Άνθρωπος γλυκός και τρυφερός. Ποιητής και πεζογράφος και κριτικός και ανθολόγος. Με έργο πολύˑ και πλατύ και βαθύ και πρωτότυπο. Άνθρωπος των Γραμμάτων. Άνθρωπος πάνω απ’ όλα. Σπουδαίος σε όλα. Από τους αντιπροσωπευτικότερους δημιουργούς της γενιάς του ΄70.
Τον γνώρισα όταν ακόμα έμενε κοντά μου, πίσω από το Χίλτον, και εξέδιδε το περιοδικό Γράμματα και Τέχνες. Ένας καθηγητής μου, γείτονάς του, με σύστησε. Μόλις είχα γράψει ένα βιβλίο για το Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου του Οδυσσέα Ελύτη και κι εκείνος ετοίμαζε ένα αφιέρωμα για τον Οδυσσέα Ελύτη. Δέχτηκε με προθυμία τη συνεργασία μου και επαίνεσε τη δουλειά μου και μετά μου πρότεινε συνεργασία στο περιοδικό του μέχρι που το περιοδικό έκλεισε τον κύκλο του. Συνεργάστηκα και στο Κάππα για λίγο και αραιά με τα Ποιητικά. Βλέπετε είχε αρχίσει η εποχή των ηλεκτρονικών περιοδικών.
Ο Κώστας Παπαγεωργίου ήταν σε όλη του τη ζωή ποιητής. Δεν είχε οικειοποιηθεί το «σχήμα», όπως έλεγε και ο Ελύτης για τον εαυτό του, δεν προσπαθούσε να επιδείξει την ιδιαιτερότητά του προκαλώντας με τη συμπεριφορά του. Ήταν σεμνός, ευγενής και μάλλον ντροπαλός. Ήταν. Το θυμάμαι τα τελευταία χρόνια με το μακρύ μαύρο παλτό. Και το μαύρο κασκόλ. Πενθείς; Τον ρώτησα κι εκείνος γέλασε. Ναι, πενθούσε. Πενθούσε γενικώς. Όλο του το έργο ήταν ένα πένθος εν προόδω. Και όπως είπε ο ίδιος ότι η ποίησή του είναι μία και κάθε συλλογή προεκτείνει την προηγούμενη, έτσι και το πένθος, διήκουσα ιδέα ή εμμονή στην ποίησή του, είχε πολλές ευκαιρίες για να εκδηλώνεται. Να διαπερνά τις συλλογές και να μεταμορφώνεται παραμένοντας πάντα ίδιο.
Καθημερινός διανομέας της λύπης ο ήλιος αν και κανείς τώρα πια δεν θυμάται το φοβερό ράμφος της δικαιοσύνης, έγραψε σχεδόν πρόσφατα και δεν είχε ακόμα αισθανθεί το «φοβερό ράμφος της δικαιοσύνης» που διέπει την κάθε ανθρώπινη ζωή. Όμως εκεί γύρω τριγύριζε σαν να περίμενε τη στιγμή που θα τον ραμφίσει. Εγώ το μαύρο θα κρατάω έως θανάτου, επέμενε. Δέντρο πεσμένο τυλιγμένο / Με έκτακτο δελτίο καιρού είναι τώρα πλέον. Με παγωμένο χέρι η δική του Βεατρίκη τον άρπαξε: Έλα να σου δείξω πώς η μέρα διδάσκει τους αρχάριους του πένθους… να περπατούν στους κήπους του εφιάλτη. Ήταν ο εκλεκτός από τη μοίραˑ του έπεσε ο κλήρος να αντέχει το βάρος του ασήκωτου πόνου. Στο Σωσίβιο χώμα του τώρα γυρεύει τους συντρόφους του στον Άδη. Θα στήσει εκεί τον καθρέφτη των Ποιητικών του πραγμάτων, κοιτάζοντας τη βάρκα που έρχεται από την απέναντι όχθη και ποιον να φέρνει άραγε… Ο Κώστας κι αν έφυγε είναι εδώ.. Ένας Αχέροντας μας χωρίζει άλλωστε…
μέρος β΄
Θυμάμαι μία από εκείνες τις φορές που πήγαινα στο γραφείο του, το οποίο είχε μεταφέρει στο υπόγειο της πολυκατοικίας που έμενε, και όπου τα Σάββατα το πρωί προς το μεσημεράκι μαζευόμασταν, οι συνεργάτες του περιοδικού Γράμματα και Τέχνες και ψιλοτρώγοντας (μάλλον καλοτρώγοντας) λιχουδιές – σαλαμάκια, τυράκια, φουά γκρα, χαβιάρι και μπρικ- και πίνοντας, εγώ νερό ή κόκα κόλα, οι άλλοι κρασάκια, ουισκάκια και ουζάκια, καπνίζοντας αμέτρητα τσιγάρα, ας μην το παραλείψουμε και αυτό, συζητούσαμε περί λογοτεχνίας και λογοτεχνών. Εκεί γνώρισα τον Αλέξανδρο Κοτζιά, τον Αλέξανδρο Αργυρίου, εκεί ξανασυνάντησα τον καθηγητή μου (στο Φροντιστήριο) ποιητή Τάκη Καρβέλη, την ιστορικό της Τέχνης Αθηνά Σχινά και άλλους. Οι ηλικιωμένοι έφευγαν σχεδόν τρεκλίζοντας, αλλά βγαίνοντας, μετά από γενναία φιλολογική συζήτηση και φαγοκρασοκατάνυξη, στο φως του ήλιου, σ’ εκείνον τον πευκόφυτο λόφο, πίσω από το Χίλτον, ήταν όλα ωραία και η ζωή έμοιαζε εύκολη. Άλλωστε, κανείς μας δεν είχε δει «τον αρχάγγελο να γυμνάζεται με την πύρινη ρομφαία», όπως λέει ο Σεφέρης, ο οποίος άρεσε πολύ στον Κώστα. Ήταν πολύ νωρίς ακόμα. Και, επειδή κι εμένα μου άρεσε ο Σεφέρης, μου είχε χαρίσει ένα αγγλόφωνο περιοδικό The Charioteer, όπου είχε μία συνεργασίαˑ κι εγώ εκείνον τον καιρό μελετούσα συστηματικά Σεφέρη.
Αν και ο Κώστας ήταν πάντα λιγομίλητος, ήταν, και ας μην φανεί υπερβολή, σαν τον Σεφέρη, ανάμεσα στους άλλους της γενιάς του τριάνταˑ αρχηγός. Οικοδεσπότης, ιδρυτής και ιδιοκτήτης του περιοδικού. Το κέντρο του χώρου και του ποιητικού, κατά την περίσταση, κόσμου. Άλλωστε, ο Σεφέρης ήταν πολύ νεότερος και από τον Κώστα ακόμα, όταν ο Κώστας μάς συγκέντρωνε στη ποιητική του γωνιά. Δεν μπορώ να θυμηθώ ποιος ήταν ο λογοτέχνης που ζητούσε από την τότε γυναίκα του να του τηγανίσει πατάτες και δύο αβγά. Σταθερά πάντα το ίδιο. Τέτοια οικειότητα είχε και τέτοια άνεση έδινε στους ανθρώπους που ήταν πλάι του και συνεργαζόταν.
Όταν μεταφέρθηκε στην Κερασούντος, στο γραφείο του είχε ένα μεγάλο υφαντό στον καναπέ που, αν θυμάμαι καλά, το είχε φέρει από ένα ταξίδι στην Ινδία (;). Ριχτάρι βασιλικό. Με είχε πολύ εντυπωσιάσει το βαρύ ύφασμα με τα βαθιά πυρρά χρώματα, σκούρα κόκκινα και καφετιά, τα σχήματα, τις χάντρες και τις πούλιες. Όταν τον ρώτησα, αν κάθονταν πάνω σ’ αυτό το κομψοτέχνημα, μου είπε βεβαίως, αλλά εγώ φοβήθηκα μην το χαλάσω και κάθισα στη μεγάλη ξύλινη καρέκλα απέναντί του, στο γραφείο. Στον τοίχο κρεμόταν ένας πίνακας του Σόρογκα με ένα άλογο. Το σκοινί με το οποίο ήταν δεμένο το άλογο έβγαινε από την κορνίζα. Όσο εκείνος έψαχνε να βρει τι βιβλία θα μου δώσει, εγώ παρατηρούσα τα πράγματα πάνω στο γραφείο του. Σε μια μεγάλη μολυβοθήκη είχε πολλούς, πάρα πολλούς στυλούς με πέννα, ασημένιους και χρυσούς. Είχα κι εγώ τέτοιους στυλούς, όχι τόσους πολλούς, αλλά τους είχα μέσα στα κουτιά τους, στο συρτάρι. Με το παράδειγμα του Κώστα τους έβγαλα στο φως, αν και για να γράψω με βόλευαν πιο καλά τα απλά στυλό διαρκείας.
Κάτι άλλο που μου έχει μείνει στη μνήμη, πέρα από τα απλά καθημερινά, ήταν η συζήτηση για τη Μουσική. Ο Κώστας άκουγε κλασική μουσική και μια φορά μάλιστα, πρέπει να είχε στο κασετόφωνο (ή πικάπ, δεν μπορώ να θυμηθώ) έναν μεγάλο ρώσο μουσουργό, αλλά δεν θυμάμαι ποιον. Πάντως ήταν από εκείνους τους βαρείς, σαν τον Μπόρις Γκοντουνόφ στην όπερα του Μουσόργκσκι. Και η κουβέντα μας γύρισε στον Μπετόβεν. Του μίλησα για το έργο Τα ερείπια των Αθηνών, που άκουγα με μεγάλο ζήλο και ενδιαφέρον εκείνον τον καιρό, κι εκείνος μου είπε πως τον συγκινούσε η ιδέα ενός ανθρώπου που δεν είχε έρθει ποτέ στην Ελλάδα και όμως είχε γράψει ένα τόσο ωραίο έργο. Την επόμενη φορά που τον επισκέφτηκα του πήγα μια κασέτα, όπου είχα μαγνητοφωνήσει το έργο.
Μια άλλη φορά ήταν, σχεδόν πολύ πρόσφατα, όταν ο Στρατής Χαβιαράς κάλεσε μερικούς φίλους του σε μία φανταστική ταράτσα στην Ακρόπολη για να εορτάσει τα γενέθλιά του. Ανάμεσα στους καλεσμένους ήταν ο Κώστας με τη Νατάσα, Ο Γιώργος Βέης με την Κλάρα, ένας γνωστός ηθοποιός, η ανιψιά του Στρατή, κάποιο ζευγάρι ακόμα που δεν το θυμάμαι, κι εγώ με τον Στέλιο. Με θέα την Ακρόπολη και το φεγγάρι από ψηλά, είχαμε μία πολλή ωραία συζήτηση κι ένα πολύ ωραίο νεοελληνικό ιδανικό πλατωνικό και ρεαλιστικό Συμπόσιο. Ήταν αρχές καλοκαιριού. Φεύγοντας, ο Κώστας είπε, «πριν φύγουμε, να κανονίσουμε να βρεθούμε στο σπίτι μας». Όμως δεν προλάβαμε. Άλλοι φύγαμε για διακοπές αμέσως, ο Στρατής για το άνω μπαλκόνι της Ακρόπολης, ένα χρόνο τώρα, και ο Κώστας θα άρχιζε κι εκείνος την ανηφόρα τη δική του για να αναχωρήσει τελικά πριν λίγες μέρες.
Όμως, πριν από αυτές τις λίγες μέρες, θα τρέξω πίσω, για να τον ξαναβρώ με μια άλλη παρέα στην Πλατεία Μαβίλη. Εκεί, συναντηθήκαμε κάμποσες φορές. Ώρες πρωινές προς το μεσημεράκι. Έδινε την παραγγελία για τον καφέ του: «έναν εσπρέσο με μαύρη ζάχαρη, παρακαλώ». Ήταν χειμώνας και είχε φορέσει το μακρύ μαύρο παλτό και το μαύρο κασκόλ.
Δεν πρέπει να ξεχάσω και τις ωραίες λογοτεχνικές βραδιές που οργάνωνε στου Γκοβόστη, όπου κόσμος πολύς, όσα καθίσματα και αν διέθετε ο φιλόξενος ιδιοκτήτης, ποτέ δεν ήταν αρκετά. Εκεί, ποιητές της γενιάς του ’70, ανά δύο κάθε φορά, μιλούσαν ο ένας για το έργο του άλλου. Ήταν ωραία. Θυμάμαι με συγκίνηση τη κάθε βραδιά που έτυχε να είμαι εκεί. Μια φορά μάλιστα παρουσίαζε το έργο του ο Γιώργος ο Μαρκόπουλος και η ώρα είχε προ πολλού περάσει κι εκείνος όλο κάτι ακόμα ήθελε να πει. Και ο Κώστας του έλεγε χαμηλόφωνα «φτάνει» κι εμείς γελούσαμε και ο Γιώργος δεν τελείωνε γιατί όσα κι αν έλεγαν εκεί μέσα, ποτέ δεν έφταναν και ποτέ δεν τελείωναν.
Πριν λίγο καιρό, είχα μάθει πως σκοπεύει να κάνει ταρζανιές και να αγνοήσει τους γιατρούς. Του τηλεφώνησα και τον ρώτησα πώς πάει κι εκείνος μου είπε: «όπου θέλει πάει, πάει εδώ, πάει εκεί, έχει πάει παντού». Σαν να ήταν αστείο, δεν το πίστευες πως ήταν «έτοιμος από καιρό». Τέλος, κάποια μέρα, λίγο πριν τη μοιραία, του ξανατηλεφώνησα, μήπως θέλει κάτι να πάω να βοηθήσω. Όχι μου είπε όλα είναι κανονισμένα. Τον καληνύχτισα ελπίζοντας ότι θα του ξαναμιλούσα, αλλά δεν πρόλαβα.
Τώρα σκέφτομαι το ποίημα του Ελύτη «Το μαρμάρινο τραπέζι» όπου κάθονται γύρω γύρω: All around οι τέσσερις ύστερα/ Οι τρεις οι δύο κι ο ένας l’unique le solitaire/ […] μπροστά σ’ έναν εξώστη επάνω στη Μεσόγειο/ μετά ο χρόνος τρέχει έως ότου /Το μαρμάρινο τραπέζι αναρπαγεί […] και/ Συνεννοηθούν καλύτερα μέσω του ασχέτου/ οι τέσσερις οι τρεις οι δύο ο ένας.
Οι τέσσερις οι τρεις οι δύο ο ένας, έχουνε πια συναντηθεί, σ’ ένα μπαλκόνι στην «άνω Αττική», σ’ ένα γραφείο μαρμάρινο, αντίγραφο αυτού που είχε κάτω. Κρατάει ένα στυλό με πέννα χρυσή και ένα με ασημένια και συνεχίζει να γράφει ποιήματα, δοκίμια, κριτικές και να συνθέτει Ανθολογίες. Και δεν φοράει πια το μαύρο το παλτό ούτε μαύρο κασκόλ, αλλά ένα ανοιχτό, λινό, άσπρο πουκάμισο.