Ο Λέανδρος Πολενάκης, γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε Νομικά στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στην Êcole des Hautes Êtudes en Siences Socilaes, είναι Διδάκτωρ των MME του Παντείου, διατηρεί μόνιμη στήλη θεατρικής κριτικής στην εφ. ΑΥΓΗ, διδάσκει σε Θεατρικές Σχολές, έχει διδάξει στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Πάτρας, έχει μεταφράσει κλασικούς και νεότερους συγγραφείς από τέσσερις γλώσσες. Είναι Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής .
Ξεκινάμε από τον τίτλο, ο οποίος μας δίνεται σε διπλή παραλλαγή: Λιλήθ η μία εκδοχή και η διάζευξη της, το φτύσιμο και το φίλημα, η άλλη. Από τις έξι ενότητες του βιβλίου, οι δύο έχουν απλό τίτλο, όπως τα «Τα Μυστήρια των Παρισίων» και «Η Έκθεσή μου», ενώ οι υπόλοιπες τέσσερις έχουν τίτλο και διάζευξη επίσης, όπως Ο Θωμάς ο Δύσπιστος ή πώς έγινα συγγραφέας, τίτλος που παραπέμπει στους τίτλους των πλατωνικών διαλόγων, όπως π.χ. Φαίδων ή Περί ψυχής, Κρίτων ή Περί του πρακτέου ηθικός, Γοργίας, Περί ρητορικής ανατρεπτικός κλπ. Αυτή η σύμπτωση ή μάλλον η πρόθεση είναι διακειμενικά γοητευτική.
Στα «Μυστήρια των Παρισίων», μας κλείνει το μάτι και ο Βίκτωρ Ουγκώ και ο Ευγένιος Σύη, Φιλέλληνες και οι δύο. Ο πρώτος έγραψε για την Ελλάδα, ο δεύτερος πολέμησε στο Ναβαρίνο. Και οι δύο έχουν πει πολλά που συνέβησαν στο Παρίσι και ο Πολενάκης λέει τα δικά του στο δικό του το βιβλίο.
Χώρος, η Αθήνα και το Παρίσι στα χρόνια λίγο πριν τη δικτατορία και κατά τη διάρκειά της. Τα γεγονότα ιστορούνται με ευχάριστο και ανάλαφρο τρόπο, χωρίς να χάνουν τίποτα από τη σοβαρότητά τους, όμως, από τη μία ενότητα στην άλλη, ο τόνος σοβαρεύει, για να κορυφωθεί στο τέλος. Να πούμε εξ αρχής ότι η μυθοπλασία επεμβαίνει στην αλήθεια, αφού Τέχνη και πραγματικότητα είναι συγκοινωνούντα δοχεία, δίνοντας τον χιουμοριστικό τόνο στα γεγονότα, τηρώντας όμως το μέτρο ώστε να μην πέσει στο μελό ούτε στο κωμικό.
Και Τα Μυστήρια των Παρισίων ξεκινούν με σκοτάδι και φως ακαταπαύστως: «Εκείνο το μοιραίο καλοκαίρι του ’67, το πρώτο της μαύρης επταετίας, βρέθηκα στην Πόλη του Φωτός». Βρέθηκε, γιατί ο αφηγητής και φοιτητής της Νομικής είχε κοπεί από τον περιώνυμο Ράμμο στην Πολιτική Δικονομία, από τον διαβόητο Χριστοφιλόπουλο στο Εκκλησιαστικό Δίκαιο, γιατί από τα 666 ονόματα Επισκόπων και Μητροπολιτών είχε ξεχάσει τρία κι έτσι αποσυντόνισε το διάολο των 666, νούμερο σατανικό σε ένα μάθημα που έχει σχέση με την Εκκλησία και τη Θρησκεία. Και είχε κοπεί και στην Εγκληματολογία του ανεκδιήγητου Γαρδίκα ή «Καρμανιόλα», που πίστευε στη θεωρία του Τσέζαρε Λαμπρόζο ότι ο εγκληματίας γεννιέται και δεν υπάρχει περίπτωση η εγκληματικότητα να οφείλεται σε κοινωνικά αίτια.
Ένας φοιτητής που έχει πάρει αναβολή από τον στρατό, αλλά δεν έχει χαρακτηριστεί αριστερός, μπορεί, εφόσον καταβάλει εγγύηση, να πάει στο εξωτερικό. Αν όμως έχει πάρει το πτυχίο, πρέπει οπωσδήποτε να υπηρετήσει τη θητεία του και έπειτα να πάει για μεταπτυχιακό στο εξωτερικό. Επίσης ο αριστερός δεν παίρνει διαβατήριο. Ο τυχερός συγγραφέας μας όμως κατάφερε και πήγε στο Παρίσι, αφού η οικογένεια κατέβαλε την χρηματική εγγύηση βαρυγκωμώντας, για να συνεχίσει τις σπουδές του, αν και είχε φάκελο όχι επειδή ήταν αριστερός (ίσα ίσα προερχόταν από αστική δεξιά οικογένεια), αλλά επειδή είχε σχέση με τη Βούλα, κόρη κομμουνιστή, από την παρακατιανή Καλλιθέα, ενώ εκείνοι έμεναν στην αστική Κυψέλη!
Στο Παρίσι. Μας ενημερώνει για το πόσο σημαντική ήταν η δράση των αυτοεξόριστων Καθηγητών ΑΕΙ για να διευκολύνουν τους συμπατριώτες που κατέφθαναν εκεί. Για την ανεκτίμητη βοήθεια του Χουάν, του Ισπανού φύλακα στο Πανεπιστήμιο, που ως κατατρεγμένος ο ίδιος προσέφερε την ψυχική και, όσο μπορούσε, υλική βοήθεια στον ξένο, στον Έλληνα, επειδή Είναι σκληρός ο εμφύλιος αγόρι μου, δεν είναι παιχνίδι για παιδιά (Non es un juego para los ninõs), του έλεγε. Να μην παραβλέψουμε από την αφήγηση του Χουάν την πορεία των 3330 που ξεκίνησαν από την Τερουέλ μέσα από τα Πυρηναία και έφτασαν στη Γαλλία 809, μέσα σε καταρρακτώδη βροχή. Να μην ξεχάσουμε την παρατήρηση του Χουάν ότι η ευγένεια των Γάλλων είναι επιφανειακή και ότι η ισπανική κουλτούρα και παιδεία είναι βαθύτερη (κάτι που είχε υποστηρίξει και ο Αριστοτέλης Νικολαΐδης συγκρίνοντας τις γλώσσες Ιταλική και Ισπανική). Να μην ξεχάσει το αγόρι το Viva la Revolution και την άλλη μέρα η Γαλλία εόρταζε την 14η Ιουλίου 1789.
Μετά ο συγγραφέας μας περιγράφει το κτήριο, όπου ήταν και το διαμέρισμα που του παραχώρησε μια Γερμανίδα φίλη του. Στο ισόγειο ήταν το εστιατόριο «Κοκ ντ’ορ» που παραπέμπει στο ποίημα του Πούσκιν και στην όπερα του Ρίμσκι Κόρσακοφ, για γεγονότα που έγιναν σε κάποια άλλη εποχή και σε μια χώρα που δεν υπάρχει πια (και αν δούμε τη ζωή του Πούσκιν θα καταλάβουμε ποια είναι αυτή η χώρα). Τον πρώτο όροφο του κτηρίου κατείχαν τρεις Ρωσίδες, η Όλγα, η Μάσα και η Ιρίνα σαν τις τρεις αδελφές του Τσέχωφ. Στον άλλο όροφο έμενε η Φαουστίνα (απόγονος του Φάουστ) και το κτήριο, που είναι αληθινό και καθόλου πλαστό, μας φέρνει στο νου τη Λέσχη του Στρατή Τσίρκα διότι και εδώ το ξενοδοχείο είναι πολυεθνικό και η ομάδα των διακεκριμένων Ελλήνων και φοιτητών έχει πολιτική και αντιστασιακή δράση. Όμως, όπως όλα κάποτε τελειώνουν, οι φίλοι βρήκαν το δρόμο τους κι ο δικός μας βρέθηκε στο δρόμο. Γνωρίζει όμως από τραγωδία και έτσι, την κρίσιμη στιγμή, εμφανίστηκε ο από μηχανής θεός στο πρόσωπο μιας Ρωσίδας ελληνικής καταγωγής που τον φιλοξένησε για τρεις μέρες. Μετά έγινε θυρωρός της νύχτας σε ένα ξενοδοχείο στην Ριβ Γκος (πρβ. Σαρλότ Ράμπλιγκ και Ντερκ Μπόγκαρτ).
Να επισημάνω ότι ο αφηγητής διακόπτει την αφήγηση, για να κάνει παράβαση, όπως ο Αριστοφάνης, όταν στρέφεται στο κοινό για να πει τι σκοπεύει να πράξει, αλλά ακόμα δεν μας έχει πει πώς έγινε συγγραφέας.
«Μου συμβαίνει συχνά να γράψω πρώτα, απερινόητα, και ύστερα να νοώ τι έγραψα». Οπότε κάνει φλας μπακ για να μας μιλήσει για τον καθηγητή των Αγγλικών που έπαιζε και ποδόσφαιρο και έπαιξε ρόλο και στη ζωή του. Ο Θωμάς ο Δύσπιστος, οπαδός του Βάκωνα τεκμηρίωνε επιστημονικά πως οι πολιτισμένοι πρέπει δια πυρός και σιδήρου να επιβάλουν την άποψή τους στους απολίτιστους, όπως και έπραξε η αποικιοκρατία. Ο συγγραφέας άρπαξε την ευκαιρία για μια μικρή περιήγηση στα περί «αγγλικής φιλίας» και στα πολιτικά έργα του Σαίξπηρ.
Στη συνέχεια εκφράζει τις ανησυχίες του και για το τι θα συμβεί αν οι βιβλιοθήκες με όλα τα βιβλία πέσουν στη μαύρη τρύπα, σε μια συμπαντική καταστροφή. Τι θα γίνει όλη αυτή η γνώση; Θα την φάει η τρύπα. Τις ανησυχίες του εκφράζει και για τη «φανταστική» βιβλιοθήκη στο Όνομα του Ρόδου του Ουμπέρο Έκο, για τη «συμβολική» του Μπόρχες, για την «ταλαίπωρη» της Αλεξανδρείας που καίγεται και αναγεννιέται, σαν τη γάτα του Σρέντιγκερ και τον 36ο μύθο του Αισώπου. Εν ολίγοις κάτι υπάρχει και δεν υπάρχει ταυτοχρόνως, όπως η γάτα είναι ζωντανή και νεκρή συγχρόνως, σαν όλα να σώζονται σε ένα κβαντικό σύμπαν.
Μα ακόμα δεν μάθαμε πώς έγινε συγγραφέας. Λοιπόν, επειδή ο γυμναστής στο σχολείο του ακύρωσε ένα γκολ γιατί κατ’ αυτόν, τον γυμναστή, τυχαία έγιναν όλα -τέσσερις αιτιολογήσεις με το «τυχαία» –πράγμα που δεν είναι τυχαίο- τον απομάκρυνε από τη μπάλα και τον έστρωσε στο τραπέζι να γίνει συγγραφέας ο Θωμάς ο Δύσπιστος, όταν τους έβαλε θέμα ΄Έκθεσης για την πρώτη μέρα του 21ου αιώνα. Ο Θωμάς, με τον ογκολιθικό ορθολογισμό του, τον βοήθησε να βρει το δρόμο του: θα έχουμε νέα γλώσσα, νέο νόμισμα, νέες συνήθειες…και όλα θα είναι επικεντρωμένα στο χρήμα – ο κλέψας του κλέψαντος τον κλέψαντα.
Η αναδρομή στον Πεισθέταιρο και τον Ευελπίδη του Αριστοφάνη, προβάλλει την απορία γιατί εξαφανίζεται οι Ευελπίδης στη μέση του έργου. Τον έφαγε η μαύρη τρύπα, ενώ ο Πεισθέταιρος παντρεύτηκε τη Βασιλεία και οι Όρνιθες βρέθηκαν στο κοτέτσι…. τα κουτορνίθια οι λαοί. Γιατί το χρήμα δεν βγαίνει με τον ιδρώτα του αγρότη και του βιοτέχνη της Άσκρας, να και ο Ησίοδος με το εργάζευ Πέρση.
Τον καιρό εκείνο τα αστικά σπίτια είχαν και μία υπηρέτρια. «Εγώ Μόσχα ή πώς με συνέλαβαν». Νόμιζα πως θα έλεγε «Εδώ Μόσχα, Η φωνή της αλήθειας» αυτός ήταν ο υπότιτλος του ρωσικού ραδιοσταθμού που εξέπεμπε στα Ελληνικά, όμως δεν πρόκειται περί αυτού αλλά περί του τρόπου με τον οποίο η υπηρέτρια με το όνομα Μόσχα (Μοσχούλα, μοσχοβολιά και μοσχοκάρυδο), απαντά στο τηλέφωνο. Το κεφάλαιο μιλά εκτενώς για τη μοίρα των κοριτσιών της επαρχίας που κατέληγαν σε αστικά σπίτια υπηρέτριες και πολλά άλλα, γιατί η «η αστική τάξη μόλις καλοκάθισε στην εξουσία μετά τη Γαλλική Επανάσταση, θέσπισε για τον εαυτό της το αποκλειστικό προνόμιο να αναπαράγει τον προνομιούχο εαυτό της» (Πρέπει να αλλάξουν όλα για να μην αλλάξει τίποτα έλεγε ο πρίγκιπας Σαλίνα στο βιβλίο του Λαμπεντούζα και στην ταινία του Βισκόντι Γατόπαρδος). «Όλες οι άλλες τάξεις καταδικάζονται να τροφοδοτούν με αίμα την αστική τάξη είτε να διαιωνίζουν τον μη προνομιούχο εαυτό τους. Κάτι που δεν αλλάζει ούτε με επανάσταση. Ακούς Κάρολε;». Το ερώτημα απευθύνεται στον Μαρξ που τον έχει φάει η μαύρη τρύπα εδώ και εκατόν σαράντα χρόνια, αλλά ακούει αν ζει στο Κβαντικό Σύμπαν!!!
Ακολουθεί κατάλογος ονομάτων επιφανών ιατρών, ανωτάτων υπαλλήλων και λοιπών (σαν τον κατάλογο των πόλεων στη Β΄ της Ιλιάδας που έστειλαν πλοία στην Τροία). Οι επιφανείς αστοί έχουν όλοι και το προσδιοριστικό όνομα όπως οι αρχαίοι ήρωες και οι νεότεροι Τσεχωφικοί. Ο ωκύπους Αχιλλεύς, ο πολυμήχανος Οδυσσεύς, ο Μενέλαος ο Πέπων… Ο στομαχολόγος Γουργουρίδης, ο Ακαδημαϊκός Φαίδρος Θλιβομενίδης, η δασκάλα Μένη Περισπωμένη (μαραμένη), ο πνευμονολόγος Βρογχίδης, ο πράκτορας Μάικ Ντουβάρης κ. ά.
Με μια αναποδιά της τύχης η Ασφάλεια θα τον βρει και τότε «θα φτύσει αίμα», όπως του υπόσχονται όλοι: Αξιωματικοί και ηγεμονίσκοι της στρατιωτικής καριέρας, παρανοϊκοί, κομπλεξικοί, ανόητοι, ηλίθιοι, κομμουνιστοφάγοι, κυρίως όμως κοινωνικά στερημένοι, οι οποίοι, όταν βρέθηκαν σε μια θέση εξουσίας θεώρησαν καθήκον τους να εκδικηθούν τους καλύτερούς τους… Τεκμήρια ενοχής για τον ήρωα είναι τα βιβλία των μεγάλων Ρώσων και Γάλλων συγγραφέων στη βιβλιοθήκη του αλλά και για την «ομοφυλοφιλία» του τα ποιήματα του Καβάφη. Γι’ αυτό τον λόγο είναι «πραγματικός κίνδυνος για τα ελληνοχριστιανικά ήθη» και για τους νέους μας που θα τους «μολύνει» με την «κομμουνιστικήν και κιναιδικήν του ιδεολογίαν».
Ο Επίλογος του βιβλίου φέρει και τον τίτλο του: «Λίληθ ή το φτύσιμο και το φίλημα», εδώ έχουμε συνταρακτικά γεγονότα την ημέρα του Πολυτεχνείου.
Ο Λέανδρος Πολενάκης έγραψε ένα βιβλίο πολυεπίπεδο, κυρίως όμως πολιτικό, με τα γεγονότα που έχουν αφήσει σημάδι στη μνήμη, ωστόσο, με ύφος υπαινικτικό, συχνά πικρό, χωρίς να εξορίζει το χιούμορ. Το πολυεπίπεδο συνδέεται με όποιες –και είναι πάρα πολλές- πληροφορίες καλλιτεχνικές και άλλες που κάνουν το κείμενο υψηλής πληροφορητικότητας και διακειμενικότητας, όπως είναι οι κειμενογλωσσολογικοί όροι που προσδιορίζουν τις συγκεκριμένες λειτουργίες: την προσφορά της πληροφορίας δηλαδή με τέτοιον τρόπο ώστε να κεντρίζει το πνεύμα και να ανοίγει παράθυρα σε άλλα πεδία – κείμενα, βιβλία, εικόνες, γνώση.
Έγραψε ένα βιβλίο που αναφέρεται στη ζωή του, στην Ελλάδα και τα δεινά της, στην πολιτική, στην επιστήμη, στη φυσική και τα μαθηματικά, στη φιλοσοφία, στην Τέχνη, στη λογοτεχνία, στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στην καθημερινή ζωή, στον έρωτα και την ανατροπή, στον παραλογισμό των δικτατόρων και όλων εκείνων που εμπλέκονται στο σύστημα. Και όλα αυτά με μια αφήγηση γοητευτική που δεν σε αφήνει ούτε ανάσα να πάρεις ούτε να λασκάρεις, ούτε να βαρεθείς ούτε να πλήξεις. Μια αφήγηση σαν ένα θέατρο παραλόγου, που δεν θέλεις να τελειώσει. Ένα βιβλίο πυκνό, και ας φαίνεται μικρό, που λέει με δύναμη τα πάντα χωρίς να αφήνει τίποτα ασχολίαστο.
Και βέβαια δεν πρέπει καθόλου εμείς σήμερα, με την ασφάλεια που μας παρέχει η χρονική απόσταση, να υποτιμήσουμε τους φόβους της οικογένειας για τους κινδύνους που απειλούσαν κάποιον στιγματισμένο ως κομμουνιστή, ούτε να παραβλέψουμε την κοινωνική προκατάληψη και την βαρύγδουπη επιστημονική άποψη του Λαμπρόζο, γιατί όλα σε άλλο επίπεδο ισχύουν ακόμα. Να μην ξεχάσουμε και το εξώφυλλο: Λιλήθ, κορίτσι, γυναίκα, Αρχάγγελος, μυστήριο…