Οι Βάκχες του Ευριπίδη είναι το πιο θρησκευτικό δράμα όλου του αρχαίου δραματικού ρεπερτορίου, εφόσον ο θεός του Θεάτρου Διόνυσος (αν εξαιρέσουμε την παρουσία του στην κωμωδία του Αριστοφάνη Βάτραχοι) είναι πρόσωπο που συμμετέχει στα δρώμενα του έργου. Θα λέγαμε μάλιστα ότι με τις Βάκχες ο Ευριπίδης υψώνει τον Διόνυσο ως θεό το 407 π.Χ, τον οποίο θα σατιρίσει ο Αριστοφάνης στους Βατράχους του, το 405 π.χ.
Ο Ευριπίδης έγραψε το έργο στην αυλή του Αρχέλαου της Μακεδονίας, όπου είχε φιλοξενηθεί, όπως και άλλοι καλλιτέχνες από τον φιλότεχνο βασιλιά.
Ο Ευριπίδης έγραψε περί τα 92 έργα, από τα οποία σώζονται τα 18 και ένα σατυρικό. Τις Βάκχες δεν πρόλαβε να τις διδάξει. Τις δίδαξε όμως ο γιος του ή ο εγγονός του το 405 π. Χ. Οι Βάκχες , η Ιφιγένεια εν Αυλίδι και το μη σωζόμενο, πλην ελαχίστων στίχων, Αλκμαίων ο διά Κορίνθου, αποτελούν τριλογία, η οποία κέρδισε πρώτο βραβείο.
Το έργο γραμμένο στο τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου και παιγμένο, στη συνέχεια στον κόσμο όλο και στην Ελλάδα, ανάλογα με τις εποχές απέκτησε ποικίλες νοηματοδοτήσεις. Γενικά, εκφράστηκαν πολλές και διαφορετικές απόψεις, σκηνοθετικές εκδοχές, από συντηρητικές έως τελείως παράλογες και απαράδεκτες, πράγμα που, αν μη τι άλλο, δείχνει την πολυδυναμικότητα του έργου.
Το θέμα της τραγωδίας έχει στο κέντρο της τον Διόνυσο και το αντίπαλο δέος, τον βασιλιά της Θήβας τον Πενθέα. Παραλογισμός και ορθολογισμός σε ευθεία και κατά μέτωπον σύγκρουση. Ο Διόνυσος μεταμορφωμένος σε ακόλουθο του Διόνυσου φτάνει στη Θήβα για να διαδώσει τη λατρεία του. Ο βασιλιάς Πενθέας όμως αμφισβητεί τον νέο θεό και παρασυρμένος από τον Διόνυσο, καθώς και οι γυναίκες της Θήβας, μεταξύ αυτών και η μητέρα του η Αγαύη, ανεβαίνει στον Κιθαιρώνα να κατασκοπεύσει τις μαινόμενες Βάκχες. Εκείνες τον αντιλαμβάνονται και τον κομματιάζουν. Η Αγαύη, μέσα στην έκστασή της, νομίζει πως κρατάει στην αγκαλιά της το κεφάλι ενός λιονταριού το οποίο παλουκωμένο φέρνει στη Θήβα ως τρόπαιο για να το δείξει στον πατέρα της τον Κάδμο. Ο Κάδμος αναγνωρίζει το κεφάλι, ενώ η Αγαύη θριαμβολογεί. Ο τραγικός πατέρας θα ευχηθεί να μην συνέλθει η κόρη του από την έκστασή της και δει τι έχει πράξει. Θα συνέλθει όμως και θα δει, οπότε ο παραλογισμός από τον πόνο θα διαδεχτεί τον παραλογισμό από τη θεία μανία. Όσο η έκσταση της Αγαύης είναι το πέπλο προστασίας της, τόσο το άνοιγμα των ματιών της η δυστυχία της.
Στην παράσταση, στο λιτό πυραμιδοειδές σκηνικό στο κέντρο της ορχήστρας, σαν πίσω από μπερντέ ακούεται δυσδιάκριτος ο λόγος ανάμεσα στους βρυχηθμούς του θηρίου-θεού- Διόνυσου, ενώ επί σκηνής όλα ετοιμάζουν την πτώση του Πενθέα. Θα λέγαμε, όπως και το κείμενο μας επιτρέπει άλλωστε, ότι το όνομα του – nomen omen– Πενθέας- ενέχει την έννοια του πένθους και, επομένως είναι προγραμμένος από τη μοίρα του. Έτσι, όσο πιο πολύ οργίζεται, τόσο πιο πολύ εισχωρεί στην ύβρη, για την οποία θα πληρώσει με τη ζωή του και με τραγικό τρόπο. Η σύγκρουση του νέου με το καθιερωμένο, της θείας με την κοσμική δύναμη, της Ανατολής με τη Δύση, και πολλά άλλα που έχουν διατυπωθεί, θα λήξει με την υπερίσχυση του ισχυρού. Μπορεί ο Ευριπίδης να θεωρείται άθεος ή να υποστηρίζει τις νέες ιδέες, ωστόσο, πάντα τηρώντας το μέτρο και τούτο λέγει και το αντίθετό του αποδέχεται.
Στο έργο κυριαρχούν οι μεταμορφώσεις. Ο Διόνυσος είναι ένα θηρίο πίσω από τον μπερντέ, εξανθρωπίζεται όταν βγαίνει στην ορχήστρα και μεταμορφώνεται σε θεό στο τέλος. Ο Πενθέας είναι βασιλιάς με αντρικά σύγχρονα ρούχα που μεταμφιέζεται σε γυναίκα και η παρενδυσία του αυτή τον σκοτώνει. Στα μάτια των Βακχών είναι λιοντάρι και στο τέλος ξαναγίνεται άνθρωπος. Οι γυναίκες της Θήβας μεταμορφώνονται σε Βάκχες και μετά πάλι σε γυναίκες κανονικές. Η διαρκής μεταβολή οδηγεί την εξέλιξη επί τα χείρω, προσδίδοντας στο έργο άλλες παράπλευρες οπτικές ερμηνείας.
Το ερώτημα – off the record– τον Πενθέα τον καταξέσκισαν οι Βάκχες και τον Ευριπίδη τον καταξέσκισαν τα σκυλιά. Υπάρχει άραγε κάποια κρυφή αλληλουχία σ’ αυτό που ως ποιητής φαντάστηκε και ως άνθρωπος έπαθε; Προοικονόμησε, εν ολίγοις, τον τρόπο του θανάτου του; Και τι είδους ήταν τα σκυλιά που κυκλοφορούσαν ελεύθερα στο παλάτι του Αρχέλαου;
Η σκηνή κατά την οποία ο Διόνυσος κατεβάζει ένα μεγάλο κλαδί, δένει στην κορφή του τον Πενθέα και έπειτα το αφήνει για να τον ανεβάσει ψηλά και να δει καλά τι κάνουν οι Βάκχες, τον βλέπουν όμως εκείνες και τον κατακομματιάζουν, μας θυμίζει βεβαίως τον περίφημο ληστή της Κακιάς Σκάλας, τον Πιτυοκάμπτη. Από την άλλη, ένας πολέμιος θνητός του Διόνυσου θέλει να παραβιάσει τους χώρους λατρείας του θεού. Αυτό συνιστά ύβριν και η ύβρις τιμωρείται. Ο θεός είναι εκδικητικός.
Η μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά εύληπτη. Ο Άκης Σακελλαρίου (Διόνυσος) με τους ζωώδεις βρυχηθμούς του και τις τερατώδεις εκδοχές του πριν εξανθρωπιστεί, ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος (Πενθέας) με την εύλογη οργή του, νέος εμφορούμενος πεισματικά από τις νεανικές ιδέες του, η Ιωάννα Παππά (ερμαφρόδιτος Τειρεσίας) με τους λαρυγγισμούς της, η Κωνσταντίνα Τάκαλου (Αγαύη) με το ανάστροφο λύγισμα της οσφύος, ο Δημήτρης Πετρόπουλος (Κάδμος) με των στερνών τη φρόνηση και ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης (Αγγελιαφόρος) με την στεντόρεια φωνή του, υπηρέτησαν πιστά την ιδέα του έργου.
Τα κοστούμια της Λουκίας Μενέτου, άλλοτε μας φάνηκαν επιτυχημένα (Διόνυσος, Τειρεσίας, Άγγελος), άλλοτε μας γέννησαν απορία (Πενθέας, χορός γυναικών), ενώ η ζωντανή μουσική των Θραξ-Punks χτύπαγε βαθιά στη ρίζα και έβρισκε την αρχαία φλέβα της τραγωδίας. Ο χορός θα μπορούσε να ήταν κάπως πιο οργιαστικός και ειρήσθω εν παρόδω, η καλύτερη σκηνή βακχείας που έχω δει ήταν εκείνη της Comédi Français, το 2019 στην Επίδαυρο, στην παράσταση Ηλέκτρα/Ορέστης. Ωστόσο, όλοι οι συντελεστές εργάστηκαν με πάθος για να αποδώσουν το κατά δύναμιν και το, κατά τη σκηνοθετική αντίληψη, απαιτητό.
Η σκηνοθέτις Νικαίτη Κοντούρη υποστηρίζει ότι οι Βάκχες μπορούν να χαρακτηριστούν «Τελετουργία της συγκίνησης , του συναισθήματος, του μένους και του παραλόγου». «Η παραδοχή του παράλογου», έχει πει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, «δεν είναι μία υποταγή, αλλά μία διέξοδος. Μία ελευθερία». Κι ακόμα θα πρέπει να συμπεράνει κανείς πως «η υπέρτατη σωτηρία είναι μια διαρκής βακχεία από την οποία δεν πρέπει να επιστρέφει κανείς» (εφ. Το Βήμα, 5 Αυγούστου 1973). Φαίνεται πως η ομοιοπαθητική ήταν από τα αρχαία χρόνια γνωστή, το παράλογο μόνο δια του παραλόγου γίνεται υποφερτό, επισύροντας, όμως, και το ανάλογο τίμημα.