Όταν τσιγγάνοι καλπάζοντας…
ανακαλύπτουν το άφθαρτο μηδέν της σκοτεινής ύλης
Ο Κώστας Γουλιάμος είναι ποιητής, αλλά και Καθηγητής σε πολλά πανεπιστήμια, της Ελλάδας, της Κύπρου, της Κίνας και του Καναδά. Με περγαμηνές πολλές και εντυπωσιακές, με δημοσιεύσεις πάμπολλες, εντός και εκτός συνόρων. Με θέσεις σε επιφανέστατα πόστα. Μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών, Εκπρόσωπος για θέματα Ανώτατης Εκπαίδευσης στο Συμβούλιο της Ευρώπης και για έξι χρόνια στο Στρασβούργο στην Μόμιμη Επιτροπή Ανθρωπιστικών Σπουδών. Mε μεταφράσεις επιφανών, όπως William Faulkner,
Otavio Paz, Robert Croetsch. Με τον Μάνο Χατζιδάκι στον «Μουσικό Αύγουστο» το 1981. Με τον Μίκη Θεοδωράκη στη συγγραφή του βιβλίου Στη διαλεκτική της αρμονίας, το 2018 (εκδ. Gutenberg).
Eίναι άνθρωπος του κόσμου από τον οποίο τα πάντα συγκλίνουν σε ένα σώμα ένα μυαλό, μια καρδιά κι εκείνη στάζει στιγμές από το εύφλεκτο ρετσίνι της στο hic et nunc αυτής της κομψής και γεμάτης ουσία και συναίσθημα, συλλογής.
Υγρό γυαλί
Σκληρό και ρευστό συγχρόνως, διαφανές και εύθραυστο, φτιαγμένο από φωτιά και άμμο. Τι σύνθεση άραγε σ’ αυτή τη διαφάνεια έφτιαξε ο δημιουργός και τι ήθελε μ’ αυτήν να υπαινιχτεί. Θεός δημιουργός και ο ποιητής από το υγρό γυαλί –γη, νερό, φωτιά, αέρα- την ύλη των υλοζωιστών, αναδημιούργησε. Σε δύο ενότητες «Με το βλέμμα του Έγκλειστου» η μία και «με το βλέμμα της Σοφίας» η άλλη. Δέκα ποιήματα η πρώτη, τρία η δεύτερη, ανασυνθέτει τον κόσμο με όλα τα δεινά του. Ο Έγκλειστος της Ιστορίας και ο Σοφός από εμπειρία.
Μακροσκελή ποιήματα ή, καλύτερα, αφηγήσεις όπου το κοσμογονικό Χάος αναδιατάσσεται για να χωρέσει όλα όσα ο κόσμος από την πρώτη στιγμή της γέννησής του ώς την ώρα της γραφής μπορεί να χωρέσει. Έτσι, στο «Αίφνης ασώματο σκοτάδι» φωνή Κυρίου ακούγεται και είναι ο ποιητής που εν εξελίξει αντιγράφει στο χαρτί ό,τι από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα έχει ανεξίτηλα καταγραφεί: εμπειρίες, εικόνες, ιστορίες.
Το κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται από το τέλος για να φτάσει στην αρχή της ζωής: θανατερή δίνη /γυμνό λεπίδι /του μύθου/ σαν ξύπνησε ο έγκλειστος/ κι άνοιξε την πέτρα κι έμαθε /πως ο ήλιος πληθαίνει σε ξένους τόπους /γλιστρά και φεύγει στις ρεματιές / ξηλώνει της νύχτας τα καρφιά/ των άστρων τους καθρέφτες/ αγγίζει τις ρυτίδες αγαπημένων/ καθώς βυθίζονται στο αόρατο φως.
Είναι μία dies ira ή μία γέννηση-ανάσταση που γκρεμίζει το χάος για να φανεί; Σαν ένα κράμα μύθων πλατωνικού Πρωταγόρα, Παλαιάς Διαθήκης και Άξιον Εστί του Ελύτη. Όλα καλά λίαν; έτσι αποφαίνεται ο Θεός; Κι ο ποιητής με μια βαθιά ανάσα κι εκπνοή, σαν τους αρχαίους ραψωδούς και τους παλιούς ρομαντικούς
–Ω, ασάλευτο καλοκαίρι / στο στήθος γυναίκας/ τι γυρεύεις–
μορφή στη φύση θηλυκή δίνει. Κι ο αναγνώστης; Παρατηρεί. Επειδή όμως ο ποιητής τυχαίνει να είναι και επιστήμονας, το ερευνητικό του πνεύμα ξέρει να ανασηκώσει το σεντόνι που σκεπάζει τον πίνακα, για να ανακαλύψει απ’ την αρχή τον μύθο, να συναντηθεί στο ίδιο τραπέζι με τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, να βρει στα σκοτεινά παλάτια της την Καλυψώ, να φανερώσει τα κρυμμένα ανθρώπινα πάθη στα αγρίμια τ’ ουρανού και ν’ ανταμώσει άλλους ποιητές, σε απρογραμμάτιστα ραντεβού με στίχους και εικόνες:
«Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις… πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις» (Γιώργος Σεφέρης και «Τελευταίος σταθμός»).
Και η αφήγηση απομακρύνεται από τον μύθο για να επισκεφτεί τα ιστορικά γεγονότα, αλλά και να ξαναγλιστρήσει εκεί που ένας άντρας πάντα θέλει: την εικόνα μιας όμορφης κόρης που ονειρεύεται όρθια στην κουπαστή (σαν Εμπειρίκος), ενώ ένας καπετάνιος
λαχταρά ένα κορμί σε κρυφό λιμάνι
Κι ενώ η αφήγηση πισωδρομεί για να πιάσει το χέρι του Heidegger, του Ζήνωνα, της Ανδρομέδας, αλλάζοντας συνεχώς, όπως αλλάζει η ζωή, ο θάνατος, τα δόντια της νύχτας, το σώμα.
Οι τίτλοι όλοι των ποιημάτων δεν είναι παρά μετασχηματισμοί, τους οποίους παίρνει το υγρό γυαλί στα χέρια του δημιουργού του. Ακούγεται η «Ηχώ φωτός» ξυπνώντας μνήμες από την πατρική γη, όταν στ’ αμπέλια λούζονται γυμνές γυναίκες/ και απ’ το σώμα τους τρέχει/ μυρωδιά από χέρσο χωράφι, σαν του Ελύτη «Όταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια», όλα τα τιμαλφή στεγασμένα μέσα στο ίδιο κορμί.
Η υγρή γυαλένια μάζα αλλάζει στο σχήμα της στιγμής που ξεχωρίζει. Μες στης Ζακύνθου τα νερά έιν’ η γυναίκα της Ζάκυθος που σέρνει την προσφυγιά στον αιώνα μας. Είναι το Auschwitz που χώνεψε στις στάχτες του την Hannah, την Miriam, τον Joahim, την Hedda, τον Simon, την Marion, τον Celan, εκεί που ταξιδεύουν οι νεκροί …αυτή τη νύχτα /και την άλλη μέρα/ και την άλλη νύχτα/ και κάθε νύχτα.
Ο ποιητής βιώνει τον «διά βίου θάνατο» που μέσα απ’ την αντίφαση βγάζει τη θέση: «Η πρώτη αλήθεια είναι ο θάνατος» και όσo ζω πεθαίνω, αποχωρώ σιγά σιγά , μειώνω την απόσταση, φτάνω στο τέλος. Το τέλος που έρχεται από την ίδια τη Ζωή ή το άλλο που φέρνει βιάιως η Ιστορία:
–της ιστορίας ύδατα/ αποσκευές του χρόνου- / σφαγές καπνοί οσμές / καλά είδε στον ύπνο της η Θεονόη / οι μισοί βάρκα και οι μισοί κόκκαλα/ στου Φράγκου τη χαράδρα/ …/ Άγγλοι ευγενείς της αγένειας/ …κάτι γνώριζε και ο Ευαγόρας/ και ο Γρηγόρης και ο Κυριάκος/ …/η μουσική του Μίκη/ στο στόμα του Σωτήρη/ στο μάτι του Αντύπα /στα γόνατα του Αντώνη …/
«Δεν το ‘ξερα πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς», λέει ο Έλιοτ στη γλώσσα του Σεφέρη. Και δεν είναι μόνο το πόσα είδε, άκουσε, διάβασε γνώρισε, ο ποιητής. Το σίγουρο είναι ότι συγκλονίστηκε και αυτός ο συγκλονιασμός έχει έναν μόνο τρόπο να βγει στο φως. Τον καταρρακτώδη στίχο με τα εικαστικά ανάλογα, τους πίνακες του Μπρέγκελ, του Ιερώνυμου Μπος τα τέρατα, τα λόγια των μεγάλων μας δασκάλων.
Το Υγρό γυαλί δεν το διαβάζειςˑ το ζεις, το νιώθεις, το ακούς και το αισθάνεσαι, σαν τραγωδία, σαν μοιρολόι, μια φρίκη που βράζει στο καζάνι, ενώ η Μοίρα όρθια, με μια κουτάλα αόρατη ανακατεύει των ανθρώπων τα βάσανα. Σε κάθε γύρο, το Υγρό γυαλί σκληρός καθρέφτης του κόσμου το καινούριο μήνυμα φέρνει. Την ιστορία του θανάτου που έχει πάρει τη μορφή που ο υαλοπλαστουργός ποιητής της έχει δώσει αντιγράφοντας τα σπλάχνα του, αφήνοντας μετέωρο το ερώτημα:
Από που θα ξεκινήσουμε, Σοφία;
Το εικαστικό της Δέσπως Πρίγκη στο εξώφυλλο και το κόσμημα του Γιάννη Ρίτσου στο τέλος σφραγίζουν το νυν και το απώτερο μέλλον του κόσμου τούτου ή ίσως και το αντίστροφο.