We are such stuff as dreams are made on – είμαστε φτιαγμένοι από τη στόφα των ονείρων αναφωνεί ο Πρόσπερος στο έργο του Σαίξπηρ Τρικυμία. Αυτή τη φράση προτάσσει για δεύτερη φορά ως μότο σε έργο του ο Μάριος Μιχαηλίδης, πρώτα στο αφήγημα Ο Ανακριτής (Γαβριηλίδης, 2012) και τώρα στη συλλογή του Των ενυπνίων. Και εμείς το επαναλαμβάνουμε όλοι, ξέροντας πόσο μεγάλη σημασία έχουν τα όνειρα: Ου ράδιον πεισθήναι ούτε καταφρονήσαι υποστήριζε ο Αριστοτέλης, στη σημασία τους στηρίχτηκε ο Σίγκμουντ Φρόιντ και με αυτά έκαναν το επαναστατικό τους κίνημα οι Υπερρεαλιστές. Η αναφορά δεν τελειώνει έτσι απλά, αλλά ο χώρος απαιτεί μόνο δείγμα και με του δείγματος την άνεση μπαίνουμε στον χώρο Των ενυπνίων, σε 38 παραλλαγές ή αποσπάσματα του ενός και μοναδικού. Καλό είναι να πούμε ότι τα όνειρα δεν είναι όνειρα για το μέλλον, αλλά μάλλον είναι όνειρα συνυφασμένα με μύθο και ιστορία, με προσωπικά βιώματα, επιθυμίες και απώλειες, με εφιάλτες αλλά και με στιγμές ευδαιμονίας.
Τα ποιήματα – ενύπνια είναι όλα αριθμημένα ελληνικά, με γράμματα, σαν αλφαβήτα. Μήπως και αυτό επισημαίνει κάποιας μορφής ιθαγένεια; Μήπως ένα μέτρημα του χρόνου, του χώρου, των συμβάντων;
Τα πρώτα κβ΄ έχουν ευδιάκριτη ποιητική μορφή. Το κγ΄ είναι εν μέρει ποιητικής μορφής, εν μέρει πεζόμορφο. Από το κδ΄ώς το λη΄ όλα είναι πεζόμορφα.
Σαν ζυγαριά, λοιπόν, το κγ΄ ποίημα με απλωμένα χέρια μοιράζει τον χώρο και τη μορφή των ενυπνίων, συμμετέχει και των δύο βραχιόνων του ποιητικού σύμπαντος.
Αιώρα μεταμεσονύκτια/ Ο μίσχος του σώματος σου να πάλλει/ Το δωμάτιο να ασφυκτιά / Και οι στίχοι σου να με καρφώνουν/ Με συριγμούς εκλάμψεις /Και σύμφωνα δικοτυλήδονα.
Και ο χώρος γέμισε αισθήσεις και ερωτικά αρώματα, λέξεις με το ειδικό βάρος της η καθεμία επιλεγμένη να επιτονίζει την ερωτική στιγμή, να μετέχει νοήματος και αισθήματος, να παραπέμπει σε άλλες συνθήκες από παλιά αφομοιωμένες, από τα βιβλία και από τη φύση αντλημένες, με την ηδονή σε πλησμονή…
Το μονοκοτυλήδονα και τα δικοτυλήδονα ανθίζανε στον κάμπο …
Όλα μια πρόγευση για ό,τι θα ακολουθήσει, καρφί και πόνος. Η ώρα είναι νυχτερινή μεταμεσονύκτια, Περασμένη ώρα, και πάλι περασμένη ώρα, χτες βράδυ… είναι η ώρα που Γλιστρούν οι λεπτοδείχτες, απαλά και ήρεμα, τόσο που
ούτε ακούστηκε /Το σώμα μισεύοντας/ … Απούσα η μορφή/ Μόνο μια τεθλασμένη λάμψη/ Ωσάν κατολίσθηση του σύμπαντος… μαύρα υφαντουργήματα της νύχτας… μεσονύκτια νηνεμία.
Έτσι όλα έγιναν και ξε-έγιναν. Με έναν κεραυνό – μια τεθλασμένη λάμψη-να φωτίζει την κατολίσθηση του σύμπαντος. Κι έτσι από ποίημα σε ποίημα και από το ένα κακό στο άλλο, σαν Μακρυγιάννης σε ανεργία λογαριάζει σε ποιες χωματερές μας έχουν ρίξει.
Εκείνη έφυγε ή απουσιάζει, αφήνοντας τον ποιητή να την αναζητά, χωρίς ελπίδα να την βρει. Ποια είναι εκείνη; Όποια, πάντα υπάρχει κάποια γυναίκα, ιδέα, ομορφιά, φύση, τέχνη.
Οι νύχτες από την μία, η απουσία από την άλλη, η βροχή, η χωματερή όλα συνθέτουν ένα περιβάλλον καταστροφής, από το οποίο δεν υπάρχει διαφυγή. Ωστόσο, ο ποιητής δεν παύει να την αναζητεί, να παρακαλεί να ακουστεί, όπως τρυφερά επιμένει στο ποίημα θ΄: Άκου τη φωνή/ Τη φέρνει ο άνεμος δειλά/ … Άκου τη φωνή / κι αν είσαι η ομοιοκαταληξία του έρωτα (και να μια πρωτότυπη αναδιατύπωση του γνωστού ως το έτερον ήμισυ) δείξε μας το σημάδι στον κόρφο σου / Να δούμε αν η καταγωγή σου / Συμφωνεί με τις προβλέψεις μας …Κι εδώ είναι που ο Μιχαηλίδης κατάφερε να προσαρμόσει το πιο πρωτότυπο με το πιο παραδοσιακό αποδεικτικό της αναγνώρισης από όπου πηγάζει το «σημάδι στον κόρφο σου», σε ένα ποιητικό κράμα μεταγλώσσας και παραδοσιακού ποιητικού λόγου. Γιατί όλα όσο μοντέρνα κι αν είναι όσο και αν η θεωρία τους έδωσε ονόματα, η ουσία δεν έπαψε να λειτουργεί ερήμην τους.
Σκιές στο από παλιά κατοικημένο σπίτι τριγυρίζουν αόρατες τις νύχτες στις στέγες. Είναι οι έγνοιες του που δεν τον αποχωρίζονται. Πολλές οι νύχτες, πολλές οι αγρύπνιες οι ποιητικές, βγαλμένες και από τη ζωή και τις ιστορικές στιγμές, εικόνες που θυμίζουν πίνακες ζωγραφικής, που ανακαλούν σημαντικά γεγονότα, προσωπικά μας διαβάσματα, το μέλαν αμφίκυρτο σαν την αμφίκυρτη σελήνη το Ελύτη, έβγαινες εσύ γυμνή και ματωμένη/ Κρατώντας στάχυα …έπιανες με τα Ελευσίνια χέρια σου κάνιστρα καρπούς (σαν Δήμητρα), εκλιπαρώντας τα ρήματα να ρίξουν φως / στην ουτοπία της ολολυγής (μητέρα που θρηνεί την κόρη).
Ο μύθος αναμειγνύεται στα όνειρα, τα όνειρα γίνονται εικόνες, γιατί τα όνειρα τα βλέπουμε, μετά τα λέμε, γίνονται λόγια -γιατί τα λέμε- και λέξεις, γιατί τα γράφουμε. Γιατί η αδικημένη πραγματικότητα διεκδικεί την παρουσία της μέσα στο όνειρο κι εκεί κάποτε- κάποτε καταξιώνεται. Γιατί, τελικά, τίποτα δεν ξεχνιέται, όλα κατακαθίζουν στο βάθος της ψυχής και τίποτα δεν πέφτει στη χωματερή (ας λέει ο ποιητής), όλα στο όνειρο βρίσκουν στέγη, παρουσία, παίρνουν μορφή και συμβάλλουν στην ψυχική ένταση. Όλα, ιστορίες και πάθη που άκουσε, που είδε, που διάβασε, που έζησε, τα έχει εκεί φυλαγμένα, πολύτιμοι λίθοι που έρχεται η ώρα να αξιοποιηθούν. Να εξαργυρώσουν σε ένα ποίημα την υπερούσια αξία τους.
Ο χρόνος τρέχει, αλλά στο όνειρο προσανατολισμό δεν έχει, ούτε σύνορα, ούτε εμπόδια γνωρίζει∙ πάει κι έρχεται, διασκελίζει το φράγμα που χωρίζει το όνειρο από την πραγματικότητα, προβάλλει επιθυμίες, εικόνες του παρελθόντος, δημιουργήματα της φαντασίας, κάνει μοντέρνους και νέους συνδυασμούς, όπου όλα εκείνα πάλι με τη σκουριά τους έρχονται να ξαναλάμψουν και να ταράξουν το τώρα χωρίς δυσκολία.
Ο Μιχαηλίδης έχει ένα μεγάλο προσόν ως ποιητής. Χειρίζεται τη γλώσσα όλων των εποχών και όλων των ιδιαίτερων φωνών της γραφής. Δεν είναι ανάγκη να μας πει τι είπε ο Καβάφης. Παίρνει τα λόγια του και τα μεταμορφώνει σε νέο σχηματισμό αυτά που παρελήφθησαν/ Κι αυτά που απεστάλησαν κρυφίως / και τα άλλα όλα εκείνα με τα οποία ανασυσταίνει το καβαφικό περιβάλλον σύνθετο από τα πολλά τα Ζήτω /Τα οράματα και τους στεφάνους τα «δύσκολα και ανεκτίμητα εύγε», θα προσθέταμε. Και να πάλι εσύ με την αλεξανδρινή προφορά … Και να ένα μωσαϊκό που θυμίζει πολλά και αφήνει ανοιχτά τα ενδεχόμενα όπου μας πάνε οι καλπασμοί της μέρας. Ενδεικτικά αναφέρω το ιε΄(για τον Καβάφη) και το ις΄ (για τον Σολωμό) με τη χημεία των λέξεων και την αίσθηση της βερντέας στα χείλη, το σύρσιμο των στίχων του / Κι έπειτα κλαγγές, σαν το σύρσιμο των μαχαιριών στην ακονόπετρα, όπως μεταφέρει το παρόμοιο άκουσμα ο Σεφέρης.
Η μακροθυμία της νύχτας (η μακροθυμία του φάρου, λέει ο Ελύτης)τα ελέη των άστρων, η συναστρία των ερώτων, το μέλαν αμφίκυρτο, ο γαιοσείχθων φόβος, η παλίντρομος ευταξία, ο ένθεος δόλος, λέξεις και φράσειςη καθεμία από διαφορετική αφετηρία και τη δική της ιστορία, μνήμη πληγή, πλούτος και θησαυρός, κόσμος μέγας. Και πάλι ένα μωσαϊκό το κα΄ποίημα πλασμένο από καβαφικά υλικά, ανεξίτηλους ποιητικούς αδάμαντες, θραύσματα ποιημάτων αγαπημένων, αισθήσεων γνωστών που μας κάνουν να νιώσουμε/Μες στην ένθεη φιλανθρωπία /Του Πλάτωνος και του Ιησού την /Ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών.
Από το κγ΄ ποίημα έρχονται τα διαλεκτικά κείμενα, ακούμε στη γλώσσα τους ότι έφτασε ο Κανάρης στην Κύπρο, ότι τέσσερις Κύπριοι αγωνιστές εχωστήκαν μες στ’ αμπάριν τζ’ επηαίναν να πολεμήσουν τον Τούρκο στην Ελλάδαν. Σημαίνουν οι καμπάνες της εξέγερσης και κουδουνίζουνε τα νι στο τέλος των λέξεων, όπως τα γυαλικά στα ράφια του Ρίτσου, κάνοντας ακουστό τον πόθο για την ελευθερία. Το έμαθαν οι Τούρκοι και μάζεψαν τον Αρχιεπίσκοπο και τους άλλους Δεσποτάδες και τους έσφαξαν. Και Τότες ήτουν που εμαύρισεν ο ουρανός τζαι σ’ ούλλην την Κύπρον εγένηκεν χαλασμός Κυρίου που τα αστραπόβροντα τζαι την ανεμοζάλην.
Η φύση διαμαρτύρεται για το κακό που συμβαίνει, όπως συνέβη στη Σταύρωση του Χριστού και στο δημοτικό μας τραγούδι. Ο Μιχαηλίδης αξιοποιεί με αίσθημα ιστορικής ευθύνης την πληροφορία και την υποδηλούμενη στην ιδιόλεκτο θρησκευτική και φυσική σύμπτωση.
Στο κδ΄ ποίημα κάνει μια ποιητική και εικαστική σύνοψη της ελληνικής ιστορίας. Ρίχνει στη γαλάζια θάλασσα το πλεούμενο που το λαλούν Ελλάδα και το λούζουν αφροί διαμαντικοί σε πλάτες δελφινιών, για μιας Αφροδίτης το συναπάντημα στου Διγενή την Πέτρα… ταξιδεύει με την Ελπίδα ορθόπλωρη … και αναδύονται Παναγίες γοργοεπήκοες με υπερούσιους Χριστούς … κίονες αμέτρητοι κι αγάλματα…γοργόνες που ρωτούν για τον Αλέξανδρο… κι έπειτα στρατιές, παντιέρες περσικές … γαλέρες γενοβέζικες κι αρμάτες τουρκικές …. Όλα τα περιέχει αυτό το πλεούμενο, τοπίο, ιστορία, πολιτισμό, επιθέσεις, αλλά το πέλαγο θεοκρούστη και γίνηκεν καταποτήρας και τους ρούφηξεν ούλους εξόν από το τρικάταρτο που έλαμνε μες στου γυαλού τα πλάτη κι ακόμα γοργολάμνει το σκαρί που το λαλούν Ελλάδα…
Τρελοβάπορο , Καράβι στολισμένο, Πλοίο διαρκείας η χώρα μου λέει ο Ελύτης και δεν χορταίνει να ανατρέχει σε όσα αντιφατικά έχει δει αυτός ο τόπος, ετούτο το πλεούμενο, το τρικάταρτο, το σκαρί που το λαλούν Ελλάδα, όπως αρέσει στον Μιχαηλίδη.
Στα όνειρά του μπορεί κανείς να κάνει ό,τι θέλει. Και ο Μιχαηλίδης κρατώντας στίχους υπό μάλης με χαίνουσες πληγέςαναζητεί καταφύγιο στην πλάνη των ονείρων, παρακολουθεί τη γολέτα του Παπαδιαμάντη που συνεχίζει να βολταντζάρει, αφήνει τη θεια Χαδούλα να βουλιάζει, τον Καρυωτάκη να απελπίζεται με τους ποιητές που περνούν ωχροί / στην τραγική απάτη τους δοσμένοι,με τη μελωδία του παραδοσιακού τραγουδιού για την πικροθάλασσα που καταβυθίζει ό,τι βρίσκει μπροστά της, βλέπει τις λέξεις όρκους ομνύοντας… και με οργή καταθρυμάτιζαν τίτλους επαίνους και περγαμηνές (και σχίζοντας περγαμηνές αυτοκρατόρων και στρατηγών, καταγράφει ο προφητικός Ελύτης)… με πλατύ λιβάδι μια θάλασσα ντυμένη όνειρα και εξαίσιους κελαηδισμούς… ο ποιητής θα ξαναφέρει την Ωραία πάλι και πάλι …Άνοιξη (και πάλι ο Σεφέρης) γιατί ξέρει πως
Όλα στην αναμονή τους είναι μια ποίηση
Ο Μάριος Μιχαηλίδης ίππευσε τον πήγασο σαν όνειρο γιατί μόνο εκεί θα έβρισκε την πραγμάτωση των όσων ονειρεύτηκε, επιθύμησε και όλα εκείνα που τον έκαναν να πονέσει. Κάθε βιβλίο και κάθε ποίημα, κάθε φράση και κάθε στίχος, κάθε γραμμή στην ανθρώπινη ιστορία και κάθε πόνος, κάθε εικόνα, άκουσμα βίωμα, όλα γονιμοποιήθηκαν σε ένα ωραίο καλλιτεχνικά βιβλίο Των ενυπνίων που του παρέχουν για να ξανακερδίσει το χρόνο που πέρασε και να αφήσει παρακαταθήκη στον χρόνο που έρχεται.
Η «Θάλασσα» της Στέλλας Ζωγράφου στο εξώφυλλο, από τη σειρά «Ονείρων διάσταση» προσθέτει στη συλλογή την εικαστική σημαίνουσα πινελιά της.