Κάθε χρόνο και μια νέα έκδοση, άλλοτε μικρή και άλλοτε μεγάλη, έρχεται στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων, δείχνοντας την ακατανίκητη έλξη που ασκεί ο μεγάλος ποιητής Κάρολος Μπωντλαίρ /Charles Baudelaire σε κάθε νεότερο ποιητή και αναγνώστη. Η συλλογή του Τα άνθη του κακού ξεπέρασε τα σύνορα της Γαλλίας αμέσως και έγινε παγκόσμια κληρονομιά και σημείο αναφοράς για κάθε νέο ποιητή.
Η Κυριακή Λυμπέρη, ποιήτρια με αξιόλογο έργο, επιχειρεί επίσης, να μεταφράσει Μπωντλαίρ. Και λέω «επίσης» γιατί δεν υπάρχει σχεδόν κανείς που δεν έχει μεταφράσει, γνωρίζοντας πρωτίστως Γαλλικά. Κανείς, τρόπος του λέγειν.
Η Κυριακή Λυμπέρη ονομάζει «προπάτορα της νεωτερικής λογοτεχνίας» τον Μπωντλαίρ, που με το έργο του σκανδάλισε στην εποχή του, όπως και κάθε έργο που απευθύνεται στον αναγνώστη του μέλλοντος, στον Hypocrite lecteur!—… semblable,— καιfrère!, ήτοι, στον ποιητή που καλλιεργεί μέσα του το άνθος του κακού, σαν εκ του κακού να ερρύη τα πάντα, τα φαύλα, τα κρείττω, τα επικίνδυνα εκείνα που για να τα γνωρίσεις πρέπει να κάνεις βουτιά στην άβυσσο, στο άγνωστο για να βρεις και να φέρεις στην επιφάνεια το καινούριο. Ο ποιητής που συνομίλησε με τον θάνατο και σαν γέρο καπετάνιο τον φώναξε να σηκώσουν την άγκυρα και να μπαρκάρουν μαζί στη θάλασσα και στο μελάνι. Είναι ο πρώτος ποιητής, τονίζει η Λυμπέρη, που επενδύει στην παθολογία της modernité.
Η ποιήτρια μεταφράστρια θα κάνει μια σύντομη περίληψη της ζωής και των συνηθειών του ποιητή. Θα μιλήσει για τα «πνιγηρά περιβάλλοντα, όπου μπορεί να ανθίζει η ομορφιά και το ιδεώδες», θα τονίσει «τη διαρκή πάλη του καλού με το κακό μέσα στην ίδια ψυχή και στα ανεξερεύνητα βάθη του εαυτού» και γενικώς θα δώσει ένα πολύ σχηματικό περίγραμμα ανθρώπου και έργου.
Για τα Άνθη του κακού έχουν γραφτεί πολλά, πάρα πολλά, και έχουν γίνει μεταφράσεις, αποδόσεις μεταπλάσεις επίσης πολλές. Όσο πολλές και να είναι όμως ποτέ δεν είναι αρκετές. Έτσι, κατά το ο καθείς και η προσφορά του, το πεδίο ανοίγεται σε κάθε επίδοξο μεταφραστή. Το κεφάλαιο είναι πολύ μεγάλο και προκλητικό, γι’ αυτό και η Λυμπέρη μας προλαβαίνει εξηγώντας την πρόκληση που δέχεται ο κάθε ποιητής και ποιήτρια «να επαναπροσεγγίσει το έργο με τον δικό του τρόπο. Μια καινούρια μετάφραση είναι μια δημιουργία από την αρχή». Για τη μετάφραση των 25 ποιημάτων του Μπωντλαίρ δούλεψε περί τα δέκα χρόνια. Τον αγάπησε όταν μάθαινε Γαλλικά, στα εφηβικά της χρόνια, και θαύμασε «τη μουσικότητα της γλώσσας [που] κυλούσε μέσα στο στόμα» και φανταζόταν ότι κάποτε θα επιχειρούσε και η ίδια να κάνει τη δική της δοκιμή, φροντίζοντας και τη μουσική και το μέτρο και την ομοιοκαταληξία και όλα όσα τα ποιήματα τα ίδια την δέσμευαν: «Είχα την πρόθεση να μην προσθέσω, ή και καμιά φορά να αφαιρέσω, παρά τα ελάχιστα απαραίτητα στα ελάχιστα σημεία ώστε να διατηρείται μια ακουστική και ρυθμική αρμονία». Για την εργασία αυτή αφορμή στάθηκε η συμπλήρωση 200 χρόνων από τη γέννησή του ποιητή, την οποία προσφέρει με αγάπη σε όσους αγαπούν τον ποιητή και σε όσους θα τον αγαπήσουν∙ αυτό το θεωρεί μεγάλη της τιμή.
Παρά το ότι έχουν γίνει ογκώδεις εργασίες μεταφραστικές και σχολιαστικές όλων των ποιημάτων (βλ Γιώργος Κεντρωτής, Gutenberg, 2018), μετάφραση όλων των ποιημάτων, επίσης, χωρίς σχολιασμό από τον Αντώνη Πρωτοπάτση (Εκδόσεις Σμίλη, 2019) ο σχολιασμός παρέμεινε ανέκδοτος γιατί ο Πρωτοπάτσης πέθανε τον Απρίλη του 1947, πενήντα ετών, μετά από πολιτικές περιπέτειες και την επάρατη νόσο, πολλές άλλες από επιφανείς παλιότερους και νεότερους, το κεφάλαιο Μπωντλαίρ δεν φαίνεται να τελειώνει και καλώς δεν τελειώνει, διότι το φαινόμενο Μπωντλαίρ είναι μοναδικό.
Όπως έγραψε ο ίδιος ο ποιητής στη μητέρα του Σε φιλώ και στο επόμενο γράμμα μου θα σου στείλω άνθη που θα σου φανούν μοναδικά. Και θα της φανούν μοναδικά, αν δεν την σκανδαλίσουν απλώς, γιατί τα ποιήματα αυτά γεμάτα αλληγορίες, αναμνήσεις, ανία, πόνο, μελαγχολία, απελπισία, αβυσσαλέους στοχασμούς, είναι το αποτέλεσμα μιας απόσταξης, είναι η πεμπτουσία dechaquechoseextraitlaquintessence.. Ο ποιητής μπλονζάρει στο χάος του χρόνου, του κόσμου, του καιρού, που τον απειλεί αλλά και τον προσκαλεί, δεν φοβάται μήπως τον καταπιεί το χάος που προσπαθεί να σκάψει. Ικετεύει τον Σατανά, κάνει λιτανείες:
Δείξε μου οίκτο Σατανά στη θλίψη τη βαριά μου !
Της εξορίας Πρίγκιπα, που σ’ έχουν αδικήσει,
Μα συ την ήττα σου γυρνάς σε πιο μεγάλη νίκη,
Δείξε μου οίκτο Σατανά στη θλίψη τη βαριά μου !
Τα ξέρεις όλα βασιλιά των υπογείων τόπων
Και στοργικέ θεραπευτή του πόνου των ανθρώπων,
………………………………………………..
Συ ξέρεις σε ποιες φέτες γης και σε ποιους τόπους κρύφιους,
Ζηλιάρης έκρυψε ο Θεός τους πολύτιμους λίθους
…………………………………………………………
Θετέ πατέρα όλων αυτών, στο μαύρο το θυμό του,
Ο Κύριος που απομάκρυνε απ’ τον παράδεισό του,
Δείξε μου οίκτο Σατανά στη θλίψη τη βαριά μου !
Έτσι με τη φωνή της Λυμπέρη ακούμε ήχους που ποτέ δεν ακούσαμε απλώς μόνο υπολογίσαμε και υποθέσαμε, αλλά και σε ελαφρές παραλλαγές σχηματίσαμε το πλαίσιο αναφοράς του μεγάλου ποιητή.
Παραθέτω και ένα δείγμα από το ποίημα «Σε μια πολύ εύθυμη», όπου ο αναγνώστης θα διαπιστώσει μια πολύ δυνατή ερωτική παρόρμηση του ποιητή η οποία χρήζει ψυχαναλυτή. Επιλέγω την αρχή και το τέλος, σε απόδοση πάντα της Κυριακής Λυμπέρη :
Η κεφαλή σου, η κίνηση η χάρη, /Μοιάζουν ωραίο τοπίο εξοχικό∙
Αγέρι φρέσκο σ’ ουρανό λαμπρό΄/ Το γέλιο σου στο πρόσωπο βολτάρει.
Και όποιος σκυθρωπός μέσα στους δρόμους/ Εσένα συναντάει θα θαμπωθεί/ Απ’ την υγεία που σαν φωτορροή/ Κυλάει απ’ τ’ άσπρα μπράτσα και τους ώμους….
[…]
Κι αυτή η άνοιξη και τα χορτάρια / Μου εξευτελίσαν τόσο την ψυχή,/
Που τιμωρία έδωσα σκληρή / Σ’ εν’ άνθος για της φύσης την αυθάδεια.
Κι έτσι μια νύχτα ίσως να θελήσω / Της ηδονής που θα σημάνει ο αχός,/
Στα πλούτη του κορμιού σου σαν δειλός/ Αθόρυβα να ’ρθω να γονατίσω.
Το ζωηρό κορμί να τιμωρήσω , / Τα χαρισμένα στήθη να ζουλώ,/
Τον έκπληκτο λαγόνα να τρυπώ/, Πληγή, βαθιά, πλατιά να σου αφήσω.
Τι γλύκα ως τον ίλιγγο θ’ αγγίξω!/ Στα νέα τότε χείλη σου αυτά,/
Όσο ποτέ ωραία και λαμπερά,/ Φαρμάκι αδελφή μου θα σου ρίξω!
Και ένα μικρό δείγμα για ΕΠΙΛΟΓΟ στη μικρή μας περιήγηση από το ποίημα «Βραδυνή Αρμονία», η τελευταία στροφή:
Μια τρυφερή καρδιά το σκοτεινό το τίποτα μισεί,
Συλλέγει ερείπια του φωτεινού του χθες τα κάλλη!
Πνίγηκε ο ήλιος στο αίμα του που τώρα πήζει πάλι…
Σαν δισκοπότηρο μου φέγγ’ η θύμηση σου η σεπτή!
Στην 200ή επέτειο από τη γέννησή του και στην νέα μετάληψη από το «δισκοπότηρο» της παρούσας συλλογής, που μας προσέφερε η Κυριακή Λυμπέρη, ας πιούμε!