Ο παρατηρητικός αναγνώστης εντοπίζει στα στοιχεία ταυτότητας του βιβλίου δύο ονόματα «τρανά», όπως θα έλεγε και ο Σικελιανός, τα οποία διεκδικούν το μεγάλο ενδιαφέρον και την προσοχή μας.
Αρχίζω από τη συγγραφέα για να φανεί και η σημασία των γραφομένων. Η Ελένη Αντωνιάδου, μας ήρθε νέα και φανατική για γράμματα από τη Λευκωσία της Κύπρου μεταφέροντας τον αέρα της κυπριακής Ελλάδας στο κέντρο. Από εκεί που η ανάσα ήταν πιο πλατιά όπως περίπου είπε ο Γιώργος Σεφέρης. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, δίδαξε στη Μέση Εκπαίδευση και στο Λαϊκό Πανεπιστήμιο του Μονάχου, τέλος, εγκαστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα και εργάστηκε στο Μορφωτικό γραφείο της Πρεσβείας, στο Σπίτι της Κύπρου και στη συνέχεια ως Μορφωτική Ακόλουθος.
Η ενασχόλησή της με τη μελέτη και την κριτική της λογοτεχνίας είναι συστηματική και ειδικά με το έργο του μεγάλου μας ποιητή Τίτου Πατρίκιου. Εργασίες –εισηγήσεις σε συνέδρια, μελέτες και άλλα κριτικά της κείμενα- δημοσιεύονται σε συλλογικούς τόμους και λογοτεχνικά περιοδικά.
Στο εισαγωγικό της σημείωμα μάς εξηγεί πώς προέκυψαν αυτά τα κείμενα, τα οποία ημερολογιακά ανήκουν σε ένα διάστημα είκοσι ετών, από το 1998-2019, οπόταν η Αντωνιάδου συνδέθηκε με οικογενειακή φιλία με τον ποιητή, του οποίου το έργο ήταν για κείνην «χαρά», «καταφυγή» και «παραμυθία», πράγμα που επανεπιβεβαιώνει το ότι κάνει κανείς καλά ό,τι αγαπά ή, αλλιώς, τέτοιες δουλειές μόνο με αγάπη γίνονται.
Με τις αναγκαίες επαναδιατυπώσεις, όπου χρειάστηκε, απαλοιφές επαναλήψεων και διευθετήσεις τα κείμενα της εικοσαετίας αποτέλεσαν αυτόν τον τόμο.
Το βιβλίο έχει την ακόλουθη δομή: «Η ζωή και το έργο», «Η συνομιλία με τους ομότεχνους», «Οι τόποι», «Τα βιβλία» και τέλος πρώτες δημοσιεύσεις, Ευχαριστίες, Σημειώσεις, Πρώτες εκδόσεις, Φωτογραφίες.
Από την αρχή λοιπόν. Ο Τίτος Πατρίκιος γεννήθηκε στις 21 του Μάρτη (ημέρα της Ποίησης) το 1928, χρονιά που πέθανε ο Καρυωτάκης, σαν να γεννήθηκε για να καλύψει το κενό αμέσως. Αθηναίος από καλλιτεχνική οικογένεια. Κουβεντιάζοντας μαζί του νιώθεις αμέσως τον αέρα του καλλιεργημένου που έχει ζήσει άνετα, έχει διαβάσει, έχει σπουδάσει, έχει ταλαιπωρηθεί, έχει τιμηθεί.
Με προγόνους από το ηρωικό Μεσολόγγι, από τη μια γενιά και καλλιτέχνες από την άλλη, βγήκε ο εγγονός ποιητής και επαναστάτης. Ταξίδεψε στην Αμερική, παιδάκι γνώρισε τον Παλαμά και τον Σικελιανό. Φοίτησε σε διάφορα σχολεία και στην Αναργύρειο-Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών και στο Βαρβάκειο. Μετά στη Νομική καθώς και στη δραματική σχολή του Καραντινού, παράλληλα έμαθε Αγγλικά και Γαλλικά. Από τα δεκατέσσερά του στο ΕΑΜ Βαρβακείου, μετά στην ΕΠΟΝ, μετά μπροστά στο απόσπασμα (ήταν τυχερός και γλίτωσε), μετά στη Μακρόνησο και στον Αϊ-Στράτη. Εκεί γνώρισε τον Γιάννη Ρίτσο και εκείνος τον έπεισε πως η ποίηση ήταν ο δρόμος του.
Από τα ιδρυτικά μέλη του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης γράφει άρθρα και θεωρητικά κείμενα, κριτικές θεάτρου και μεταφράσεις, εργάζεται ως δικηγόρος, δημοσιογράφος, δημοσιεύει την πρώτη συλλογή Χωματόδρομος (1954), γραμμένη στον Αϊ Στράτη. Ο λογοτεχνικός κόσμος υποδέχεται θερμά τη συλλογή και οι κριτικές είναι επαινετικές. Στη συνέχεια παντρεύεται και φεύγει στο Παρίσι για σπουδές κοινωνιολογίας και φιλοσοφίας στη Σορβόννη, παρακολουθεί τα σεμινάρια του Βερνάν, για την αρχαία ελληνική σκέψη, και του Φρανκαστέλ για τη κοινωνιολογία της τέχνης. Ακολουθούν εκδόσεις με ποιήματα που έγραψε στον Αϊ Στράτη, στην Αθήνα, στο Παρίσι και στη Ρώμη. Με τη δικτατορία των συνταγματαρχών κατέφυγε στη Ρώμη, από όπου συνέχισε τον αντιδικτατορικό του αγώνα.
Εργάστηκε ως ερευνητής στην Ουνέσκο, παντρεύτηκε με τη Ρένα Σταυρίδη, καθηγήτρια Ιστορίας στο Πάντειο, και έκανε δύο κόρες, επέστρεψε στην Αθήνα, δικηγόρος και πάλι, εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: Θάλασσα επαγγελίας, Αντιδικίες, Παραμορφώσεις, Μαθητεία ξανά, και άλλες συγκεντρωμένες σε δύο συγκεντρωτικούς τόμους από την Κίχλη, Ποιήματα Α΄ (1943-1959), το 2017 και Ποιήματα Β΄ (1959-2017) το 2018. Πολλοί ζωγράφοι εμπνεύστηκαν από τα ποιήματά του και ο μουσικός Ανδρέας Κατσιγιάνης το μουσικό λεύκωμα Πολιορκημένος χρόνος. Παράλληλα δημοσίευσε και πεζά κείμενα, μελέτες για τον Ευρωπαϊκό ρεαλισμό, μεταφράσεις. Δραστηριοποιήθηκε στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (1995), στην Πολιτιστική Ολυμπιάδα (2000), μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες στο εξωτερικό, έλαβε τον τίτλο του Ιππότη της Δημοκρατίας, έγινε επίτιμος δημότης Χανίων, επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και του Ιονίου Πανεπιστημίου.
Ένας τύπος σύγχρονου Οδυσσέα που είδε, έπαθε και έμαθε πολλά.
Και προκύπτει το ερώτημα «Ώς πού μπορεί να φτάσει ένας χωματόδρομος»; Αυτός ο χωματόδρομος έφτασε πολύ μακριά, όπως είδαμε και ο πετροπόλεμος της εποχής έδωσε τον στίχο
ένα παιδί με άσπρο σημάδι από πετριά στο κουρεμένο του κεφάλι.
Αργότερα θα έρθουν άλλα σημάδια από δικατατορίες και διώξεις
Έλειψε οχτώ χρόνια. /Φυλακή, Μακρόνησο, εξορία. /Σαν ξανάρθε …/
τώρα μέσα στη χορταριασμένη πολιτεία/ άλλαζαν όλα σε κοινότοπες επαναλήψεις.
Είναι που όλα έχουν τη σημασία τους και τη βαρύτητά τους στον τόπο και στον χρόνο τους.
Ο Πατρίκιος συνεχίζει τη συνομιλία του με τους ομότεχνους, Καβάφη, Σικελιανό, Έζρα Πάουντ, καθώς και τους αρχαίους Αρχίλοχο, Πίνδαρο, Όμηρο που τους θεωρεί συγκατοίκους του στο παρόν. Συχνά ο ποιητής μιλά ως «εγώ» που έχει ενσωματώσει το συλλογικό: αν σ’ αγγίξω με την άκρη του δαχτύλου μου / σ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι.
Η συνομιλία με τους ομότεχνους περιλαμβάνει τους: Σεφέρη, Μαγιακόφσκι, Έλιοτ, Νερούντα, Ουίτμαν, Πάστερνακ, Μπρεχτ, Κάλβο, και άλλους, στους οποίους κάνει ευθείες ή πλάγιες αναφορές. Συνολικά η Αντωνιάδου επισημαίνει τριάντα εννέα αναφορές σε άλλους ποιητές, τονίζοντας τη συγγένεια με την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, του Τάσου Λειβαδίτη, αλλά και του Γιώργου Σεφέρη, τον οποίο αποκαλεί «κρυφό συγγενή», δανειζόμενη τον όρο από τον Μαρωνίτη. Δείγμα της συγγένειας μας δίνει η παράλληλη μελέτη των ποιημάτων «Ο βασιλιάς της Ασίνης» και «Στα περίχωρα της Κερύνειας» του Σεφέρη και αντιστοίχως «Η εμμονή μιας πόλης» και «Πυρά Δρακοντεμένη» του Πατρίκιου. Συγγένειες επίσης επισημαίνονται ανάμεσα στο ποίημα «Ημιτελές γράμμα» και με το «Γράμμα στη μητέρα» του Κώστα Μόντη.
Η ενότητα που αφορά τους τόπους πάει μακριά στο χρόνο, αφού η ηθοποιός μητέρα και παππούδες της καλλιτεχνικής οικογένειας είχαν πρωτοπάει στην Κύπρο το 1924, με τον θίασό τους, ενώ ο ποιητής επισκέπτεται την Κύπρο και συμμετέχει σε εκδηλώσεις μαζί με άλλους επιφανείς.
Στη συνέχεια η συγγραφέας θα σχοληθεί με την Αθήνα την «αρχαία, ένδοξη και μίζερη πόλη», τις αλλαγές της, τον σκεπασμένο Ιλισσό της και εκεί στη συμβολή του ποταμού με την Βασιλέως Κωνσταντίνου και το σπίτι του ποιητή. Η Αθήνα όπου γεννήθηκαν τα ποιήματά του. Ακολουθεί η ενότητα με τα βιβλία, τα ποιήματα με τίτλους πολεων και δρόμων. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η συλλογή Λυσιμελής πόθος από την οποία αναδύεται μια άλλη διάσταση του ποιητή. Μια διάσταση που δείχνει τον άνθρωπο τον όμορφο, τον νέο και τον ερωτικό, ακόμα και στις ώρες τις δύσκολες:
Ζευγάρια σ’ ένα αγκάλιασμα/ παθιάρικο, σφιχτό/ ξάφνου ρυθμούς αλλάζουνε / πηδούν, σηκώνουν κουρνιαχτό…
Η ομορφιά των γυναικών που άλλαξαν τη ζωή μας
βαθύτερα κι από εκατό επαναστάσεις
δεν χάνεται, δεν σβήνει με τα χρόνια
όσο κι αν αλλοιώνονται τα σώματα.
Ο Πατρίκιος ασχολήθηκε και με τον πεζό λόγο, όπως και πολλοί άλλοι στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Στον πειρασμό της νοσταλγίας: Διαβάζουμε:
«Στην αυλή του μοναστηριού της Αγίας Τριάδας βλέπω ένα σπάνιο δέντρο. Είναι τριπλό, ταυτόχρονα πορτοκαλιά, μανταρινιά και λεμονιά. Μου λένε πως τα μανταρίνια και τα λεμόνια του είναι αρκετά καλά, αλλά τα πορτοκάλια υπερέχουν. Και το μυαλό μου πάει στους συγγενείς που είναι ταυτόχρονα ποιητές, πεζογράφοι, δοκιμιογράφοι, αλλά που απ’ ότι κάνουν κάτι υπερέχει».
Η Ελένη Αντωνιάδου έκανε μια πολύ φιλότιμη δουλειά και κυρίως με αγάπη. Μας έδειξε πολλά, μας συγκίνησε και μας παρέσυρε στον κόσμο του ποιητή, στην στορία τη δική του, της Ελλάδας και της Κύπρου μας.