You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Μαρία Παπαγιάννη, Τα χρυσά κουπιά, Εκδ. Πατάκη, 2021

Ανθούλα Δανιήλ: Μαρία Παπαγιάννη, Τα χρυσά κουπιά, Εκδ. Πατάκη, 2021

Η Μαρία Παπαγιάννη, φιλόλογος, δημοσιογράφος, βραβευμένη συγγραφέας, μεταφρασμένη στο εξωτερικό, υποψήφια για το Διεθνές Βραβείο Άντερσεν 2022 και Πρέσβειρα για το Παιδικό βιβλίο για τη διετία 2021-2022, έρχεται στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων με το νέο βιβλίο της Χρυσά Κουπιά, των Εκδόσεων Πατάκη, να μας μιλήσει για σοβαρά θέματα με απλό, τρυφερό, συγκινητικό τρόπο. Έρχεται να μας ετοιμάσει για το οριακό γεγονός της ζωής με την προσωπική της εμπειρία, φιλτραρισμένη με τα «φάρμακα της τέχνης», όπως έλεγε ο Κ.Π. Καβάφης.

Εκείνο που δεν μπορεί να μας διαφύγει είναι η συγκινητική αφιέρωση: Στους 7 νάνους σου, αγάπη μου, Διδώ, Θάνο, Έλλη, Στεργιούκο, Ιάντα, Κόκα, Σέλα. Παιδιά και εγγόνια του συζύγου της Θάνου Μικρούτσικου, που πρόσφατα εγκατέλειψε τον κόσμο μας για τη γειτονιά των Αγγέλων. Ο πόνος γίνεται ο δημιουργός και το βιβλίο, με την τέχνη της συγγραφέως, και αφορμή τον επικείμενο θάνατο που σχεδόν ποτέ δεν κατονομάζεται, αλλά σελίδα σελίδα προετοιμάζει τις δύο μικρές ηρωίδες του και τον αναγνώστη, μιλάει για την αδελφική αγάπη, για την οικογένεια, για όσα συμβαίνουν στη ζωή, για όσα φαίνονται μυστήρια, αλλά δεν είναι παρά αλήθειες που δεν έχουμε ποτέ μπει στον κόπο να ερευνήσουμε και να σκεφτούμε.

Το βιβλίο δεν θρηνολογεί, αλλά ενώ μοιάζει στην επιφάνεια ανάλαφρο και, αρχικά, ας πούμε, ανέμελο, είναι πικρό, σοβαρό, υπαινικτικό. Προπάντων είναι αληθινό. Η συγγραφέας καταφέρνει να μιλάει για το θλιβερό αναμενόμενο με έναν τρόπο που βάζει βάλσαμο στις πληγές.

Εν ολίγοις, ο μπαμπάς είναι σοβαρά άρρωστος και η μαμά πρέπει να μείνει πλάι του συνέχεια∙ μέρα και νύχτα. Έτσι, επειδή, δεν μπορεί να φροντίσει τα δύο κοριτσάκια της, τα στέλνει στο χωριό στον πατέρα της, στον «άγνωστο» παππού τους, να τα φροντίσει.

Η Λήδα και η Ηρώ φεύγουν για το χωριό, ενώ δεν θέλουν, ρωτώντας συνέχεια τη μαμά για τον μπαμπά και πότε επιτέλους θα τον δουν, αλλά ποτέ δεν παίρνουν σαφή απάντηση.

Η μία αδελφή είναι ο άλλος πόλος της άλλης. Κι όμως, όσο και αν φαίνεται πως δεν μπορούν να συνεννοηθούν, όσο και αν διαφωνούν, στο τέλος συμφωνούν. «Από το ψηλό παράθυρο μια ηλικιωμένη βελανιδιά αισθάνθηκε δυο ζευγάρια κοριτσίστικες πατούσες που σκαρφάλωναν πάνω της. Το ένα κορίτσι κίνησε για τη θάλασσα να συναντήσει τα καράβια και το άλλο  καβάλησε ένα άλογο που χάθηκε στο σκοτάδι. Δε συναντήθηκαν στα όνειρά τους κι όμως κοιμόντουσαν αγκαλιά». Γιατί και τα δύο είναι ολόιδια, το ένα κόκκινο και το άλλο γαλάζιο, σαν τα σημειωματάρια που τους έστειλε ο μπαμπάς, με το μήνυμα: «Για να γράφετε το καλοκαίρι τι θα κάνετε κάθε μέρα στο σπίτι του παππού κι έτσι να μην ξεχάσετε να μου τα πείτε όλα όταν θα έρθω».

Και φεύγουν. Η Ηρώ αποχαιρετά τα πάντα: «Γεια σου, σπίτι. Γεια σου, μαμά. Γεια σου, μπαμπά. Γεια σου, σχολείο. Γεια σου, Όλγα. Γεια σας, φίλοι στην πλατεία. Γεια και στον περιπτερά τον Θύμιο με τα άπαιχτα παγωτά. Γεια σου, κρεβατάκι μου». Κι αφού έφυγαν, η μαμά, «η Μάρθα έβγαλε μια δυνατή κραυγή. Ο κόσμος κόπηκε ξαφνικά στα δύο».

Ο παππούς είναι «αγέλαστος» και αμίλητος. Δεν ξέρει να μαγειρεύει νόστιμα φαγητά, αλλά μόνο «μπλιαχ», τα απολύτως απαραίτητα. Δεν λέει πολλά, αλλά βλέπει τα πάντα, δεν έχει μεγάλη επικοινωνία με τους συγχωριανούς του αλλά με τα ζώα του κτήματος και την «Αστραπή» το άλογο. Μοιάζει σαν αόρατος αλλά είναι πανταχού παρών. Και τα κοριτσάκια, ζωηρά, σαν αγριοκατσικάκια. Γυρίζουν παντού ρωτούν και μαθαίνουν. Και έτσι θα μάθουν και το πικρό μυστικό του παππού. Τη δική του μεγάλη απώλεια που την έκρυψε στη μοναξιά. Δεν είναι αντικοινωνικός ή μισάνθρωπος, είναι πληγωμένος. Αφημένος στη θλίψη του. Τις δυο εγγονούλες του, τις «λελούδες», όπως τις αποκαλεί ο «μπαμπακένιος» μπαμπάς τους, τις νοιάζεται σιωπηλά, συνετά και χαμηλόφωνα, χωρίς πολλά πολλά.

Η Παπαγιάννη χειρίζεται πολύ απαλά και τρυφερά το ευαίσθητο αυτό θέμα, της προετοιμασίας των παιδιών για τη μεγάλη απώλεια. Δείχνει όλες τις πλευρές του θέματος και όλες τις συμπεριφορές, και τις ήρεμες και τις ταραγμένες. Αλλά το ταλέντο της είναι να κρατάει τις ισορροπίες και εκεί που η ζυγαριά πάει να γείρει προς τη μία ή την άλλη, η εξομάλυνση των αντιθέσεων αποκαθιστά την αρμονία. Όλα είναι φυσικά και όλα θα συμβούν όπως πρέπει.

Ακόμα, χωρίς να απομακρύνεται από τον στόχο της που είναι η απώλεια ενός ανθρώπου, απλώνει τη ματιά της σε όλα όσα παιδαγωγούν και μορφώνουν. Βάζει να κοριτσάκια της ιστορίας της να μιλούν για την καλή συμπεριφορά: «Είναι μεγάλη αγένεια να ονοματίζεις κάποιον με την ηλικία του ή το χρώμα του ή την προέλευσή του». Ο παππούς είναι «παππούκας» δεν είναι «γέρος» ούτε «τέρας» αφού «έκανε τη μαμά». Και με χιούμορ, ένας χωρικός δίνει τις οδηγίες πώς θα βρει ο οδηγός το σπίτι του παππού: «Δεν επιτρέπονται αυτοκίνητα, λέμε, στο χωριό, λέμε, δεν επιτρέπονται». Ο παππούς μένει στην άλλη πλευρά, «έεεξω από το χωριό καθώς λέμε και ξαναλέμε πως μέσα στο χωριό δεν επιτρέπεται η διέλευση των αυτοκινήτων… περνάτε τις ελιές, περνάτε τις πορτοκαλιές… λέμε, περνάτε τις ροδακινιές, τις συκιές…» και το αστείο είναι πως έχει σημασία η σειρά των δέντρων και η επιμονή του ανθρώπου που εξηγεί την πορεία, αλλά δεν λέει το γιατί δεν επιτρέπεται να περάσει το αυτοκίνητο μέσα από το χωριό και έτσι έχουμε ένα ωραίο κωμικό επεισόδιο, το οποίο βεβαίως λειτουργεί σαν βαλβίδα για την αποφόρτιση του πένθιμου κλίματος, όπως συμβαίνει και στην τραγωδία.

Και όσο τα παιδιά είναι γεμάτα «γιατί», τόσο οι μεγάλοι είναι γεμάτοι μυστικά, οπότε οι μικρές με τη φαντασία τους στήνουν ιστορίες για τον παππού, η γειτόνισσα κάτι μισοκρύβει ή μισοφανερώνει και μια ξαφνική κακοκαιρία έρχεται σαν αντίστιξη στην ψυχική.

Τα κορίτσια θα γνωρίσουν μεγάλες περιπέτειες. Θα μάθουν τι είναι πόλεμος, τι είναι λογικό και τι παράλογο, θα συναντήσουν τους διδύμους που φοβούνται μήπως τους μπερδέψουν, σαν να φέρνουν στην επιφάνεια το φιλοσοφικό ερώτημα «ποιος είμαι». Θα μάθουν ότι στο χωριό υπάρχουν φαντάσματα -οι Γερμανοί της Κατοχής, οι καταδιωκόμενοι Εβραίοι, οι κομμουνιστές, τα θύματα που σκοτώθηκαν- ενώ η Αγάθη σώθηκε, κρυμμένη σε ένα βαρέλι γιατί δήθεν έπαιζαν ένα παιχνίδι… Το επεισόδιο μας θυμίζει την ταινία του Μπενίνι Η ζωή είναι ωραία. Και σιγά σιγά στήνεται το ηρωικό πορτρέτο του παππού. Παράλληλα, η συγγραφέας μας διδάσκει τις λαϊκές αφηγήσεις, τα μαγικά δέντρα που γιατρεύουν τις αρρώστιες, τα άλλα που στέλνουν μηνύματα και μιλάνε. «Κάποιοι με αλυσοπρίονα σε μια βραδιά έκοψαν όλα τα δέντρα»,  το «Δέντρο Βασιλιάς» (σαν ευσεβές αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη για το διήγημά του Υπό την βασιλικήν δρυν). Αυτή τη βελανιδιά, λέει η Παπαγιάννη, την έλεγαν «καράβι» γιατί «όταν γεμίζει το φεγγάρι τα κουπιά της γίνονται χρυσά». Και εδώ βρίσκουμε και τον τίτλο του βιβλίου: «Χρυσά κουπιά», υπενθύμιση του αρχαίου μύθου που λέει πως με πλεούμενο κατεβαίνει ο άνθρωπος στον κάτω κόσμο. Μιλάει για τη «μεγάλη ιδέα» των παιδιών που ονειρεύονται να διορθώσουν τον κόσμο και να επαναφέρουν την αθωότητα -σκιώδης υπενθύμιση της ιστορικής Μεγάλης Ιδέας- που ποτέ δεν εκπληρώθηκε.

Η τακτική της Παπαγιάννη να ανατρέχει στο παρελθόν, επιτυγχάνεται αυτή τη φορά, μέσα από το κρυμμένο Ημερολόγιο της μαμάς στην παλιά ντουλάπα της. Κι έτσι ο χρόνος που έχει περάσει γίνεται παρών. Και φυσικά μας κλείνει μάτι ο Προυστ: «Η μαμά μου λέει να μη βιάζομαι για να κερδίζω τον χρόνο». Μέσα από αυτό το Ημερολόγιο θα μάθουμε γιατί ο παππούς είναι «αγέλαστος», γιατί δεν γνώρισε τις εγγονές του, ποια εντολή έδωσε ο παππούς στη Μάρθα… και μέσα από ένα γράμμα του μπαμπά θα έχουν, χωρίς να ξέρουν, τον αποχαιρετισμό.

 

Η Παπαγιάννη με μεγάλη ευαισθησία, πλατύ ορίζοντα, βαθιά συναισθήματα, πλούσιο διακείμενο, το οποίο με πολύ έντεχνο τρόπο ενσωματώνει στο βιβλίο της, μας δίνει μια ιστορία ανθρώπινη, χωρίς κραυγές και μεγαλοστομίες. Μοιάζει «με γυναίκα που σφίγγει το μαξιλάρι του αγαπημένου της» και μας διδάσκει ότι «το να αγαπάς είναι τέχνη». Το βιβλίο θα τελειώσει με ένα αγωνιώδες κρεσέντο, που όμως θα ηρεμήσει και θα αφήσει όλες τις αντιφάσεις συμφιλιωμένες στην αγκαλιά της ζωής. Ο έρωτας και ο θάνατος θα ωριμάσουν τις δύο ηρωίδες του βιβλίου. Θα ενηλικιωθούν και θα αποδεχτούν ότι η ζωή έχει τέλος∙ όμως οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν όσο εμείς θυμόμαστε τη φωνή τους. Τις αγαπημένες φωνές τους. Η μικρή Ηρώ έμαθε πως ο μπαμπάς πέρασε στην άλλη όχθη και η γιαγιά κατοικεί στο μεγάλο δέντρο.

Θα μπορούσαμε να πούμε πως η Μαρία Παπαγιάννη συνεχίζει τη Σχολή της μεγάλης Άλκης Ζέη. Το βιβλίο ανήκει στα εφηβικά, αλλά ο κάθε ενήλικος θα βρει σ’ αυτό κάτι από τα δικά του ερωτήματα και τις εφηβικές του απορίες που παραμένουν άλυτες. Κυρίως, θα ζήσει, διαβάζοντάς το, την πραγματική αλήθεια της ζωής σε ένα καλοκαίρι που σημαδεύεται από θάνατο μέσα στις ευωδιές της φύσης… Γιατί και το καλοκαίρι ένα όριο είναι κι έπειτα σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια, όπως λέει ο ποιητής Γ. Σεφέρης.

 

                              

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.