You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ:  Λόρδου Μπάυρον  (1788-1824), Επιστολές από την Ελλάδα 1809-1811 και 1823-1824 εκδόσεις ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑ

Ανθούλα Δανιήλ:  Λόρδου Μπάυρον  (1788-1824), Επιστολές από την Ελλάδα 1809-1811 και 1823-1824 εκδόσεις ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑ

                                                     Στον Βάσο Βόμβα, για τη δωρεά

                

θέμα τιμής και κλίσης

 

Οι επιστολές του Λόρδου Μπάιρον βρίσκονται πλέον σε έναν ογκωδέστατο και πολυτελέστατο τόμο, εντός κασετίνας, από τις εκδόσεις ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑ, ήδη από το 2008. Την Eπιμέλεια –Εισαγωγή – Σχόλια έχει κάνει ο Leslie A. Marchand, τη μετάφραση ο Δημοσθένης Κούρτοβικ, το Επίμετρο η Μάρα Γιάννη και την προμετωπίδα ο Σωτήρης Σόρογκας∙ είναι ο Μπάυρον στην πρώτη μετεφηβική του ηλικία με τον ανοιχτό άσπρο γιακά, το λευκό πρόσωπο και το λαμπερό βλέμμα. 

Μότο του βιβλίου από το εξώφυλλο, οι στίχοι του Διονυσίου Σολωμού:

                     Άκου, Μπάυρον, πόσον θρήνον

                      κάνει, ενώ σε χαιρετά,   

                      η πατρίδα των Ελλήνων∙  

                      κλαίγε, κλαίγε, Ελευθεριά.

 

Στις  επιστολές αυτές καταγράφονται οι εντυπώσεις του Μπάυρον από τα δύο ταξίδια του στην Ελλάδα. Το πρώτο -29.9.1809 με 3.11.1811- το νεανικό του με τη συντροφιά του John Cam Hobhaouse και το δεύτερο  – 12 Μαΐου 1823 με 9 Απριλίου 1824 και με το φάσμα του Persy Byss Shelley.

Ο επιμελητής των Επιστολών Leslie A. Marchand γράφει πως ο Μπάυρον ερωτεύτηκε την Ελλάδα, από το πρώτο του ταξίδι και ότι η απόφασή του να έρθει και να πολεμήσει γι’ αυτήν δεν κάμφθηκε ποτέ παρά τις διαμάχες που είχαν οι Έλληνες μεταξύ τους. Γράφει ακόμα ότι τα σχόλιά του για την Ελλάδα και την Ελληνική Επανάσταση ήταν γεμάτα ανθρωπιά και «επιβεβαιώνουν τη θέση του στην ιστορία ως Έλληνα πατριώτη και ήρωα».   

Εδώ, μπορούμε να πούμε ότι ο Μπάυρον δεν είναι αυτός που ξέρουμε, ο παραδομένος στην ασυδοσία και την κραιπάλη, ο ασύδοτα «ερωτικός» και απρόβλεπτος. Όπως φαίνεται, κυρίως, από την ώρα που πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα, είναι ένας υπεύθυνος άνθρωπος, φιλότιμος, φιλάνθρωπος,  ηθικός, προνοητικός και αριστοκράτης. Είχε αφήσει πίσω του κάθε πράξη προσβολής της δημοσίας αιδούς και  έβλεπε πολύ σοβαρά τον ρόλο του στην Ελλάδα.  Δεν είχε αρχηγικές φιλοδοξίες, προσπαθούσε να κρατάει τάξη στους στρατιώτες του  και να επιβάλει ειρήνη στις μεταξύ τους διαφορές.  Δεν ήθελε να λάβει μέρος στο πλευρό καμιάς πολιτικής παράταξης και ενδιαφερόταν μόνο για την ελευθερία της Ελλάδας.

Οι επιστολές του πρώτου ταξιδιού είναι διαφορετικές από εκείνες του δεύτερου. Είναι γεμάτες από ζωντάνια και ανησυχία για δημιουργία, για περιπέτειες αλλά και μια κρυφή απαισιοδοξία και πρόωρη κούραση. Το Τσάιλντ Χάρολντ έχει εκεί την πηγή του και είναι έργο που του έφερε επιτυχία και φήμη, χωρίς προηγούμενο. Ακολούθησε η αυτοεξορία του στην Ελβετία, όπου συνέγραψε τον Δον Ζουάν, αυτό το «έμμετρο Βόρειο Σέλας», «το αριστούργημα σατιρικού κεφιού και φιλάνθρωπης σοφίας, στο οποίο οφείλεται κυρίως η αθάνατη φήμη του».

Στις επιστολές του δεύτερου ταξιδιού, ο Μπάυρον εγκαταλείπει το χιούμορ και την περιπαιχτική του διάθεση γιατί πάλευε ειλικρινά να βοηθήσει τον Αγώνα των Ελλήνων και τον στενοχωρούσαν οι δυσκολίες. 

Ήταν η ώρα να κάνει τα λόγια του πράξεις, να γίνει ο Προμηθέας, όπως λέει ο Ρόντρικ Μπήτον.

Ταξιδεύοντας με το Spider, ένα εγγλέζικο καράβι μιας νηοπομπής με προορισμό την Πρέβεζα, άφησε πίσω του την Πάτρα και έβλεπε από μακριά το Μεσολόγγι. Τρεις μέρες μετά, στο πρώτο του γράμμα από την Πρέβεζα έγραφε:

        «Ο κόλπος όπου βρισκόμαστε υπήρξε  το θέατρο της περίφημης

         ναυμαχίας του Ακτίου. – Είδα την Ιθάκη και πάτησα το έδαφος του

         Μοριά στην Πάτρα, όπου βρήκα τους Έλληνες ευγενικούς και

         φιλόξενους. – Σε λίγες εβδομάδες θα είμαστε στην Αθήνα». 

 

Ενθουσιασμένος από το ταξίδι, θα φτάσει στα Γιάννενα κι έπειτα  στην αυλή του Αλή πασά, στο Τεπελένι. Τον ενθουσιάζουν οι στολές των Αλβανών, ο τούρκικος χαιρετισμός, ο χαρακτήρας του Αλή πασά, ο οποίος τον θαύμασε αλλά για άλλους λόγους από εκείνους που ο Μπάυρον θαύμασε αυτόν:

        «Είναι βέβαιος είπε, ότι είμαι αρχοντογεννημένος, επειδή έχω 

         μικρά αφτιά, σγουρά μαλλιά και λεπτοκαμωμένα άσπρα χέρια,

         και δήλωσε ότι του αρέσουν η εμφάνιση και το ντύσιμό μου. –

         Μου είπε να τον θεωρώ πατέρα μου όσο είμαι στην Τουρκία και

         ότι με βλέπει σα γιο του».   

 

Στα Γιάννενα αγόρασε αλβανικές φορεσιές και γνώρισε τους εγγονούς  του Αλή, τον Μαχμούτ μπέη και τον Χουσεΐν πασά, «τα πιο χαριτωμένα ζωάκια που έχω δει ποτέ μου». Ο Μαχμούτ είναι δέκα ετών και ελπίζει να ξαναδεί τον Λόρδο. «Είμαστε φίλοι, χωρίς να καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο… αν και για διαφορετική αιτία».   

 

Στο ίδιο γράμμα γράφει για το παραλίγο ναυάγιο έξω από την Πρέβεζα:

 

    «εξαιτίας της ασχετοσύνης του καπετάνιου και του πληρώματος, 

     παρόλο που η τρικυμία δεν ήταν δυνατή.  – Ο Fletcher καλούσε με  

    ουρλιαχτά τη γυναίκα του (θα στείλει “μισή ντουζίνα αναστεναγμούς

    στη συμβία του τη Sally”),  οι Έλληνες ζητούσαν βοήθεια από όλους

      τους αγίους, οι  Μουσουλμάνοι από τον Αλλάχ, ο καπετάνιος έβαλε

   τα κλάματα  … τα πανιά κουρελιάστηκαν,  η κεραία του μεγάλου   

    καταρτιού τρανταζόταν,  ο άνεμος φυσούσε δυνατά, η νύχτα έπεφτε,  

    και η μόνη μας ελπίδα     ήταν να φτάσουμε στην Κέρκυρα…  Ευτυχώς

    ο άνεμος κόπασε και  μας παρέσυρε στην ακτή του Σουλίου προς την

     ηπειρωτική Ελλάδα».

 

Εκεί τους φιλοξένησε κάποιος. Ο Μπάυρον θέλησε να τον πληρώσει και αυτός του είπε: «Όχι, θέλω να μ’ αγαπάς, όχι να με πληρώσεις».

 

Ο Μπάυρον θεωρεί ότι η Αλβανία έχει τα ωραιότερα τοπία αλλά οι κάτοικοι είναι άγριοι, ενώ εκθειάζει τους Δελφούς και τον Κάβο Κολόνα (Σούνιο) για την ομορφιά του.

 

Στις 19 Μαρτίου 1810 γράφει από τη Σμύρνη στη μητέρα του:

 

        «Διέσχισα εκτός από την Ήπειρο το μεγαλύτερο μέρος  της      

          Ελλάδας, έμεινα δέκα εβδομάδες στην Αθήνα και τώρα βρίσκομαι

          στην ασιατική παραλία… Η Ελλάδα, ιδιαίτερα τα περίχωρα της

         Αθήνας, είναι μαγευτική, πεντακάθαρος ουρανός και θελκτικά

         τοπία… δεν κρατάω ημερολόγιο, αλλά ο φίλος μου ο   Hobhouse

          μουτζουρώνει ολοένα τα χαρτιά του».

 

Στις 3 Μαΐου 1810 συνεχίζει:

         «το μόνο που απέμεινε από την Τροία ή από τους ολετήρες της είναι

         οι τύμβοι που υποτίθεται ότι περιέχουν τις σωρούς του Αχιλλέα , του

         Αντίλοχου, του  Αίαντα κ.λπ. αλλά το όρος Ίδη  ζει και βασιλεύει, αν

         και οι σημερινοί βοσκοί  δεν πολυμοιάζουν του Γανυλμήδη. –Αλλά 

         γιατί να πω περισσότερα γι’ αυτά; Μήπως δεν είναι γραμμένα   στο

         βιβλίο του Gell και μήπως ο Hobby δεν κρατάει ημερολόγιο; Εγώ

         δεν τον μιμούμαι, γιατί έχω  παραιτηθεί από το χαρτομουτζούρωμα

         Ξέρω να βρίζω στα τουρκικά … και  τις λέξεις “ρουφιάνος” και

        “ψωμί” και  “νερό”».

 

Στις 5 Μαΐου συνεχίζει  θριαμβολογώντας, αγκυροβολημένος στη φρεγάτα  Salsette διότι, δύο μέρες πριν, διέσχισε κολυμπώντας τον Ελλήσποντο  και σχολιάζει τον Λέανδρο που πήγαινε  κολυμπώντας να βρει την Ηρώ. Αναρωτιέται

       «αν ο Λέανδρος δεν εξαντλούσε το συζυγικό σφρίγος του στην πορεία

      του προς τον παράδεισο… Και αφού αυτή η πράξη έκανε έναν

       αρχαίο αθάνατο,  δεν βλέπω το λόγο γιατί ένας σύγχρονος να μην έχει

       το  δικαίωμα να καυχηθεί γι’ αυτήν, προπαντός τη στιγμή που εγώ δεν

        είχα καμιά αγαπημένη να με παρηγορήσει   όταν βγήκα στη

        στεριά».

 

Πιο κάτω θα γράψει:

      « Μου αρέσουν οι Έλληνες που είναι όλο γαλιφιές και κατεργαριές …

       μερικοί είναι γενναίοι και όλοι είναι ωραίοι, μοιάζουν πολύ με τις

       προτομές του Αλκιβιάδη… Πεθαίνω από έρωτα για τρεις    

       Ελληνοπούλες, στην Αθήνα, αδελφές, … Τερέζα, Μαριάννα και

       Κατίνκα… όλες τους κάτω από τα δεκαπέντε… O Hobhouse γράφει

       ημερολογιακές σημειώσεις. Εγώ χαζεύω και δεν κάνω

       τίποτα… αρχίζω να συνειδητοποιώ ότι τίποτα εκτός από την αρετή

       δεν έχει αξία σ’ αυτό τον καταραμένο τόπο… σκοπεύω να ξεκόψω     

       από  τις άσωτες παρέες, να πω αντίο στο κρασί και τη “σαρκική

       συντροφιά” και να στραφώ προς την πολιτική και την ευπρέπεια-

        Είμαι πολύ σοβαρός και κυνικός,  κι έχω διάθεση να ηθικολογήσω,  

       αλλά ευτυχώς για σένα το επερχόμενο κήρυγμα αναβάλλεται ελλείψει

       μελάνης και χαρτιού».

 

Στις 23 Ιουνίου 1810, γράφει στον λογοτεχνικό πράκτορά του, R.C. Dallas:       «θα ήθελα να είμαι πολίτης του κόσμου, αλλά φοβούμαι ότι επείγουσες υποθέσεις θα με φέρουν σύντομα πίσω».

 

 

 

1823-1924

 

Στις 14 Μαΐου 1823, γράφει από τη Γένοβα στον Νικόλαο Καρβελά:

           

           Εντιμότατε Κύριε,

        Θα θεωρήσω πολύτιμες όλες τις ειδήσεις που μπορείτε να μου

        δώσετε για τις εξελίξεις στην πατρίδα σας, πολύ περισσότερο αφού

        τώρα οφείλω να ενημερώσω σχετικά το Κομιτάτο που σχηματίστηκε

        στο Λονδίνο για την αποστολή βοήθειας στην Ελλάδα..»

 

Στις 21 Μαΐου έχει λάβει απάντηση και γράφει προς τον John Bowring:

   

          «Κύριε,

            Έλαβα χτες ! την επιστολή του Κομιτάτου με ημερομηνία 14

            Μαρτίου …. Σχεδόν περιττεύει να πω ότι δέχομαι με χαρά την

            πρόταση του Κομιτάτου και θεωρώ μεγάλη τιμή μου ότι κρίθηκα

            άξιος να γίνω μέλος του… Χτες συνάντησα δυο νεαρούς

            Γερμανούς, που επέζησαν  από το σώμα του στρατηγού Νόρμαν…

             είναι και οι δύο από καλές οικογένειες. Ο ένας εκλεπτυσμένος,

            ευειδής νέος είκοσι τριών ετών  από την Βυρτεμβέργη … ο άλλος

            είναι Βαυαρός… ωραίος τύπος, ρωμαλέος και με

            στρατιωτικό παράστημα. – Ο Βυρτεμβέργιος έδρασε στην Άρτα,

            όπου οι Φιλέλληνες πετσοκόφτηκαν αφού σκότωσαν 600

            Τούρκους, ενώ οι ίδιοι αριθμούσαν μόνον 150 άνδρες, απέναντι   

            σε 6 ή 7.000. – Μόνο 8 διέφυγαν και από αυτούς μόνο 3 επιζούν

            σήμερα. – Έτσι ο στρατηγός Norman “οδήγησε τους κουρελήδες

            του εκεί που έγιναν τ’ αλατιού, απ’ τους 150 δεν έμειναν ούτε τρεις,

            κι αυτοί στην άκρη της πόλης να ζητιανεύουν ολοζωής”… Ήταν

            αναγκασμένοι να ζητιανέψουν για να γυρίσουν σπίτι τους,

            σκέφτηκαν ότι μπορούσαν ν’ αρχίσουν από μένα.. ».

           

  

Επιστολή προς τον John Trelawny:

       «Αγαπητέ μου Τ.,

        Πρέπει να έμαθες ότι πηγαίνω στην Ελλάδα. Γιατί δεν έρχεσαι μαζί

        μου; Θέλω τη βοήθειά σου κι ανυπομονώ όσο δεν λέγεται να σε δω.

         Έλα σε παρακαλώ, γιατί είμαι αποφασισμένος να πάω στην

        Ελλάδα…». Εννοείται ότι πήγε και ανέπτυξε και ενδιαφέρουσα

        δράση.

 

Από τη Γένοβα, γράφει στις 21 Ιουνίου 1823 στον φίλο,  από το πρώτο του ταξίδι, Hobhouse,  o οποίος είναι μέλος της Βουλής και ενδιαφέρεται για την ελληνική υπόθεση:

« Αγαπητέ μου Hobhouse,

   Στην πίσω σελίδα είναι το αντίγραφο μιας επιστολής από τον Αμερικανό

   πρόξενο στη Γενεύη, αναφορικά μ’ ένα ατμόπλοιο για τους Έλληνες. –

    Μπορείς να κρίνεις αν το ζήτημα έχει πιθανότητες  να προσελκύσει την 

   προσοχή του Κομιτάτου και να ενεργήσεις ανάλογα;

         

Στις 9  Οκτωβρίου 1823 γράφει στον Charles F. Barry:

     «Μόλις προλαβαίνω να προσθέσω ένα υστερόγραφο… Οι Έλληνες προχωρούν  και κάλεσαν τον  Μαυροκορδάτο, που είναι στην Ύδρα με τον στόλο. Περιμένω μήνυμα από την ελληνική κυβέρνηση για να ξέρω πώς να κινηθώ».

Και ενώ, σ’ αυτά τα γράμματα της δεύτερης φάσης, ο Μπάυρον είναι σοβαρός και μιλάει μόνο πολιτικά. Ωστόσο, βρίσκει τον χρόνο και γράφει στην  Augusta Leigh, από το χωριό Μεταξάτα της Κεφαλονιάς, στις 12 Οκτωβρίου 1823, σχετικά με την ασθένεια της κόρης του Ada. Προσπαθεί να καθησυχάσει την Αυγούστα, να αποδώσει την περίπτωση στην κληρονομικότητα -τα ίδια είχε και ο εκείνος- ή  στο ότι η Ada βρίσκεται σε πρόωρη ωριμότητα. Όμως, ανησυχεί και αγωνιά. Μετά η επιστολή στρέφεται και πάλι στην ελληνική υπόθεση και στις διαμάχες που έχουν οι Έλληνες μεταξύ τους, στο ότι αυτός δεν σκοπεύει να αναμιχθεί, θεωρεί τον Μαυροκορδάτο ένα είδος Washington ή Kosciusko (ο Kosciusko, ήρωας που έδρασε στην Ευρώπη και στην Αμερική. Τον Μαυροκορδάτο ο Ρόντρικ Μπήτον φαίνεται πως τον αντιμετωπίζει φιλικά,  έχει όμως τις επιφυλάξεις του, και τον θεωρεί σκοτεινή προσωπικότητα).

Ο Μπάυρον, ζητά από την Αυγούστα να μεταφέρει κάτι από αυτό το γράμμα στη μητέρα του που «δεν μπορεί να είναι ολότελα αδιάφορη για το πού είμαι και τι κάνω». Της Μιλάει για την πολιορκία του Μεσολογγίου, της ζητά πολλές λεπτομέρειες για την Ada –εμφάνιση, χαρακτήρα, συνήθειες, ενδιαφέροντα- και τελειώνει: «Ελπίζω οι θεοί να την έκαναν οτιδήποτε άλλο εκτός από ποιητική, αρκετός ένας παλαβός στην οικογένεια».

Ο Μπάυρον, παρά τη φήμη του και τον αμοραλισμό που τον διακρίνει, δείχνει ιδιαίτερη ευαισθησία για το κοριτσάκι της πλύστρας που φέρνει τα ρούχα στους στρατιώτες. Γράφει στον λοχαγό Hill στις 13 Οκτωβρίου 1823 ότι όλοι οι στρατιώτες είναι «έκφ…» (sic) και «αν οι γονείς της δεν θέλουν να την κάνουν “π…” ή κλέφτρα, καλύτερα να στέλνουν κάποιον άλλον, γιατί το κακόμοιρο το κορίτσι φαίνεται σχεδόν παιδί και είναι άξιο καλύτερης τύχης» και συνεχίζει για τους στρατιώτες: «τα μεγαλύτερα παλιόμουτρα που υπήρξαν ποτέ – πέστε στον πατέρα της να έρχεται ο ίδιος ή να στέλνει τη μητέρα της με τα ασπρόρουχα, αλλιώς είναι πολύ πιθανό … Ακριβώς επειδή εσείς μας συστήσατε αυτή τη φτωχή οικογένεια, ανησυχώ μήπως συμβεί κάτι δυσάρεστο στο κορίτσι, κι ελπίζω ότι θα δικαιολογήσετε τις ανησυχίες μου».

Ο Μπάυρον αποδεικνύεται και καλός οικονομικός αναλυτής, όταν προτείνει στον Douglas Kinnaird την πώληση του Rochdale και μια ποικιλία επενδύσεων, ενώ παράλληλα γνωρίζει την αντιστοιχία της αγγλικής λίρας σε κάθε ευρωπαϊκό νόμισμα, όπως και πόσο κοστίζει,  και γιατί,  η αγορά γης στην Ιταλία π.χ.

Στις 16 Οκτωβρίου γράφει πάλι στον Hobhouse, λεπτομερώς, τις δυσκολίες να κυβερνήσει κανείς τους Έλληνες, οι οποίοι δεν εμπιστεύονται τους ξένους, ενώ οι μεταξύ τους έριδες δυσκολεύουν τη έκδοση του δανείου. Για παράδειγμα, μηχανικός του Guilford είχε σχέδιο να καταλάβει την Πάτρα αλλά τον αγνόησαν. Ο κυβερνήτης αγγλικού πλοίου είπε πως με δύο μπρίκια θα μπορούσε να εκπορθήσει τα δύο φρούρια στην είσοδο της Ναυπάκτου, αλλά … Ο ίδιος λέει ότι θα μείνει εκεί και θα περιμένει να τον καλέσουν να βοηθήσει έστω και σαν βοηθός «γιατί δεν με νοιάζουν τέτοιες  τυπικότητες». Εκνευρίζεται με του κ.κ. Κοργιαλένιους (προφανώς τραπεζίτες) που μάλλον θέλουν να τον εκμεταλλευτούν: «θα προτιμούσα να  τους «διαβ…στείλω παρά να συμφωνήσω». Όμως μόλις τους είπε πως δεν τους έχει ανάγκη και έχει χρήματα για ένα χρόνο για να κινηθεί,  άλλαξαν στάση … Πυκνή είναι η αλληλογραφία με τους οικονομικούς του διαχειριστές από τους οποίους ζητά πάλι και πάλι χρήματα, προσπαθώντας να πουλήσει το Norfolk, Lancashire και Rochdale και σε έσχατη ανάγκη και το Newstead. Του χρειάζονται χρήματα για να κινηθεί.

Έστειλα … διάφορα δέματα με ντοκουμέντα  και αλληλογραφία στον κ.   Hobhouse, βουλευτή, για να επιθεωρηθούν από τον κ. Bowring και το Κομιτάτο.  Ζητάει μάλιστα και την αποπομπή του Μαυροκορδάτου για να μπορέσει ο ίδιος να συμφιλιώσει τις παρατάξεις. «Δεν αποθαρρύνομαι ούτε απελπίζομαι για τον Αγώνα, αλλά είναι καθήκον μου να εκθέσω τα πράγματα ως έχουν στο Κομιτάτο. Οι μεν θέλουν να τον «τουμπάρουν» οι δε να τον «ξεμυαλίσου», εκείνος: «δεν ξέρω αν είναι  αλήθεια ότι η τιμιότητα είναι η καλύτερη πολιτική, αλλά είναι το μόνο είδος πολιτικής  που είμαι διαθέσιμος να εφαρμόσω ή να εγκρίνω…». «Πρέπει να υπηρετήσω την ελληνική Υπόθεση, είναι για μένα ζήτημα τιμής και κλίσης». 

10 Δεκεμβρίου 1823: οι Έλληνες «φαίνεται ότι δεν έχουν άλλον εχθρό να φοβηθούν στον ουρανό ή στη γη εκτός από την τάση τους να ερίζουν μεταξύ τους».

Λίγο πριν φύγει από την Κεφαλονιά για το Μεσολόγγι, στις 2  Δεκεμβρίου 1823, γράφει στον Μαυροκορδάτο, εκφράζοντας την αγωνία του για την Ελλάδα:

            «Η Ελλάδα είναι τώρα αντιμέτωπη με τρεις λύσεις: να κατακτήσει

               την ελευθερία της ή να γίνει κτήση των ηγεμόνων της Ευρώπης

               ή τουρκική επαρχία.- Τώρα μπορεί να διαλέξει ανάμεσα στις

               τρεις.- Αλλά ο εμφύλιος πόλεμος δεν μπορεί να οδηγήσει παρά

               στις δύο τελευταίες…».

 

27 Δεκεμβρίου 1823,

«Αγαπητέ Douglas,

Μπαρκάρω για το Mεσολόγγι… Διαβαίνω τον “Ρουβίκωνα” να το θυμάσαι αυτό για τ’ όνομα  του θεού και της Ελλάδας. Πρέπει να μου στείλεις όλα τα λεφτά και τις πιστώσεις που μπορούμε να μαζέψουμε… μπορώ να συντηρήσω σωστό στρατό εδώ …και πες στους κυρίους του Κομιτάτου να “φανούν άνδρες και να βάλουν χρήμα στο πουγγί τους”. Αχ αν είχαμε στο χέρι 100.000 στερλίνες, μόνο, θα ήμασταν τώρα στα μισά του δρόμου για την πόλη του Κωνσταντίνου. Αλλά οι θεοί να μας δίνουν χαρά! “En avant” ή, όπως φωνάζουν οι Σουλιώτες με την πολεμική ιαχή τους “Ντερά! Ντερά!” που σε μετάφραση σημαίνει “Εμπρός, εμπρός!”».

Βλέπουμε εδώ πόσο ενθουσιασμένος είναι που επευφημεί σε όλες τις γλώσσες, που ποντάρει όλη την περιουσία του στην ελληνική υπόθεση, που   η φαντασία του συμπεριλαμβάνει στα ελληνικά σύνορα και την Κωνσταντινούπολη. Όμως δεν θα αργήσει η απογοήτευση και η ανησυχία. Στις 2 Ιανουαρίου,  γράφει από το Μεσολόγγι ότι η μπομπάρδα με τον φίλο του τον Gamba αιχμαλωτίστηκε μαζί με  τα εφόδια του Κομιτάτου, τα άλογα, τον θαλαμηπόλο, τους υπηρέτες, τα όπλα, τα σύνεργα της ειρήνης και του πολέμου και 8.000 τάλιρα. Έχει μαζί του 16.00 τάλιρα τα άλλα ήταν πάνω στην μπομπάρδα. Στις 7 Ιανουαρίου, κάνει λόγο για τη σπουδαία υποδοχή που του έγινε, αλλά και ότι έφτασε στην ώρα για να πληρώσει τον στόλο των Ελλήνων και να ετοιμάσει στρατιωτικό σώμα∙ θα πληρώνει τους Σουλιώτες, ενώ οι κυβερνήσεις του Μοριά και της Κάντιας  ζητούν δάνειο από τον κορβανά του. Ιδιαίτερα δυσαρεστημένος είναι με τις παραγγελίες που κάνει ο Gamba και τις χρεώνει στον Μπάιρον.

Στις 30 Ιανουαρίου γράφει στον Ανδρέα Λόντο: Η Ελλάδα ήταν πάντα για μένα … η πολυπόθητη γη τη ανδρείας, των τεχνών και της ελευθερίας.

7 Φεβρουαρίου 1824. Δείχνει να ενοχλείται από τον περίγυρό του. Αφού εκθέσει τα παράπονα του καθενός καταλήγει: «Φαίνεται ότι θα είμαι αρχιστράτηγος… δεν ξέρω «αν θα έχουμε πυγμαχικό αγώνα  ανάμεσα στον λοχαγό Sheers και τον ταγματάρχη, αλλά ανάμεσα σε Σουλιώτες καπεταναίους, Γερμανούς βαρόνους, Άγγλους εθελοντές και τυχοδιώκτες όλων των εθνών είναι πολύ πιθανό ότι θα συγκροτήσουμε τον ωραιότερο συμμαχικό στρατό που τσακώθηκε ποτέ κάτω από την ίδια σημαία».

Στις 8 Φεβρουαρίου σημειώνει: «κάνω ότι μπορώ για να διαφυλάξω την ειρήνη ανάμεσά τους». Μια μέρα μετά, γράφει στον Douglas:  «όσο ταχύτερα υπογραφούν τα χαρτιά για το Rochdale τόσο το καλύτερο και είναι ουσιώδες, να καταβληθούν τα χρήματα … για να εξακολουθώ να βοηθώ τους Έλληνες… Το Κομιτάτο σας πρέπει να κουνηθεί λίγο περισσότερο. Θα έχουμε δουλειά φέτος, γιατί οι Τούρκοι κατεβαίνουν με μεγάλες δυνάμεις, και όσο για μένα πρέπει να συμπαρασταθώ στον Αγώνα».

Δυσαρεστημένος με τους Σουλιώτες γράφει: «Δεν πρόκειται να έχω καμιά σχέση με τους Σουλιώτες – μπορούν να πάνε στους Τούρκους ή στον διάβολο… κι αν με κόψουν σε περισσότερα κομμάτια απ’ όσες είναι οι μεταξύ τους φιλονικίες, δε θ’ αλλάξουν την απόφασή μου».

Στις 15 Φεβρουαρίου, γράφει στο Ημερολόγιό του (και συνεχίζει στις 17) για τη μεγάλη κρίση που πέρασε  τη νύχτα και τον ανησύχησε.   Δυο δυνατοί άντρες δεν μπορούσαν να τον κρατήσουν, ανέβασε υψηλό πυρετό, του έβαλαν βδέλλες, έπεσε ο πυρετός, έχει αδυναμία. Δεν ξέρει σε ποιον παράγοντα από τους  δέκα που αναφέρει οφείλεται αυτό «ή όλοι μαζί επέδρασαν στην ψυχή ή στο σώμα ενός ανθρώπου που είχε γνωρίσει πολλές αλλαγές τόπου και πολλά πάθη στη διάρκεια μιας ζωής τριάντα έξι χρόνων…».

21 Φεβρουαρίου:  Έπεισε τους Έλληνες να ελευθερώσουν είκοσι οκτώ Τούρκους αιχμαλώτους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά και τους έστειλε με δικά του έξοδα την Πάτρα και στην Πρέβεζα… «Όταν πρόκειται για τα κελεύσματα της φιλανθρωπίας, δεν γνωρίζω διαφορά ανάμεσα σε Τούρκους και Έλληνες…».

11 Μαρτίου: «Δεν ποθώ ούτε πόθησα ποτέ άλλο από το να δω πρώτα απ’ όλα τους Έλληνες μονοιασμένους». 26 Μαρτίου: «Τα προσωπικά έξοδά μου δεν αποτελούν ούτε το ένα τέταρτο απ’ όσα δαπανώ εδώ αυτόν τον καιρό». 30 Μαρτίου: «Ο ελληνικός Αγώνας μού έχει στοιχίσει ως αυτή τη στιγμή γύρω στις τριάντα χιλιάδες τάλιρα σε προκαταβολές  χωρίς να υπολογίσω έκτακτα έξοδά μου. Είναι, όμως, γεγονός ότι, αν δεν είχα δώσει αυτά τα λεφτά, τα πάντα θα είχαν παραλύσει στο Μεσολόγγι». «Τα νέα για το δάνειο έχουν γεμίσει τους Έλληνες με μεγάλη προσμονή και χαρά».    

Η ανησυχία του για τα χρήματα είναι μεγάλη και συνεχώς αναφέρεται στις πιστώσεις που περιμένει από την Αγγλία, πιέζοντας  φίλους και τραπεζίτες να του στέλνουν.

Ο Μπάυρον ήρθε με την ομορφιά του, την προσωπικότητά του, την θέλησή του, τη φήμη του και τα χρήματά του να πεθάνει στην Ελλάδα για την Ελλάδα. Η εικόνα του μέσα από τις επιστολές ολοκληρώνουν την  εξαιρετική και μοναδική προσωπικότητά του. Και κάτι πολύ σημαντικό, δεν πρόταξε τα συμφέροντα της Αγγλίας έναντι της Ελλάδας. Η Ελλάδα ήταν γι’ αυτόν «θέμα τιμής και κλίσης».

Στις 2 Απριλίου έγραψε τα δύο τελευταία του γράμματα και έπειτα βγήκε περίπατο με το άλογο. Τον έπιασε καταιγίδα. Επέστρεψε μούσκεμα κι έπεσε άρρωστος με πυρετό. Οι αλλεπάλληλες αφαιμάξεις που του έκαναν οι γιατροί τον εξασθένησαν τελείως. Πέθανε στις 19 Απριλίου 1824. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «θυγατέρα μου, Ελλάδα». Η σορός του μεταφέρθηκε στην Αγγλία με το πλοίο Florida τον Μάιο του 1824. Ο θάνατός  του έστρεψε το ενδιαφέρον  της Ευρώπης και της Αμερικής στην Ελλάδα. Ο Hobhouse  του είχε γράψει προφητικά: «Αυτό θα είναι κάτι για το οποίο αξίζει κανείς να ζει, και το όνομά σου   και η προσωπικότητά σου θα διακριθούν πάνω απ’ όλους τους συγχρόνους». Ο Σπυρίδων Τρικούπης εκφώνησε τον επικήδειο. Τις ημέρες του Πάσχα οι Έλληνες δεν εύχονταν Χριστός Ανέστη, αλλά ρωτούσαν «Πώς είναι ο Μυλόρδος;».

 

                               

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.