You are currently viewing   Ανθούλα Δανιήλ:  ΛΟΡΔΟΣ ΜΠΑΙΡΟΝ                  

  Ανθούλα Δανιήλ:  ΛΟΡΔΟΣ ΜΠΑΙΡΟΝ                  

   

                   Σήμερα έκλεισα τα τριάντα έξι μου χρόνια

 

Ο Τζορτζ Γκόρντον  Νόελ, o λόρδος Μπάιρον, ο δικός μας λόρδος Βύρων,  γεννήθηκε στο Λονδίνο, στις 22 Ιανουαρίου  του 1788 και πέθανε στις 19 Απριλίου του 1824· ήταν τριάντα έξι ετών. Πέθανε όπως το έγραψε και όπως το ήθελε.  Όμως, όχι ακριβώς.

Ο Μπάιρον είχε επισκεφτεί την Ελλάδα για πρώτη φορά το 1809-1811, μαζί με τον φίλο του Τζον Καμ Χομπχάους. Ήταν τότε που επινόησε τον εαυτό του ως Τσάιλντ Χάρολντ,  φέροντας μέσα του και τους  χαρακτήρες των ηρώων των έργων του.  Με τον Χομπχάους έκενε το Grand Tour, όπως ήταν συνήθεια των Άγγλων ευγενών- νέοι απόφοιτοι της Οξφόρδης ή του Καίμπριτζ, λάτρεις της ελληνικής ιστορίας και φιλολογίας- να κάνουν το ταξίδι τους στην Ανατολή.

Μετά δέκα χρόνια περίπου επανήλθε. Είχε  φτάσει η ώρα να γίνουν οι λέξεις «πράγματα». Αυτή τη φορά όμως, όχι ως Τσάιλντ Χάρολντ, αλλά ως «Νέος Προμηθέας» και με την παρότρυνση ενός άλλου φιλέλληνα, ποιητή και φίλου του, του Πέρσι Μπις Σέλλεϋ.  Τίποτα, επομένως, δεν έγινε τυχαία και τίποτα δεν αφέθηκε στην τύχη, όπως  αποδεικνύεται από την αλληλογραφία επιφανών αλλά και από όσα έχουν περιγραφεί από τον Μπάιρον στα έργα του, με τη «λάβα της φαντασίας που η έκρηξή της αποσοβεί έναν σεισμό», όπως σημείωνε ο Τζον Καμ Χομπχάους.

Θεόδωρος Βρυζάκης, Υποδοχή του Βύρωνα στο Μισολόγγι, έργο του 1861.

 «Η άφιξη του λόρδου Μπάιρον έγινε δεκτή με κανονιοβολισμούς, ζητωκραυγές, τουφεκιές και ξέφρενη μουσική. Πλήθη στρατιωτών και πολίτες από κάθε κοινωνική τάξη είχαν συγκεντρωθεί στην παραλία,    για να διατρανώσουν τη χαρά τους. Ελπίδα και ικανοποίηση ζωγραφίζονταν σε όλα τα πρόσωπα», γράφει ο Γκάμπα που τον συνόδευε. Και όπως ορθά είχε μαντέψει ο Τρελόνι, που επίσης τον συνόδευε, «ο ποιητής είχε τώρα αποθέσει την πένα του  και είχε σηκώσει την περικεφαλαία του πολεμιστή». Ήταν η πιο σπουδαία στιγμή στη ζωή του Μπάιρον.

  Όμως, όταν ο Μπάιρον έφτασε  στην Ελλάδα να πολεμήσει για την ελευθερία της, η συγκυρία ήταν αντίξοη. Την απαισιοδοξία που είχε διοχετεύσει στα έργα του -όλοι οι ήρωές του είχαν κακό τέλος- την βίωσε ως απελπισία. Το alter ego του ο Σέλλεϋ είχε πνιγεί στο Λιβόρνο και του είχε κάνει στην παραλία μια ομηρική ταφή. Το φάντασμα του Σέλλεϋ, όμως,  ήταν διαρκώς μπροστά του και ας μην πίστευε στη μεταφυσική. Στην Ελλάδα είχε ξεσπάσει ένας πόλεμος ανάμεσα στους συγχρονιστές και στους παλιούς οπλαρχηγούς. Ο Μπάιρον βρέθηκε στη δίνη αυτής της συμφοράς. Ο εμφύλιος είχε αρχίσει. Του κρύβουν ότι ο Κολοκοτρώνης είναι ο μεγάλος στρατηγός στην Πελοπόννησο. Ο Μαυροκορδάτος κάνει «ίντριγκες» με τους Ευρωπαίους και θέλει να δει κάποιον ξένο μονάρχη στον θρόνο της Ελλάδας.   Συνεχώς όλοι του ζητούν χρήματα, τα οποία θα του επιστρέψουν, όταν πάρουν το δάνειο από την Αγγλία.  Τον προδίδουν οι αγαπημένοι του Σουλιώτες, οι οποίοι  είχαν μαζί και τις οικογένειές τους και δεν είχαν τα μέσα να τις συντηρήσουν. Οι Έλληνες έρχονται σε συμφωνίες με Τούρκους εναντίον άλλων Ελλήνων. Ο Καραϊσκάκης διεκδικεί τα Άγραφα με άνομους τρόπους και τρομοκρατεί τα χωριά. Ο Μαυροκορδάτος κινείται χωρίς να τον ενημερώνει, στήνει δίκη και καταδικάζει τον Καραϊσκάκη.  Κι ενώ ο Μπάιρον τα βλέπει όλα αυτά και θλίβεται πάρα πολύ, έχει πάρει την απόφαση να εξοδεύσει όλο του το εισόδημα, αρκεί να κρατήσει τους Έλληνες ενωμένους. Πιέζει να πουληθεί ο πύργος του στην Αγγλία για να έχει χρήματα για τον Αγώνα. «Εγώ δεν έχω έρθει εδώ σε αναζήτηση περιπετειών αλλά για να βοηθήσω στην αναγέννηση ενός έθνους» έλεγε. Με αφορμή έκδοσης εφημερίδας στο Μεσολόγγι ξεσπούν άγριες διαφωνίες για την ελευθερία του τύπου. Οι σχέσεις με τα Ιόνια νησιά είναι περίεργες. Λόντος, Ζαΐμης, Τζαβέλας μπαίνουν στον χορό των διαφωνιών.  Ο Μπάιρον γρήγορα μαθαίνει τι είναι η πολιτική. Έχει αποκαρδιωθεί και καταλαβαίνει πια για ποιους ήρθε να πολεμήσει και να διαθέσει την περιουσία του. Ο εμφύλιος και η φονική υγρασία θα επισπεύσουν το τέλος του.

 Δεν μπόρεσε και δεν πρόλαβε να κάνει όσα ευαγγελίστηκε. Ένα δυνατός πυρετός τον κατέβαλε και η αφαίμαξη, που απεχθανόταν, τον χειροτέρευσε. Έπεσε σε κώμα από το οποίο δεν συνήλθε ποτέ και λίγο μετά τις 6 μ.μ., στις 19 Απριλίου, πέθανε. Στο παραλήρημά του ζητούσε την κόρη του και μιλούσε για ό,τι είχε  κάνει για την Ελλάδα. Τα τελευταία του μυστηριώδη λόγια ήταν:  io lascio qualque cosa di caro nel modo (αφήνω κάτι πολύτιμο στον κόσμο). 

Θα πολεμήσω, έστω και με λέξεις και, αν η τύχη το θελήσει, και με πράξεις… είχε γράψει στον Δον Ζουάν.

Είχε έρθει στο Μεσολόγγι μία μέρα πριν από τα Χριστούγεννα. Πέθανε μία μέρα μετά το Πάσχα. Τηρουμένων των αναλογιών, σαν Χριστός γεννήθηκε, σταυρώθηκε και με τη φήμη του αναστήθηκε.

 Το χαμό του θρήνησε ολόκληρο το Έθνος και ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός έγραψε την «Ωδή εις τον θάνατον του Λόρδου Μπάυρον», η οποία αρχίζει με τους στίχους: Λευτεριά για λίγο πάψε / να χτυπάς με το σπαθί,/  τώρα σίμωσε και κλάψε / εις του Μπάυρον το κορμί. Και ο Ανδρέας Κάλβος του αφιέρωσε το ποίημα με τον τίτλο «Βρετανική Μούσα». Στη στροφή ΙΘ΄ γράφει: Σε η Ελλάς ευγνώμων/ Ως φίλον μεγαλόψυχον/ Ζητεί να στεφανώση,/ως παρηγορητήν της/ ως ευεργέτην.

Το ποίημα που έγραψε στο Μεσολόγγι,  στις 22 Ιανουαρίου 1824, αποδείχτηκε προφητικό.

                  «Σήμερα έκλεισα τα 36 μου χρόνια»

           «On this day I complete my thirty-sixth year»,

Καιρός τούτη η καρδιά να πάψει να χτυπάει, 

 αφού τις άλλες έπαψε να συγκινεί.

Μα κι αν κανένας πια δε γίνεται να μ’ αγαπάει,

Ας αγαπάω ακόμα πιο πολύ.

 

Οι μέρες μου έχουν κιτρινοφυλλιάσει, 

πάει της αγάπης τ’ άνθος κι ο καρπός:

σαράκι μόνον έχει μέσα μου φωλιάσει

μαράζι και καημός.

 

Τα στήθια μου έρημη φωτιά τα κατατρώει, 

Σαν κάτι ηφαιστειογέννητα νησιά:

Πυρσός δεν είναι, είναι η πυρά που καίει

νεκρόν, στην ερημιά.

 

Η ταφή του Σέλλεϋ, σαν ομηρικού ήρωα. 

  

Η ελπίδα, ο φόβος, η έγνοια η άγρυπνη 

το πρόσβαρο του πόνου μερδικό,

της αγάπης η δύναμη όλα μ’ έχουν αρνηθεί,

μόνο την άλυσσο τραβώ, 

——————————————————————

Μα όχι έτσι: εδώ δεν είναι ο τόπος, ούτε η ώρα

 να μου ταράζουν τέτοιες σκέψεις την ψυχή,

που δόξα είναι το στόλισμα στου αντρείου τη νεκροφόρα,

ή στέφανο στην κεφαλή.

 

Σπαθί, σημαία εδώ, της μάχης ο ομαλός,

 η Δόξα και η Ελλάδα γύρω μου είναι, να!

ο Σπαρτιάτης στην ασπίδα σηκωτός   

περισσότερη δεν είχε λευτεριά.

 

Ε, σήκω επάνω! (όχι η Ελλάδα, αυτή ’ναι ορθή)

Ε, σήκω επάνω, πνεύμα μου! Στοχάσου ποια

το αίμα σου έχει βάψει την ορμή προγονική

και χτύπα στην καρδιά!

 

Ξανανιωμένα πάθη κλώτσα τα μακριά,

τ’ ανάξια γι’ ανθρωπιά: να μη σε νοιάζει, 

εσένα πια καθόλου η ομορφιά,

χαμογελάει ή κατσουφιάζει.

 

Τα νιάτα σου αν τα κλαις, γιατί να ζεις;      

Εδώ ’ναι ο τόπος όπου ο θάνατος έχει τιμή:

Εμπρός, στη μάχη ρίξου ευθύς,

Να παραδώσεις την πνοή!

 

Ψάξε να βρεις – οι πιότεροι έχασαν τον κόπο-

Στρατιώτη τάφο· τι καλύτερο ποθείς;  

Κοίταξε γύρω, διάλεξε σ’ αυτό τον τόπο

Τη θέση σου ν’ αναπαυθείς.

 

 Το φαινόμενο «βυρωνισμός», όλο δύναμη και ψυχική ευφορία άσκησε επίδραση σε πολλούς ποιητές του μεγέθους του Γκαίτε, Χάινε, Πούσκιν Λέρμοντοφ και Μόντι. Η φήμη του είχε φτάσει μέχρι την Αμερική. Ο Λόρδος Μπάιρον ήταν ο πιο διάσημος από τους φιλέλληνες που συνέβαλαν στη διεθνοποίηση του αγώνα των Ελλήνων.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.