ποιητών, όπως: και οι δύο δημοσίευσαν στα 23 χρόνια τους, κάθε ποίημα έχει αφιέρωση σε κάποιο πρόσωπο και οι δύο χρησιμοποιούν εξωτικά τοπωνύμια.
Η λεπτομερής περιγραφή του οράματος, «κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί», δίνει στη φιγούρα μορφή αρχαίας Κόρης με το ένδυμα να γλύφει πάνω της, όπως στα αγάλματα. Όμως, επειδή βγαίνει από τα νερά, μπορούμε να τη συσχετίσουμε με την Αφροδίτη ή με την Άνοιξη του Μποτιτσέλι, χωρίς ευδαιμονισμό, μεταφυσική ή μυστικισμό. Ωστόσο, και στο ελάχιστο διάλειμμα, το γονιμοποιητικό πούσι της φαντασίας έστησε για λίγο, έστω, αλλά και ξέστησε το σκηνικό, όπως κάνει και ο Καβάφης. Τα πλεγμένα μαλλιά σαλαμάστρα θυμίζουν τον τράχηλο της Καρυάτιδας που τον διατρέχει όχι κοτσίδα ή βόστρυχος,, αλλά σαλαμάστρα, μαλλιά από θαλασσινά σχοινιά και θαλασσινά λόγια. Η οπτασία του Καββαδία θα αναπτυχθεί περισσότερο στην Βάρδια, με ερωτικές προεκτάσεις και παρεκκλίσεις. Για την ώρα πιστεύω, στο «Πούσι» παραμένει ιδανική και συγγενεύει περισσότερο με τη φεγγαροντυμένη του Σολωμού που και εκείνη μέσα από της λίμνης τα νερά σ’ ένα διάλειμμα της αντάρας του Μεσολογγίου, αναφαίνεται, αλλά και παρεμφερώς εμφανίζεται στους Σεφέρη, Ελύτη, Κάλβο, Σικελιανό, για να αναφέρω ενδεικτικά μερικά μόνο ονόματα. Το σίγουρο είναι ότι το διακείμενο είναι πολύ πλατύ και οι ποιητές και οι καλλιτέχνες «όπως οι θάλασσες από μακριά επικοινωνούνε».
Η μετεωρολογικού τύπου πληροφορία «Κάτου στα νερά του Port Pegassu βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή», πλαγίως μας ειδοποιεί για την αντίστοιχη κάθε φορά ψυχική εμπειρία που δεν είναι πρωτόφαντη ούτε μοναδική. Η υπόδειξη προς την οπτασία: «Μην κοιτάς ποτέ σου τις αντένες με την τρικυμία- θα ζαλιστείς», θα μπορούσε να εκληφθεί ως προειδοποίηση για όποιες φιλοδοξίες σε τέτοιους δύσκολους καιρούς. Αυτή η υπόθεση μοιάζει να υποστηρίζεται από τους στίχους 15 και 16: «Από να φοβάμαι και να καρτερώ κάλλιο περισκόπιο και τορπίλα», όπου η προσωρινή απασχόληση βγάζει τον ήρωα από το αδιέξοδο του φόβου και της αναμονής και τον προσγειώνει στα απλά και καθημερινά. Η ιδέα λειτουργεί κάπως σαν τα καβαφικά «φάρμακα της Τέχνης της Ποιήσεως που κάμνουνε -για λίγο- να μη νοιώθεται η πληγή».
Το ποίημα με τις πέντε τετράστιχες στροφές του, το μέτρο του και τον ρυθμό του, την εναλλαγή του οξύτονου στίχου με τον παροξύτονο, κρύβει στο βάθος του την πραγματική διάθεση για ζωή, υποδηλώνει τι την ομορφαίνει και τι ακυρώνει την ομορφιά. Το κακό του πολέμου αναστέλλει τη χαρά της ζωής και επιβάλλει την ενασχόληση με την επιβίωση. Πούσι στον κόσμο, πούσι και στην ψυχή. Το ποίημα με το ρυθμό και τον τόνο του τραγουδήθηκε και έγινε δημοφιλές στο πλατύ κοινό, ενώ παράλληλα γεννά αισθήματα συμπαθείας για τους ναυτικούς και τη δύσκολη ζωή τους.
Δεύτερο ποίημα
«Kuro Sivo»
Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε, με το πρώτο.
Πέρ’ απ’ τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου ’πανε μιαν κούφια ώρα στην Αθήνα.
Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τα’ ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες στο μυαλό σου να σφυρίζει,
«ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;»
Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κι έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που ’χα με κούραση γυμνάσει.
Η λαμαρίνα!… η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το Kuro Siwo σα μια ζώνη
κι’ εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ’ το τιμόνι,
πώς παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.
Το «Kuro Sivo» είναι ισχυρό θαλάσσιο ρεύμα, γνωστό και ως μαύρη παλίρροια. Το ποίημα είναι αφιερωμένο στον ηθοποιό Γιώργο Παπά και, όπως το «Πούσι», αποτελείται επίσης από πέντε τετράστιχες στροφές με κεντρική ιδέα και πάλι το δύσκολο ταξίδι στις θάλασσες του Νότου, στη Νότια Κίνα, αυτή τη φορά, για την παραλαβή σόγιας. Σαν από τις χαραμάδες της επιφάνειας του ποιήματος όμως ξεπηδούν μνήμες από την Αθήνα. Την πρώτη φορά η πληροφορία μάς δίνεται κάπως αόριστα: «ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια/ που σου ’πανε μιαν κούφια ώρα στην Αθήνα» (στρ. β΄, στιχ. 3, 4). Τη δεύτερη φορά όμως τα λόγια που στριφογυρίζουν δυσάρεστα στο μυαλό του ξεκαθαρίζουν όσον αφορά τον πομπό. Πρόκειται για γυναίκα (στρ. 4η,. στιχ. 3), όπως δείχνει ο στίχος «κι ο λόγος της μες στο μυαλό σου να σφυρίζει». Για γυναίκα, λοιπόν, πρόκειται και τα λόγια της είναι λόγια μιας «κούφιας ώρας». «Κούφια η ώρα του τ’ ακούει», λέει ο λαός, για να ξορκίσει το κακό που είπανε τα λόγια τα ψεύτικα, τα μεγάλα, τα κούφια, τα καβαφικά.
Το Kuro Siwo τον έσφιξε σαν μια ζώνη και δεν έφτανε αυτό, αλλά ψόφησαν ο πίθηκος κι οι δυο του παπαγάλοι, η μόνη ζωντανή παρουσία κοντά του. Έτσι, οι εξωτερικές συνθήκες αδρομερώς διαγράφουν το πλαίσιο του ποιήματος και διαμορφώνουν τη διάθεση του ποιητή, η οποία επικεντρώνεται στις δύσκολες βάρδιες, στον κακό ύπνο και στη μαλάρια. Η ατμόσφαιρα θολή, η ορατότητα περιορισμένη, τα φανάρια της Ίντιας άφαντα. Στα αρνητικά στοιχεία του περιβάλλοντος να προσθέσουμε και το κατράμι που μπαίνει στα νύχια και το ψαρόλαδο που ποτίζει τα ρούχα, τις αλλαξοκαιριές που είναι πάντα προς το χειρότερο, τις μικρές απώλειες που αναπλήρωναν ίσως τις μεγάλες απουσίες (οι παπαγάλοι, ο πίθηκος, η γυναίκα, ωστόσο όλα ψεύτικα) . Έτσι μέσα σε ένα κλίμα εξωτερικά εχθρικό και με την «αγαπημένη» πολύ μακριά -αν είναι «αγαπημένη»- με τα λόγια της, ωστόσο, σφηνωμένα στο μυαλό του, το Κουροσίβο, γίνεται περισσότερο ανυπόφορο.
Συμπερασματικά, τα μακρινά ταξίδια στο νότιο ημισφαίριο, οι διαφορετικές καιρικές συνθήκες, οι ασθένειες που επηρεάζουν την υγεία και τη διάθεση, η κόπωση από το φόρτωμα του πλοίου, οι δύσκολες βάρδιες, οι άσχημες οσμές (κατράμι, ψαρόλαδο), όλα είναι στοιχεία που δείχνουν αυτό που ο ποιητής θέλει να περάσει στον αναγνώστη∙ να τον κάνει να νιώσει κι εκείνος, να δει να ακούσει, να γευτεί, να φοβηθεί, να γίνει το δικό του βίωμα, βίωμα και του άλλου. Να λειτουργήσουν οι αισθήσεις∙ αφή, όσφρηση, αφή, ακοή, να αγγιχτεί ο νους. Να καταλάβει σωματικά και πνευματικά τι είναι το Κουροσίβο, το σωματικο-ψυχο-πνευματικό τέρας.
Ωστόσο, ο ποιητής κρατάει πάντα το τιμόνι και το μάτι του δεν παρεκκλίνει από τον μπούσουλα. Ο τελευταίος στίχος του ποιήματος βρίσκει την αναλογία του στον επίσης τελευταίο στίχο του ποιήματος του Γιώργου Σεφέρη «Οι γάτες του Αη Νικόλα»: «Γραμμή!» αντιλάλησε αδιάφορος ο τιμονιέρης. Έτσι και ο Καββαδίας, παρακολουθεί τον μπούσουλα, καρτίνι με καρτίνι, δείγμα της προσήλωσής του στη «γραμμή», στη ρότα του πλοίου και στον στόχο, να βγει από το Κουροσίβο. Κατ’ αναλογίαν, να ξεκαθαρίσει ο κόσμος και ο ίδιος τα συναισθήματά του.
Γενικώς, και αυτό το ποίημα, όπως και το προηγούμενο και όλα της συλλογής είναι ένα μείγμα νεορρομαντικής γραφής, λαϊκότητας κι εκλεκτικισμού, με έντονα ρεαλιστικά στοιχεία. Ο δεκατρισύλλαβος στίχος του βαδίζει αργά και νωχελικά. Η ομοιοκαταληξία του συνέχει τον ρυθμό σαν να υπαγορεύει τη διάθεση και η γλώσσα κρατά καλά τον αναγνώστη μέσα στο πλαίσιο.
Συγκρίνοντας το «Πούσι» με το «Kuro Sivo», έχουμε αντικρυστά το πούσι στο Κουροσίβο, τη Νέα Ζηλανδία στη Νότια Κίνα, τις Εβρίδες στη γέφυρα του Αδάμ, το χαμένο καραβοφάναρο στης Ίντιας τα φανάρια, τη μικρή εμφάνιση της γυναίκας και στα δύο ποιήματα, τη τιμονιέρα στο τιμόνι… Όλα στοιχεία συμπληρωματικά, αναλογικά, σαν το ένα να καθρεφτίζεται στο άλλο, αφού πίσω από τις μικρές διαφορές τους τα ποιήματα είναι ίδια.
Ο Νίκος Καββαδίας παίζει στο ποιητικό κλαβιέ του πολλές παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα. Φέρει μέσα του καλά αφομοιωμένες τις φωνές του Καρυωτάκη, του Καβάφη του Σεφέρη. Και, ενώ απολαμβάνει τα ταξίδια στα εξωτικά μέρη και τους έρωτες, στα λιμάνια, παρουσιάζεται αγχωμένος, προβληματισμένος, και ανήσυχος, μελαγχολικός, με τον τρόπο του ρομαντικός.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Βάρναλης Κώστας, Αισθητικά – Κριτικά, τόμος Β ‘, Κέδρος, 1958, σελ. 281.
Επτά κείμενα για το Νίκο Καββαδία (Αλέξανδρος Αργυρίου, Γιώργος Ιωάννου, Στρατής Τσίρκας, Ντίνος Χριστιανόπουλος), Πολύτυπο, Αθήνα 1982
Νίκος Καββαδίας, Αφιερώματα περιοδικών: “Αντί”, τεύχος 18, 1975, “Τομές”, χρόν, Δ’, τεύχος 32, 1978
Τάσος Κορφής, Νίκος Καββαδίας, Πρόσπερος, Αθήνα 1991.
Μαίρη Μικέ, Η Βάρδια του Νίκου Καββαδία, Εικονο-γραφήσεις και μεταμορφώσεις, Άγρα, Αθήνα 1994
Δημήτρης Καλοκύρης, Χρυσόσκονη στα γένια του Μαγγελάνου, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2004