Την περασμένη Παρασκευή 8 -10-21, δόθηκε η εναρκτήρια συναυλία της ΚΟΑ, με πολύ κοινό, όσο επιτρεπόταν δηλαδή και με είσοδο μετά από αυστηρό έλεγχο, έπειτα από τόσον καιρό και με έντονη τη νοσταλγία της μεγαλοπρεπούς αίθουσας Χρήστου Λαμπράκη.
Το πρόγραμμα ενταγμένο στο πλαίσιο της περίστασης, εξελίχτηκε χωρίς διάλειμμα. Στο πόντιουμ ήταν ο πολυαγαπημένος του κοινού, Διευθυντής της ΚΟΑ Λουκάς Καρυτινός.
Τα έργα, με τη σειρά που παίχτηκαν, ήταν:
-
Μεταπλάσεις Β΄ του Γιάννη Ιωαννίδη (γεν. 1930). Γραμμένο στα 1970 το έργο ήταν αφιερωμένο στη μνήμη του Γιάννη Χρήστου. Ο συνθέτης μοίρασε τα όργανα της ορχήστρας σε δυο κατηγορίες. Πνευστά και έγχορδα. Στην πρώτη έκανε πάλι μια μικρή διάκριση. Έβαλε μαζί τα «χαμηλόφωνα» ας πούμε: πίκολο, φλάουτα, όμποε, κλαρινέτα και φαγκότα και από την άλλη τα δυνατά: κόρνα, τρομπέτες και τρομπόνια. Η άλλη κατηγορία συμπεριέλαβε όλα τα έγχορδα: δώδεκα βιολιά, τέσσερις βιόλες, τρία βιολοντσέλα και τρία κοντραμπάσα. Τα όργανα αυτά, σε συνδυασμό, αλλά και με ελαφρά απόκλιση, υπηρέτησαν τον κανόνα, δημιουργώντας μικρά νεφελώματα. Ήτοι δημιούργησαν συνδυασμούς με μεγάλες κρατημένες ρυθμικές αξίες, συνδυασμούς με μικρές και σύμμετρες κρατημένες αξίες και συνδυασμούς σύνθετους με επιλογή από τις παραπάνω ποικιλίες. Το πολύπλοκο αυτό ηχητικό αρχιτεκτόνημα πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια τεχνικών παραγωγής ήχου που έχουν οι διαφορετικές οικογένειες οργάνων. Από τη σύνθεση προέκυψε και η αρμονία του έργου που χειροκροτήθηκε με αγάπη.
-
Δεύτερο ήταν το συχνά παιγμένο έργο του Γκούσταβ Μάλερ (1860-1911) Τραγούδια για τα νεκρά παιδιά, (Kindertotenlieder) σε ποίηση του Φρίντριχ Ρίκερτ (1788 -1866). Τα τραγούδια είναι πέντε, «Ο ήλιος πάλι λαμπρός θα ανατείλει», «Τώρα βλέπω, γιατί τόσο φλόγες πυκνές», «Όταν η μητερούλα σου προβάλλει από την πόρτα», «Συχνά σκέφτομαι, έναν περίπατο βγήκαν μόνο», «Με τούτον τον καιρό, μ’ αυτή την κοσμοχαλασιά».
Ο Μάλερ ως παιδί ήταν κυκλωμένος από τον θάνατο. Η παιδική θνησιμότητα ήταν μεγάλη και η οικογένεια του θρήνησε εφτά από τα δεκατρία αδέλφια του που πέθαναν σε βρεφική ηλικία και ο μικρότερός του αδελφός ο Ερνστ το 1873 από οστρακιά. Πολύ αργότερα, όταν έκανε διακοπές στην Καρινθία, στην νότια Αυστρία έχασε την μεγάλη κόρη του στα τεσσεράμισι χρόνια της. Ωστόσο, τα Τραγούδια για τα νεκρά παιδιά γράφτηκαν πολύ πριν χάσει την κόρη του. Ο Ρίκερτ όμως, ο ποιητής που είχε γράψει 425 τραγούδια, είχε επίσης χάσει δύο παιδιά. Τα τραγούδια αυτά τα έγραψε για να απαλύνει το προσωπικό του πένθος και χωρίς να προσέξει ιδιαιτέρως τη τεχνική τους.
Από τα 425 τραγούδια, ο Μάλερ επέλεξε και μελοποίησε τα πέντε, αφού πρώτα διευθέτησε τον στίχο. Ο Μάλερ σπάνια μελοποίησε ποιήματα διότι θεωρούσε ότι ο συνθέτης δεν πρέπει να επεμβαίνει στα «τέλεια» ποιήματα, γιατί θεωρούσε «σαν ο γλύπτης να έχει σμιλέψει ένα άγαλμα από μάρμαρο και ένας ζωγράφος να έρθει να του βάλει χρώματα».
Ωστόσο, η ποίηση του Ρίκερτ για τα νεκρά παιδιά τον παρακίνησε να μελοποιήσει μερικά ποιήματα. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποίησε μια μικρή ορχήστρα, δίνοντας έμφαση στα ξύλινα πνευστά. Αν και ο Μάλερ προόριζε το έργο για αντρική φωνή, αφού εκφράζει τον θρήνο ενός πατέρα, σήμερα τραγουδιέται από άλτο ή μέτζο σοπράνο.
Η πρώτη εκτέλεση του έγινε στις 29 Ιανουαρίου του 1905, από τη Φιλαρμονική της Βιέννης, με τον ίδιο τον Μάλερ στο πόνριουμ και βαρύτονο τον Φρήντριχ Βάιντερμαν. Κάθε τραγούδι κι ένας ήχος, κάθε ήχος κι ένας θρήνος ενός τραγικού πατέρα. Αν προσέξουμε τους τίτλους των ποιημάτων θα δούμε την κλιμάκωση αλλά και την αποφόρτιση του καλλιτέχνη – ποιητή και συνθέτη- μέχρι το τέλος, όπου τέλος όπου οραματίζεται τα παιδιά του στην αγκαλιά του θεού.
-
Γιοχάνες Μπραμς (1833-1897), Συμφωνία αρ. 1 σε ντο ελάσσονα, έργο 68. Τα μέρη: 1. Un poco sostenuto, Allegro non troppo, ma con brio. 2. Andante sostenuto. 3. Un poco allegretto e grazioso. 4. Adagio-Piừ andante, Allegro non troppo, ma con brio.
Το αριστούργημα αυτό χρειάστηκε είκοσι χρόνια επεξεργασίας για να ολοκληρωθεί και τούτο οφείλεται στο δέος του Μπραμς μπροστά στο έργο του Μπετόβεν. Έτσι ενώ άρχισε τη σύνθεση το 1854, έβαλε την τελευταία νότα το 1876. Ωστόσο στο μεσοδιάστημα συνέθεσε και άλλα έργα τα οποία του προσπόρισαν τεράστια εμπειρία.
Η Συμφωνία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 4 Νοεμβρίου 1876 στην Καρλσρούη με Διευθυντή τον Όττο Ντέσοφ. Ο σπουδαίος μαέστρος και αρχιμουσικός της εποχής Χάνς φον Μπύλωφ θεώρησε το έργο ως «Δεκάτη του Μπετόβεν». Παρά τα καλά σχόλια, ο τελειομανής Μάλερ δεν σταμάτησε να την διορθώνει μέχρι το 1877, οπότε και εκδόθηκε και αυτή είναι πλέον η οριστική εκδοχή της.
Με αυτή τη Συμφωνία αλλά και τις τρεις επόμενες, ο Μάλερ θεωρήθηκε συνεχιστής του Μπετόβεν, ειδικά στο τέταρτο μέρος που θυμίζει την Ωδή στη χαρά της Ενάτης.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της Συμφωνίας εν συνόψει; Ο αισθησιακός λυρισμός του αργού μέρους. Το νευρώδες σκέρτσο των μπετοβενικών συμφωνιών που μεταμορφώνεται σε ένα τρυφερό, χαριτωμένο ιντερμέτζο και, εν καταλήξει, η πορεία από τα σκοτεινά ηχοχρώματα προς το επικό θριαμβικό τέλος.
Η Συναυλία της Παρασκευής 8-10-21 ήταν μια συγκινητική βραδιά. Άρχισε με μία σύνθεση στη μνήμη του μεγάλου εκλιπόντος Γιάννη Χρήστου. Το δεύτερο μέρος «Για τα νεκρά παιδιά» ήταν σαν τιμή στους νεκρούς της πανδημίας, αφού και τα παιδιά για τα οποία γράφτηκαν ήταν εκτεθειμένα σε παντός είδους αρρώστιες. Τέλος, ο Μπραμς, με την 1η Συμφωνία του, έκλεισε επικά, θριαμβικά την εναρκτήρια βραδιά της Κρατικής Ορχήστρας. Όπως είπε και ο Λουκάς Καρυτινός στην παρουσίαση του προγράμματος 2021-22, «Η Μουσική, χωρίς να γίνεται διδακτική, φανερώνει τέλεια τη μικρή απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στο πένθος και το θρίαμβο της ζωής που επέρχεται στο τέλος». Η συναυλία είχε τον τίτλο «Έξοδος στο φως» και δηλώνει το πνεύμα της καλλιτεχνικής περιόδου που ξεκινά.
Στα Τραγούδια για τα νεκρά παιδιά συνέπραξε η διεθνούς ακτινοβολίας Γερμανίδα μεσόφωνος Κρίστα Μάγερ.
Τέλος, ο μαέστρος και Διευθυντής της ΚΟΑ Λουκάς Καρυτινός επιβεβαίωσε τη φήμη του και συνάρπασε το κοινό στην αίθουσα.
Συχαρητήρια θερμά για την μέθεξη