Το να διαβάζει κανείς τα βιβλία του Μίκη Θεοδωράκη είναι σαν να ανοίγει διάλογο με την Ιστορία. Το να ακούει τα τραγούδια του είναι σαν να ακούει τους ήχους της φύσης, την ανάσα της Ελλάδας, το νανούρισμα της μάνας του, τα πολεμικά θούρια, τη φωνή του αγαπημένου και της αγαπημένης να λέει «σ’ αγαπώ». Το δημοτικό τραγούδι και το ρεμπέτικο, το παραδοσιακό βαρύ και ανανεωμένο, όλους τους ήχους και όλα τα μέτρα, όλα τα χρώματα και όλα τα λυγίσματα τη φωνής και της ψυχής, όλα τα βήματα της καρδιάς βρίσκονται σε μια επιτομή της δικής του ελληνικής Ποίησης.
Τα λόγια αδυνατούν να περιγράψουν ένα δημιουργό που λειτούργησε τη λύρα του καλλιτέχνη σαν όπλο του αγωνιστή. Η Ελλάδα του εικοστού αιώνα, και όλων εκείνων που θα ακολουθήσουν, έχει και θα έχει στις τάξεις των πολεμιστών αγγέλων και κιθαρωδών της και τον Μίκη Θεοδωράκη που είναι μύθος, ενώ ακόμα ζει και αναπνέει. Ζωντανός Παρθενώνας. Η ρήση του Γιώργου Σεφέρη, ένας ποιητής μπορεί να «οδηγεί ακόμα και πολιτικά, πολύ καλύτερα από ένα σωρό δημόσιους ρήτορες», βρήκε την απόλυτη εφαρμογή και επιβεβαίωσή της στο έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Δεν θα αναφερθώ στα θούρια του Τυρταίου ή του Ρήγα –κάθε ιστορική στιγμή έχει τα ανάλογά της- αλλά θα σταθώ στον Άγγελο Σικελιανό που με το «Ηχήστε οι σάλπιγγες» το 1943 έκανε όλη την Ελλάδα να νιώθει ότι μπορεί να ακουμπά στο φέρετρο του Παλαμά. Ο Θεοδωράκης, με τα μελοποιημένα ποιήματα του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου και των άλλων μεγάλων ποιητών μας στις μετέπειτα δύσκολες ώρες έριχνε σταγόνες φως στα σκοτάδια της καταπίεσης και έδινε δύναμη στους καταπιεσμένους και αδικημένους της ιστορίας. Αν ο Παλαμάς ήταν ηγέτης των ποιητικών μας πραγμάτων επί πενήντα χρόνια, περισσότερο από πενήντα είναι ο Μίκης Θεοδωράκης, Δίας στον μουσικό Όλυμπο και όχι μόνο.
Η Εισαγωγή της Ανθολογίας με τον τίτλο Να μαγευτώ και να μεθύσω ανήκει στην Ιουλίτα Ηλιοπούλου, η οποία με το ένστικτο και το ταλέντο της ποιήτριας συμπλέει με τον μεγάλο βάρδο, με το οποίο είχε παλαιότερα συναπαγγείλει το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη. Τύχη αγαθή η τωρινή Ανθολόγηση των ποιημάτων που έχουμε στα χέρια μας. Τίτλος της Εισαγωγής «Με μελωδίες από σιωπή». Η ποιήτρια Ηλιοπούλου συνθέτει τον πεζό της λόγο με τα υλικά του ποιητικού και μας στρώνει το έδαφος με τρυφερότητα, λεπτότητα και χάρη, με γνώση και ευαισθησία, με συμπερίληψη όλων των γεγονότων της ζωής που έγιναν ποίηση, μουσική και τραγούδι. Η Ηλιοπούλου παρατηρεί ότι μέσα από την ποίηση του Μίκη, μπορούμε να «κρυφοκοιτάζουμε τον εαυτό μας μέσα στον άλλον άνθρωπο», να ανακαλύψουμε την ατίθαση «πριν από τον λυρισμό λυρική φωνή», μέσα από την οποία αναδύεται η μητρική γλώσσα, η διαμαρτυρία, τα κρατητήρια, οι εξορίες, τα συλλαλητήρια, οι έρωτες. Τώρα, ψηλά στο δωμάτιό του, «κοιτάζει απέναντι στο βράχο “μια παγωμένη μουσική”, τον Παρθενώνα».
Η Ηλιοπούλου που θα ταξινομήσει το υλικό, θα το τιτλοφορήσει με στίχους του Θεοδωράκη: α) «Στην άλλη άκρη του καιρού», β) πού μ’ έδεσες για πάντα», γ) «Καβαλάρης τ’ ουρανού», δ) «κύμα είμαι και ξεσπώ», ε) Κρυφά μιλούνε τα βουνά», στ) «Ήμερος σαν τον θάνατο»· ήτοι, φύση και μοναξιά, ερωτικά, της Ελλάδας, της εξορίας και της επανάστασης, της δικτατορικής περιόδου, θρήνοι. Προτάσσεται το αυτοτελές έργο «Χαιρετισμοί» και το βιβλίο κλείνει με τη «Νεκρή Εποχή».
«Μέσα στην ευρύχωρη μοναξιά της φύσης, το κελί της μοναξιάς και το κελί της επανάστασης μοιάζουν, γιατί το κελί είναι το κουτί που χωρά τον ήχο των κυμάτων, τον ήχο των φωνών ενός πλήθους που ταράσσεται, που αγαπά, που διεκδικεί, που επιδιώκει», γράφει η Ηλιοπούλου.
«Τι είναι οι ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ;/ Ένας στρογγυλός δίσκος / όπως οι νύχτες είναι στρογγυλές/ σε στρογγυλή γη…», «Στου Πατσία το υπόγειο/ στην οδό Χαριλάου Τρικούπη/ μαζί με τον Παύλο… κι ο Πέτρος», «στην ταβέρνα του Πατσία, στα 1948», «πίσω απ’ τη μουσική, κάτω απ’ τη μουσική/ ακούγεται η σιωπή», «απλώνεις το χέρι/ και τρέμουν κρυφά/ τα έπιπλα», «Κι εγώ πνίγομαι/ σ’ όλα τα ποτάμια της νύχτας/ Καληνύχτα».
«Η μεγάλη στιγμή της τέχνης, που πέφτει κι αυτή σαν τη βροχή», μας εισάγει στην ενότητα «Στην άλλη άκρη του καιρού» από την οποία, το ποίημα Χ μας δείχνει στα δόντια του: «Τα δόντια του Ήλιου είμαι εγώ / αυτό που με δαγκώνει είμαι εγώ / είμαι εγώ αυτό που θέλει / αυτό που δε θέλει είμαι εγώ» (1967) κι ακόμα η «εκπληκτική “Αρκούδα”» όπως την αποκάλεσε ο Μάνος Χατζιδάκις : «Μια αλυσίδα μου δένουν γύρω στο λαιμό / είμαι αρκούδα χορεύω γύφτικο χορό./ Μέσα στα γήπεδα με γυμνάζουνε / τ’ άγρια πλήθη να χαιρετώ/ με μαϊμούδες μαζί με βάζουνε / τ’ άγρια πλήθη να προσκυνώ./ Μες στο κελί μου αγγέλοι μπαίνουν σιωπηλοί/ ήρθε το τέλος, δεν ήρθε ακόμα η αρχή» (1984).
Από τα ερωτικά ανθολογώ: «Ήρθες σαν αύρα κι απόθεσες τους Παραδείσους / στα χείλη μας μ’ ένα φιλί…. Τώρα πια τίποτα δε μένει που να θυμίζει το πέρασμά σου,/ Μόνο τα φιλημένα χείλη μας» («Μικρή Φαντασία», 1943). «Σ’ αγαπώ δεν μπορεί να ’ναι αλλιώς», «Δεν είμαι ξωτικό. Κατοικώ στα γαλάζια νησιά / και στα κόκκινα πάθη. / Με ξέρεις… Πιο πολύ με νιώθεις / παρά με ξέρεις» (1946). «Απρίλη μου ξανθέ / και Μάη μυρωδάτε / καρδιά μου πώς αντέχεις/ μέσα στην τόση αγάπη / και στις τόσες ομορφιές» (1961). Ο Απρίλης με τον έρωτα χορεύουν και γελούνε, έγραφε πριν 200 χρόνια ο Διονύσιος Σολωμός και η συνέχεια λάμπει και ακούγεται χρυσή και μυρωμένη.
Δε μπορώ να προσπεράσω το ποίημα «Στον Άγνωστο Ποιητή» στο οποίο απευθύνει χαιρετισμό – Κεκραγάριο παρόμοιο μ’ εκείνον του Νίκου Εγγονόπουλου στον Μπολιβάρ, συμπεριλαμβάνοντας με χρονική σειρά σχεδόν όλους τους αγίους του εθνικού εικονοστασίου: «Ρήγα Φεραίε σε σε κράζω!», «Διονύσιε Σολωμέ», «Ανδρέα Κάλβο», «Κωστή Παλαμά», «Νίκο Καζαντζάκη», «Άγγελε Σικελιανέ σε σε κράζω […] Άμποτες να ’ρθει στη δύστυχη χώρα μου/ Πάσχα των Ελλήνων. / Άγνωστε ποιητή σε σε κράζω» (1969). Γιατί όπως ο Γιώργος Σεφέρης αντρειεύεται όταν μιλά με τους πεθαμένους και όπως ο Οδυσσέας Ελύτης προτρέπει «Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη», και ακόμα επικαλείται και τους πολεμιστές αγίους «Άη Κανάρη», «Άη Μιαούλη» και «Αγιά Μαντώ», έτσι και ο Μίκης Θεοδωράκης τους παλιούς του «φίλους» καλεί, από το δρόμο της μουσικής που σαν «ζεστή βροχή» «καταλήγει σε ποτάμι». Σε ποτάμι ποιητών που αναζήτησαν Ελευθερία και Δικαιοσύνη «κρατώντας τη λύρα τη δίκαιη στον ώμο».
«Η ζωγραφική δεν είναι για να διακοσμεί διαμερίσματα. Είναι όπλο στον αμυντικό και επιθετικό πόλεμο ενάντια στον εχθρό», έλεγε ο Πικασό. Ο καθείς και τα όπλα του, λέει με άλλα λόγια ο Ελύτης. Κι επειδή εύκολα η μια τέχνη μπαίνει στη θέση της άλλης, η ποίηση είναι πάντα πολεμική ακόμα και όταν είναι ερωτική, αφού κι ο έρωτας πόλεμος είναι.
Ο επισκέπτης της ανθολογίας του Μίκη Θεοδωράκη, Να μαγευτώ και να μεθύσω, μαγεμένος και μεθυσμένος θα διαβάζει και θα τραγουδά, γιατί σ’ αυτά τα τραγούδια θα βρει την σωστή του ανάσα και τον ρυθμό στο βηματισμό της καρδιάς. Την ελπίδα και παρηγορία, στα άγια ευαγγέλια, «Δημιουργώντας τη Συμφωνία της Σιωπής / με μελωδίες από σιωπή […] εις τους αιώνας των αιώνων».
Στο εξώφυλλο του βιβλίου το πορτρέτο που επιμελήθηκε η Έφη Ξένου, στα μέσα φύλλα, τα κείμενα και στης καρδιάς τα φύλλα, η μαγεία και το μεθύσι του Διόνυσου. Και μαγεύτηκα και μέθυσα.