Εκείνο που πρέπει να πούμε πρώτα πρώτα είναι ότι κάθε έργο κλασικό, που έρχεται και επανέρχεται στη σκηνή, που μεταφράζεται και να ξαναμεταφράζεται επαναφέρει στην επικαιρότητα τις αξίες στις οποίες στηρίχτηκε η συγγραφή του.
Η Ξένια Καλδάρα στον Πρόλογό της επισημαίνει τη «νέα σχολή μετάφρασης των έργων της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας», την οποία επιχειρεί ο Δήμος Αβδελιώδης και στην οποία ακολουθεί έναν «χαμηλόφωνο, αλλά και καινοτόμο τρόπο μετάφρασης», επικαιροποιώντας το θέμα της Δημοκρατίας και της ανθρώπινης συνείδησης».
Ο Αβδελιώδης, ο οποίος μας έχει δώσει πολλά δείγματα της θεατρικής δουλειάς του, είτε πρόκειται για έργα της αρχαίας Γραμματείας είτε της νεότερης και σύγχρονης, ευαισθητοποιημένος σε θέματα ουσίας και ακολουθώντας συνειδητά και με έμφαση τον μοναδικό δικό του τρόπο εκφοράς του λόγου, επεχείρησε μία μετάφραση τέτοια ώστε ο ηθοποιός να αποδώσει και τον λόγο και το πνεύμα του έργου, χωρίς όμως να προδώσει τον αρχαίο τραγικό ποιητή που του έδωσε και το έναυσμα αυτής της μετάφρασης.
Το έργο είναι απότοκο ενός ιστορικού γεγονότος. Γράφτηκε με αφορμή την ήττα των Αθηναίων από του Θηβαίους στο Δήλιο το 424 π.Χ., όταν οι τελευταίοι απαγόρευσαν την ταφή των νεκρών. Ο Ευριπίδης λοιπόν έγραψε τις Ικέτιδες συγκλονισμένος από την απάνθρωπη αυτή απαγόρευση και τις ενέταξε στον θηβαϊκό κύκλο. Θεμαλοτογικά είναι η συνέχεια της τραγωδίας Αντιγόνη του Σοφοκλή, όπου ο Κρέων είχε απαγορεύσει την ταφή του Πολυνείκη. Εδώ πρόκειται για όλους τους Αργείους που είχαν ακολουθήσει τους Επτά επί Θήβας και είναι οι μητέρες των νεκρών, οι οποίες προσέρχονται στο ναό της Δήμητρας και της Περσεφόνης και ζητούν τη βοήθεια του Βασιλιά της Αθήνας Θησέα και της μητέρας του Αίθρας, για να θάψουν τα παιδιά τους.
Και ενώ ο Θησέας ετοιμάζεται να στείλει αγγελιοφόρο στη Θήβα και να απαιτήσει από τον Κρέοντα να επιτρέψει την ταφή, σύμφωνα με τη θεατρική σύμβαση, καταφθάνει στην Αθήνα κήρυκας από τη Θήβα, ζητώντας τον «τύραννον» της χώρας για να επιδώσει το μήνυμα του Κρέοντα να μη δεχτεί τις Ικέτιδες.
Εδώ αρχίζει και το δράμα, δηλαδή το έργο του Ευριπίδη, το οποίο κινείται πάνω στον άξονα μιας αντιμαχίας, ενός αγώνα λόγων, όπου ανταλλάσσονται επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα υπέρ και κατά της Δημοκρατίας, χωρίς βεβαίως να υπερισχύσει ο λόγος κανενός, με αποτέλεσμα τη λύση να την δώσει ο πόλεμος.
Να πούμε εδώ ότι ο Ευριπίδης είναι παιδί της Σοφιστικής, η οποία δίνει στους αντιπάλους τη ευκαιρία να υποστηρίξουν τις απόψεις τους, όμως πάντα υπάρχουν οι «αστάθμητες δυνάμεις, ιδιαίτερα ισχυρές» που μόνον «ο ορθός λόγος» έχει τη δύναμη να τις αντιμετωπίσειˑ (Βλ. Χρύσα Αλεξοπούλου, Ευριπίδης, εκδ. Πεδίο 2018). «Είναι οι τρέλες των ανθρώπων ή των θεών», όπως έλεγε ο Γιώργος Σεφέρης στο ποίημα «Ελένη».
Στον πόλεμο θα νικήσουν οι Αθηναίοι. Οι νεκροί στρατιώτες θα ταφούν στον Κιθαιρώνα και τα σώματα τα επτά στρατηγών θα δοθούν στον Άδραστο, τον μόνο που επέζησε από τους επτά, και ο οποίος με την υπόδειξη της από μηχανής θεάς Αθηνάς θα ορκιστεί την αιώνια φιλία της πόλης του με την Αθήνα.
Ο Αβδελιώδης μεταγράφει αυτό το υλικό, συμπληρώνει στίχους για να διευκρινίσει τις ιδέες, να διαφωτίσει τον λόγο του Ευριπίδη, ο οποίος τολμά να πάει πιο πέρα από τους άλλους τραγικούς, να δείξει ότι η γέννηση και η εξέλιξη ενός πολέμου «δεν είναι ανθρώπινη μοίρα … αλλά εξαρτάται και ρυθμίζεται από ανθρώπινες επιλογές». Είναι πάθη ανθρώπων και όχι θεών, ημιθέων και ιδανικών ηρώων, όπως στους άλλους τραγικούς. Ο Ευριπίδης βάζει στο κέντρο του τον άνθρωπο και ο Αβδελιώδης, όπως και ο Σεφέρης, αντλούν το έργο τους από αυτόν τον τραγικότερο των τραγικών. Ο Ευριπίδης ανήκε στον κύκλο «των μέγιστων διανοητών και συνομιλητών», μεταξύ των οποίων ήταν ο Περικλής, ο Σωκράτης, ο Αναξαγόρας και ο Πλάτωνας, και είχε «αφομοιώσει την ουσιώδη για τη φιλοσοφία στροφή, που ενδιαφέρεται αποκλειστικά για τον άνθρωπο και την επίτευξη της ανθρώπινης ευημερίας». Υπερασπίζεται λοιπόν τη Δημοκρατία της Αθήνας, ως το μόνο ικανό πολίτευμα να προσφέρει στον λαό αυτήν την ευημερία και να διαχειρίζεται συνετά τα προβλήματα της ανθρώπινης κοινωνίας. Όμως ο Περικλής, «το ιδεώδες μοντέλο του ηγέτη», όπως γράφει ο Αβδελιώδης για τον σπουδαίο αυτόν άνδρα (να θυμίσουμε και την απόδοση του Επιταφίου του, στο Ίδρυμα Κατακουζηνού, πάλι από τον Αβδελιώδη), θα χαθεί νωρίς και η πόλη θα ορφανέψει. Σ’ αυτόν αφιερώνει ο Ευριπίδης το έργο του «θυμίζοντας στους θεατές τη σωφροσύνη και το ανθρωπιστικό πνεύμα, ταυτίζοντάς τον με τον μυθικό ήρωα, προστάτη της Αθήνας, Θησέα». Η Δημοκρατία «δεν είναι κάτι δεδομένο κι αυτονόητο» είναι συνεχής αγώνας «για την υπεράσπιση πανανθρώπινων αξιών και άγραφων νόμων». Κι ακόμα μας διδάσκει ότι και οι ηγέτες και οι πολίτες πρέπει αμέσως να αντιλαμβάνονται το σωστό και να επιχειρηματολογούν υπέρ του, καταδικάζοντας την παραπληροφόρηση, τη δημαγωγία και τις εμμονές που θα μπορούσαν να καταστρέψουν μία πόλη. Αυτά, ανάμεσα σε πολλά άλλα, μας λέει ο Αβδελιώδης στο «Πνεύμα του έργου» το οποίο προτάσσει στη μετάφρασή του.
Ο Αβδελιώδης μας προσφέρει μια εύληπτη μετάφραση και πολλά διευκρινιστικά σχόλια, τα οποία συνιστούν μία πολύ σοβαρή και αξιόλογη παράμετρο του βιβλίου διότι εκεί ο Αβδελιώδης δεν αφήνει τίποτα αδιευκρίνιστο, διαφωτίζοντας λεπτομερώς τον αναγνώστη και το θεατή της παράστασης, διότι για την παράσταση είναι ο προορισμός του. Ωστόσο, αντικριστά, με τη μετάφραση μας δίνεται και το πρωτότυπο, για τον απαιτητικό αναγνώστη και θεατή, ο οποίος θα ήθελε να παραβάλει τον λόγο του Ευριπίδη με αυτόν του Αβδελιώδη και να κατανοήσει και το αρχικό γράμμα και πνεύμα και την ερμηνεία του. Γιατί Αβδελιώδης μεταφράζει, ερμηνεύοντας και σχολιάζοντας…
Επιλέγω για την περίσταση αποδεικτικά αποσπάσματα:
«Κήρυκας των Θηβαίων»
Ποιος είν’ εδώ /ο Κύριός σας;/ Σε ποιον / πρέπει να αναφέρω/ το μήνυμα του Κρέοντα;/ Του Κρέοντα/ που ’ναι/ ο νέος Ηγεμών της Θήβας/…
«Θησέας»
Ξεκίνησες τον λόγο σου Κήρυκα/ μ’ ένα ηθελημένο λάθοςˑ/ ζητώντας να βρεις Ηγεμόνα/ σε μια ελεύθερη πόλη/
Κύριοι είν’ εδώ οι πολίτες/ που αναλαμβάνουν διαδοχικά/ την εξουσία των θεσμώνˑ/ κάθε χρόνο/ απ’ τους προηγούμενος
«Κήρυκας των Θηβαίων»
Αυτό μου ακούγεται / σαν τυχερό παιχνίδιˑ/ όποιον δηλαδή/ φέρουν τα ζάρια/γίνεται νικητής!/
Στη δική μου την Πόλη/ υπάρχει εν’΄ςο ανδρός αρχή/ κι ο όχλος/ δεν ανακατεύεται στην εξουσία…
«Θησέας»
Το χειρότερο σε μια Πολιτεία/ είναι ν’ αρπάξει /»τυχαία» την εξουσία/ ένας ηγεμόνας/ ένας τύραννος/ που δεν δίνει αναφορά σε κανέναν /που καταργεί/ επειδή έτσι θέλει/ τους άγραφους νόμους/
Αλλά και τους γραφτούς/ …/Γι’ αυτό και τους ακυρώνει /με κάθε τρόπο…
«Κήρυκας των Θηβαίων»
Ποτέ δεν πρόκειται να πάρεις/τα νεκρά παιδιά των Αργείων
«Θησέας»
Θα τους κηδέψω τους νεκρούς./ θα τους πάρω απ’ την πόλη σας!
Και έτσι άρχισε ο πόλεμος, του οποίου το αποτέλεσμα αναγγέλε ο Άγγελος:
Για ώρα πολλή /όλα παράπαιαν/. Πότε νικούσε το πείσμα/ και πότε η πίστη.
Κι όμως!/ θριάμβευσε το πνεύμα του Θησέα./…/ Υπόδειγμα σωφροσύνης/ και ανδρείας/ για φίλους και για εχθρούς/…
Τα δεινά βεβαίως δεν έχουν τέλος, η τραγωδία συνεχίζεται αλλά η Αθήνα και το Άργος δίνουν όρκο αιώνιας φιλίας.
Ο Δήμος Αβδελιώδης με τη μετάφρασή του επανέφερε στο προσκήνιο τον δεσμό μας με τον αρχαίο τραγικό λόγο που δυστυχώς και σήμερα βρίσκει την επικαιρότητά του στην αλαζονεία των ισχυρών.
Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί, έργο του Αριστείδη Πατσόγλου, ψηφιοποιημένο από τον Φοίβο Αβδελιώδη.
28