Κριτική εναντίον όλων
Ο Αριστοφάνης ο συντηρητικός και αντιδημοκρατικός, δίνει κάθε χρόνο στην Επίδαυρο το «παρών» για να μας υπενθυμίσει ότι όλα όσα έλεγε τότε είχαν βάση και έρεισμα και ανανεώνουν κάθε εποχή την επικαιρότητά τους, αφού η καθημερινή πραγματικότητα τού προσφέρει πολλές αφορμές για να είναι κάθε χρόνο επίκαιρος.
Βέβαια ο συντηρητικός, στην κυριολεξία, είναι αυτός που συντηρεί ένα σύστημα που δεν θέλει να αλλάξει γιατί τον ξεβολεύει. Οι συντηρητικοί είναι αντίθετοι σε κάθε τι νέο. Όμως δεν είναι πάντα καλύτερο το νέο και δεν είναι πάντα κακό το παλαιότερο. Ένας συντηρητικός πολιτικός μπορεί να είναι καλύτερος από έναν φαινομενικά δημοκρατικό, στον βαθμό που ο δεύτερος είναι, επί της ουσίας, δημαγωγός και ξεχαρβαλώνει τον λαό. Ο συντηρητικός τηρεί τα ιερά και τα όσια που ο μοντέρνος ξεπετάει καβάλα στον ανύπαρκτο Πήγασό του.
Ο Κωνσταντίνος Ρήγος αυτή την παράμετρο του μεγάλου κωμικού ποιητή εκμεταλλεύτηκε και απέδειξε πως πάντα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, στην πολιτική, οι δημαγωγοί είχαν τον τρόπο να παρασύρουν το λαό και οι αριστοκράτες – οι ιππής/ οι ιππείς- αυτοί που είχαν τη δύναμη να εκτρέφουν ίππο, είχαν και τα ηνία για να ιππεύουν τον λαό σαν άλογο. Ταγμένοι όλοι με την ιδέα της συνέχισης του πολέμου από τον οποίο έχουν μεγάλα συμφέροντα (να γιατί ο Δικαιόπολις στους Αχαρνής έκανε χωριστή συνθήκη ειρήνης για τον εαυτό του και την οικογένειά του), ενθυμούμενοι περσινές νίκες στην Πύλο π.χ. νόμιζαν πως δεν θα τους εγκατέλειπε ο θεός ποτέ. Όμως τους εγκατέλειψε όπως ο Διόνυσος τον καβαφικό Αντώνιο ή ο Ηρακλής τον σαιξπηρικό, πλουταρχικό… Σημασία έχει πως τον εγκατέλειψε…
Το έργο παίχτηκε το 424 π. Χ. στα Λήναια, ενώ ο Πελοποννησιακός Πόλεμος που είχε αρχίσει το 431 ήθελε ακόμα είκοσι χρόνια για να λήξει και να καταβαραθρώσει την ανθούσα από τους περσικούς πολέμους και μετά λαμπερή Αθήνα.
Εν ολίγοις η ιστορία έχει ως εξής. Ο Περικλής έχει πεθάνει και την εξουσία έχει πάρει ο Παφλαγόνας – κατά κόσμον ο δημαγωγός Κλέων- ο οποίος επιθυμεί τη συνέχιση του πολέμου, ονειρευόμενος δόξες. Για να σταματήσει το κακό πρέπει να εκλεγεί άλλος κυβερνήτης, αλλά για να εκλεγεί αυτός ο άλλος πρέπει να πείσει το λαό με παροχές περισσότερες από του Παφλαγόνα. Πρέπει δηλαδή να βρεθεί ηγέτης χειρότερος από τον κακό, ανατρέποντας το μη χείρον βέλτιστον. Ως τέτοιος επιλέγεται ο Αλαντοπώλη (Αγοράκριτος), ενώ ο Νικίας και ο Δημοσθένης είναι δούλοι στο αρχοντικό του Παφλαγόνα, οποία κατάντια! Οι δύο αντίπαλοι θα μπουν στη διαδικασία των δελεαστικών προσφορών στο γέρο και ακατάλληλο να πάρει απόφαση Δήμο, διαδικασία η οποία θα λήξει με την επικράτηση του χειρότερου, του Αλαντοπώλη. Το κωμικό στοιχείο και οι χοντράδες που θα ακουστούν στην παράσταση κρύβουν τραγικές καταστάσεις, όπως και όλα, σχεδόν, τα έργα του Αριστοφάνη τα οποία είναι καθαρώς πολιτικά. Έζησε, άλλωστε, και έγραψε καθ’ όλη την περίοδο του 27χρονου Πελοπονησιακού Πολέμου.
Η δομή της κωμωδίας του Αριστοφάνη είναι σχεδόν πανομοιότυπη σε όλα τα έργα του.Πάντα υπάρχει ένα διαγωνισμός αντιπροσφορών. Έτσι στους Βατράχους ο Αισχύλος κερδίζει τον Ευριπίδη με ένα ν βαρύτερο στίχο, γιατί χρειάζεται ο ποιητής του ήθους για να σώσει την πόλη από την ηθική και πάσης φύσεως κατάπτωση. Στους Αχαρνής νικά ο ειρηνοποιός Δικαιόπολις τους φιλοπόλεμους, στις Νεφέλες ο Δίκαιος Λόγος νικά τον φιγουρατζή και αερολόγο Άδικο Λόγο. Στους ΄Ορνιθες ο Ευελπίδης και ο Πεισθέταιρος καταφέρνουν να πάρουν το μέρος τους τα Πουλιά, υποσχόμενοι ελευθερία από θεούς δυνάστες και ποικίλους άλλους παγαπόντες, τελικά, όμως ο Πεισθέταιρος θα γίνει βασιλιάς τους και πάνε περίπατο οι υποσχέσεις περί ανεξαρτησίας. Γιατί ο λαός είναι πάντα εύπιστος και πάντα προδομένος, αρέσκεται στην κολακεία, χαζεύει και ονειροπολεί. Όπως λέει και ο χορός των ιππέων κάποια στιγμή:
Μεγάλη έχεις δύναμη,/ Δήμο μου. Σε φοβούνται/ όλοι σαν να ’σαι /τύραννος. Μα είσαι ευκολόπιστος ,/ σ’ αρέσει η κολακεία, κι έτσι σε ξεγελάνε ./ Πάντα χαζεύεις/ στη Βουλή κι ο νους σου / ταξιδεύει …
Η Ιστορία δυστυχώς επιβεβαιώνει πως πάντα υπάρχει κάποιος που διαθέτει τα μέσα για να καταφέρνει να τραβάει τον Δήμο από τη μύτη. Μετά τον θάνατο του Περικλή, που κρατούσε γερά τα ηνία, η δημοκρατία καταρρέει. Οι έμποροι θέλουν πόλεμο γιατί έχουν κέρδος, άλλοι γιατί είναι ονειροπόλοι, άλλοι γιατί θα βρουν στάδιο δόξης λαμπρόν και άλλοι για άλλους λόγους και φυσικά κανείς δεν νοιάζεται για το κακό που συμβαίνει στην πόλη. Ο Κλέων που κυβερνά ελπίζει πως όλα θα πάνε γι’ αυτόν αίσια. Ο Αριστοφάνης πάλι νόμιζε πως κατακεραυνώνοντας τον Κλέωνα θα εξουδετέρωνε το κακό αλλά αυτό είχε χίλια κεφάλια σαν την Λερναία Ύδρα και τέτοιο αποδείχτηκε στην παράσταση στην Επίδαυρο, όπου συμπαρέσυρε κάθε θεσμό και κάθε λειτουργία, όπως ασκείται και όπως ευτελίζεται μέσα από τα ΜΜΕ και τα προγράμματά τους. Ο ενημερωμένος θεατής από τα ριάλιτι της τηλεόρασης αναγνώρισε αμέσως τους χαρακτήρες, τις ατάκες και τις πόζες, τους τίτλους, τους ρόλους και τα πρόσωπα.
Οι ηθοποιοί Κώστας Κόκλας και Πάνος Μουζουράκης, γνωστοί από την τηλεόραση επανέλαβαν τους ρόλους τους και η συγκεκριμένη αναγνωρισιμότητά τους έδωσε στο κοινό την ευκαιρία να χαρεί και να χειροκροτήσει. Η Στεφανία Γουλιώτη, κορυφαία του χορού, γνωστή μέσα από το θέατρο, ήταν η καταγγέλλουσα τον Θεό για όσα βλέπει και δεν αντιδρά. Και δεν αντιδρά γιατί δεν υπάρχει. Η αναφορά της στις εκατόμβες ζώων, στους θυσιασμένους ανθρώπους στους πολέμους, και κυρίως η αναφορά της στις μεγάλες πρωταγωνίστριες του χώρου, όταν ανέφερε – θέε μου, δεν μας ακούς, στα είπε η Καριοφυλλιά, η Κονιόρδου, η Παξινού- με πένθιμη μουσική υπόκρουση, έδειχνε την καλά κρυμμένη τραγωδία, πίσω από τα γέλια της κωμωδίας, αλλά το κοινό του Παφλαφγόνα χαχάνιζε και καθόλου δεν συνειδητοποιούσε ότι ο σκηνοθέτης τους έριξε φόλα.
Ο Αριστοφάνης κέρδισε με αυτό το έργο το πρώτο βραβείο. Ωστόσο, ο Κλέων εξελέγη στρατηγός, είχε την υποστήριξη του αθηναϊκού λαού και πολέμησε το 422 π.Χ. στην Αμφίπολη, όπου και έπεσε, χωρίς να δει την πτώση της Αθήνας, ενώ ο Αριστοφάνης εξακολουθούσε να τον λοιδορεί και μετά τον θάνατό του.
Εκείνο που πρέπει να υπενθυμίσουμε είναι το ότι η αρχαία κωμωδία για να περάσει τα μηνύματά της στην εποχή μας, πρέπει να μεταπλαστεί στα καθ’ ημάς, αλλιώς δεν λειτουργεί. Έτσι, επαφίεται στην ευρηματικότητα του σκηνοθέτη να καταφέρει να μεταφέρει την αρχαία Αθήνα στη σύγχρονη Ελλάδα με όλα τα δεινά της.
Η παράσταση άρχισε πριν αρχίσει, πριν χαμηλώσουν τα φώτα και σοβαρολογώ. Οι ιππείς όλοι μέσα στην ορχήστρα σαν σε γυμναστήριο, γυμνάζονται επιδεικνύοντας αιλουροειδείς ικανότητες. Η κίνησής τους μία θαυμάσια χορογραφία γεμάτη ένταση συνοδευμένη από ένα μουσικό μωσαϊκό από γνωστές μελωδίες που διευκόλυναν τους χορευτές ιππείς να επιδείξουν το ταλέντο τους, άλλοτε ως ιππείς με την αλογοουρά δεμένη πάνω τους, να ιππεύουν τους ξύλινους «ίππους», σαν να βρίσκονται στο γυμναστήριο, άλλοτε ως μουσικοί με κιθάρες και άλλα όργανα στα χέρια, καθισμένοι κύκλο στην ορχήστρα να παίζουν και να τραγουδούν κι άλλοτε ως χορευτές να χορεύουν στην ορχήστρα ή καθισμένοι στα ξύλινα άλογά τους, κραδαίνοντας χαλινάρια και παρακινώντας τους θεατές να χτυπούν παλαμάκια.
Ήταν μία γιορτή αυτή η, καθόλα, πολιτική σάτιρα που έγραψε ο Αριστοφάνης, μετέφρασε ο Σωτήρης Κακίσης και μας παρέδωσε με τις αναγκαίες στοχαστικές και πικάντικες προσαρμογές ο Κωνσταντίνος Ρήγος. Η ωραία μετάφραση, βεβαίως, δεν περιείχε τα επικαιρικά στοιχεία, τα οποία παρεισέφρησαν a caso pensato, κάνοντας πολύ επιτυχημένη τη σύνδεση του αριστοφανικού τότε με το δικό μας τώρα.
Η πανσέληνος δεν ήταν πιστή στο ραντεβού της στην ορχήστρα, χρειάστηκε καμιά ώρα ακόμα για να λάμψει στον αργολικό ουρανό, αλλά άπαξ και ακούστηκε μέσα στην παράσταση οφείλουμε να πιστέψουμε πως βγήκε και ήταν μάρτυρας των δρωμένων. Ο σκηνοθέτης πάντως είχε συμπεριλάβει στη θεατρική ιεροπραξία και το ολόγιομο φεγγάρι που ούτως ή άλλως το βλέπαμε να μας συνοδεύει επιστρέφοντας από την Επίδαυρο προς τις εστίες μας, καθώς στα αφτιά μας ηχούσε ακόμη η ρομαντική λίμνη των κύκνων που έκλεισε την παράσταση.
Οι συντελεστές αλφαβητικά ήταν
Αλλαντοπώλης: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Δήμος: Στέλιος Ιακωβίδης
Κλέων: Κώστας Κόκλας, Δημοσθένης: Πάνος Μουζουράκης
Νικίας: Κωνσταντίνος Πλεμμένος
Kορυφαίοι Χορού:
Στεφανία Γουλιώτη, Κωνσταντίνος Μπιμπής (γιουκαλίλι), Γιάννης Χαρίσης
Χορός:
Πάρις Αλεξανδρόπουλος, Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου, Θάνος Γρίβας (κιθάρα), Πάνος Ζυγούρος (μελόντικα), Κωνσταντίνος Καϊκής, Γιάννης Καράμπαμπας (κιθάρα), Αλκιβιάδης Μαγγόνας (κλαρινέτο), Βασίλης Μπούτσικος (κιθάρα), Γιώργος Πατεράκης (κιθάρα), Κωνσταντίνος Πλεμμένος, Περικλής Σιούντας (μπαγιάν), Γιώργος Σκαρλάτος (ευφώνιο), Αντώνης Σταμόπουλος (κιθάρα).
Μουσικός επί σκηνής: Λαέρτης Μαλκότσης σαξόφωνο.