Της Παυλίνας Παμπούδη
Είναι ένα τραγούδι εκείνου του Ντελικανή, του Κούρου , του Πρίγκιπα με τα κρίνα, Νίκου Ξυλούρη:
Κόρης φιλίν
Κόρης φιλίν εζήτησα κι είπε μου να τση μνόξω
Και μνόγω τζη στον ουρανό και λέει μου, ψηλά ’ναι
Και μνόγω τζη στη θάλασσα και λέει μου, βαθιά ’ ναι
Και μνόγω τζη στο κόνισμα, τάβλα και ζωγραφιά ’ναι
Και μνόγω τζη στη νιότη μου, και λέει ΨΕΥΤΗΣ ΕΙΣΑΙ !
(Υπάρχει ακόμα ένας στίχος «Και μνόγω τζη στην εκκλησιά, πέτρες κι ασβέστης είναι» αλλά δεν ακούγεται στο τραγούδι, ίσως επειδή «εκκλησιά» και «κόνισμα» ανήκουν στην ίδια ηθική κατηγορία). Το τραγούδι αναφέρεται ως παραδοσιακό-δημοτικό αλλά και ως δημιούργημα των Κακουλίδη-Χάλαρη. Δεν έχει σημασία. Η σημασία είναι αλλού· είναι στην ουσία, από την οποία θα μπορούσε να ξεκινήσει ολόκληρη φιλοσοφική συζήτηση για να δείξει τη σημασία που έχει το ερωτικό φιλί όταν δίνεται κυριολεκτικά, βαθιά, ερωτικά. Όταν το φιλί γίνεται η ψυχή και το σώμα που η κόρη εμπιστεύεται σ’ εκείνον ικετεύοντας, «μη με απογοητεύσεις», «μη με κάνεις να μετανιώσω». Γι’ αυτό και η επιμονή της να της «μνόξει», για να περιφρουρήσει την ιερότητά του δοσίματος που είχε τη μορφή φιλιού. Ωστόσο, κανένας όρκος, καμία ηθική ή φυσική δύναμη, κανένας θεός δεν θα ανακατευτεί σ’ αυτή την υπόθεση. Εκείνο το καταληκτικό και καταλυτικό ΨΕΥΤΗΣ ΕΙΣΑΙ ! γκρεμίζει κάθε, έστω και μικρή, αυταπάτη ασφάλειας.
Το ’δωσε τελικά η κόρη το φιλί; Νομίζω, Ναι, αλλά δεν ξέρω τίποτα για τη συνέχεια της ιεροπραξίας. Συμπέρασμα: το φιλί είναι έκσταση και δυστυχώς δεν προστατεύεται από κανένα νόμο ούτε όρκο. Αναλαμβάνεις την ευθύνη και ο καιρός θα δείξει αν θα θυμηθείς τη λαϊκή παροιμία «στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα». Άλλωστε, όπως έχει αποδειχτεί, ο όρκος δίνεται για να καταπατηθεί, γιατί αυτή είναι η φύση των πραγμάτων. Τι Επίκουρος, τι Λουκρήτιος, τι Ηράκλειτος, «τα πάντα ρει» και θεός δεν υπάρχει να τα σταματήσει. Ο χρόνος θεραπεύει λένε. Μ! μπορεί. Τον πράξαντα, όχι τον παθόντα και τον αδικημένο.
Στη νιότη μου, λοιπόν, δεν μπορώ να ορκιστώ, γιατί δεν διαρκεί. Η ωριμότητα έρχεται εκδικητικά να μου δείξει πως ό,τι ήξερα πέρασε. Κι είτε άρρωστος είσαι είτε υγιής, ο άλλος καλπάζει ολοταχώς. Τίποτα δεν ορίζεις άνθρωπε, παρά μόνον τα ελάχιστα γραμμάρια της προσωρινής ευτυχίας μιας τόσης δα στιγμούλας εκστατικής, που αν χαθεί παίρνει και τον παράδεισο μαζί του κι αφήνει την κόλαση στη θέση του. Δεν περπάτησα στους δρόμους, δεν έχω πρησμένα πόδια, βγαλμένα μάτια έχω. «Καθένας μοναχός ονειρεύεται και δεν ακούει τον βραχνά του άλλου», λέει ο Σεφέρης. Ο Νίκος Ξυλούρης πέθανε τον Φεβρουάριο του 1980 σε ηλικία 44 ετών, επιβεβαιώνοντας το ότι δεν μπορείς να εμπιστευθείς στη νιότη σου.
Αλλά ας πάμε λίγο πιο πέρα.
Carpe diem
έλεγαν οι Ρωμαίοι, έχοντας κατανοήσει βαθιά τη σημασία του τώρα που περνάει και χάνεται. De brevitate vitae μίλησε ο Ρωμαίος Σενέκας, να μην σπαταλά κανείς την πολύτιμη ζωή του σε ανοησίες, ασήμαντες συναναστροφές και άλλα τινά που φέρνει η ζωή. Κυρίως να μη συγχύζεται από την αδικία, την αχαριστία, την αγνωμοσύνη, την κακοήθεια, τη διαβολή, την αγένεια, τη χυδαιότητα. Εφτά ασυγχώρητα αμαρτήματα. Μπορεί όμως; Στρίβοντας λίγο της κλείδα προς την άλλη κατεύθυνση διασταυρωνόμαστε μπροστά σε μια συμβουλή του Οδυσσέα Ελύτη: «Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου, άνθρωπε· δώσε της διάρκεια· μπορείς!» («Ισόβια στιγμή»). Προσέχω εκείνο το «στο δρόμο σου», που σημαίνει πως ρέει, φεύγει, αξιοποίησέ το, «δώσε του διάρκεια», κάνε το θαύμα, κάνε τον χρόνο να σταθεί, να καταργηθεί σε μια στιγμή του φιλιού ιερή. Η λαϊκή παροιμία, «μην αφήνεις γι’ αύριο αυτό που μπορείς να κάνεις σήμερα», είναι σοφή, διότι η ζωή είναι απρόβλεπτη και σου τη φέρνει από κει που δεν το περιμένεις. Εμ, πώς θα σου την έφερνε αν το περίμενες. Αν το περίμενες δεν θα είχε ευκαιρία να σου πάρει όχι φιλί, ούτε βλέμμα…
η ερωτική στιγμή είναι σαν το χρυσό φλουρί
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος δίνει αλλιώς την ελάχιστη εκστατική στιγμή, του έρωτα ή του φιλιού και το χαμό της:
Μετέωρη στιγμή σαν το φλουρί που μια στιγμή γυαλίζει πριν πέση. Νόστιμον είναι πως όταν πέση χάνεται. Μένουν οι λέξεις όμως, τα πουλιά, μένει η φωνή τους, και όπου καθήσουν, σε γυμνά κλαριά ή σε ποτήρια γιομάτα μαργαρίτες, φυτρώνει ένα πούπουλο ή ένα πτερό με ρόδινη αιχμή, καθώς σπονδή στον άνεμο» (Ενδοχώρα, «Ο πλόκαμος της Αλταμίρας», 4).
Και είναι χρυσή όσο είναι μετέωρη. Όσο γυαλίζει στον ήλιο γιατί «Όταν πέση, χάνεται»· Ωσάν πυρός σταλάγματα, πέφτουσιν εις την θάλασσαν των αιώνων και χάνονται/ Διά πάντα η ώραι, λέει ο άλλος Ανδρέας, ο πρόγονος και του Εμπειρίκου και του υπερρεαλισμού, ο Κάλβος. «Η ώραι χάνονται»· οι ώρες, οι εποχές, ο χρόνος, η ζωή, οι ευκαιρίες· Ωσάν πυρός σταλάγματα στη θάλασσα.
C’ est la mer mêlée au soleil, λέει ο Αρθούρος Ρεμπώ
Και αστραφτοκοπάει η θάλασσα στον ήλιο. Όμως, η σταγόνα του Εμπειρίκου είναι το σπέρμα που θα γεννήσει λέξεις, πουλιά, φωνή, πούπουλα και φτερά στα χείλη, στο ποτήρι, σπονδή στον άνεμο που αυτός όλα τα κινεί και τους δίνει πνοή. Ο άνεμος ο χρυσεγέρτης, ο Ερμής και χελιδονοδρόμος, ο φτερωτός σαν έρωτας. Έχουν το περαιτέρω λόγο τους, εδώ, το «ποτήρι», τα «χείλη», το «πτερό με ρόδινη αιχμή, καθώς σπονδή», αλλά …
Μαρίνα
Άλλη μία στροφή της κλείδας και είμαστε πάλι μπροστά σε μία ιδέα του Ελύτη: Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω,/ λουίζα και βασιλικό. Μαζί μ’ αυτά να σε φιλήσω/ και τι να πρωτοθυμηθώ/ Τη βρύση με τα περιστέρια, /των αρχαγγέλων το σπαθί, / το περιβόλι με τ’ αστέρια, / και το πηγάδι το βαθύ (Τα Ρω Του Έρωτα, «Μαρίνα»). Όλα τα μυριστικά και τα θυμητικά με ένα φιλί του αρχαγγέλου το σπαθί και το πηγάδι το βαθύ προαναγγέλλουν. Με προειδοποίησε. Μαρίνα τη λένε, είναι θαλασσινή, αεικίνητη και πάντα ασταθής.
Διάλειμμα Χαράς
Ο Σεφέρης, χωρίς τον ευδαιμονισμό του Εμπειρίκου ή τη μυστική θέαση του Ελύτη, προσέρχεται πιο σκοτεινός, παρόμοιος, ωστόσο, με τους άλλους δύο της γενιάς του, στην ευτυχία της στιγμής:
Ήμασταν χαρούμενοι όλο εκείνο το πρωί.
Θεέ μου πόσο χαρούμενοι.
Πρώτα γυάλιζαν οι πέτρες τα φύλλα τα λουλούδια
κι έπειτα ο ήλιος
ένας μεγάλος ήλιος όλο αγκάθια μα τόσο ψηλά στον ουρανό.
Μια νύμφη μάζευε τις έννοιες μας και τις κρεμούσε στα δέντρα
ένα δάσος από δέντρα του Ιούδα.
Ερωτιδείς και σάτυροι παίζαν και τραγουδούσαν
κι έβλεπες ρόδινα μέλη μέσα στις μαύρες δάφνες
σάρκες μικρών παιδιών.
Ήμασταν χαρούμενοι όλο το πρωί·
η άβυσσο κλειστό πηγάδι
όπου χτυπούσε το πόδι ενός ανήλικου φαύνου
θυμάμαι το γέλιο του: πόσο χαρούμενοι!
Έπειτα σύννεφα βροχή και το νοτισμένο χώμα
έπαψες να γελάς σαν έγειρες μέσα στην καλύβα
κι άνοιξες τα μεγάλα μάτια σου κοιτάζοντας
τον αρχάγγελο να γυμνάζεται με μια πύρινη ρομφαία.
Ένα διάλειμμα είναι η ζωή. Ένα ξένοιαστο πρωί, χαρά και ήλιος, όλο αγκάθια, όμως, η άβυσσο κλειστή, για την ώρα, κι όλα τα άλλα έτοιμα που καιροφυλακτούν, να σε βρουν ευάλωτο και να σ’ αδράξουν. Η κακοκαιρία, ο ανήλικος φαύνος που χασκογελάει ύποπτα και χτυπάει το πόδι σαν χρονόμετρο, κι ο αρχάγγελος. Έτσι είναι η ζωή, το πρωί και η χαρά, το δάσος του Ιούδα. Για το φίδι που είναι κι αυτό δείγμα και δήγμα παραδείσου, ουδείς λόγος. Υπάρχει όμως ο ανήλικος φαύνος –ο κατσικοπόδαρος- τα σύννεφα, η βροχή, η ρομφαία και οι Καιροί γίνονται κακοί:
Ω Καιροί που στρεβλώσατε το ουράνιο τόξο, κι απ’ το ραμφί του σπουργιτιού αποσπάσατε το ψίχουλο, και δεν αφήσατε μήτε μια τόση δα φωνούλα καθαρού νερού να συλλαβίσει στη χλόη την αγάπη μου
Εγώ, που αδάκρυτος υπόμεινα την ορφάνια της λάμψης, Ω ΚΑΙΡΟΙ, ΔΕ ΣΥΓΧΩΡΩ («Ο άλλος Νώε»).
ΔΕ ΣΥΓΧΩΡΩ. Δεν υπογράφω, είχε πει ο Ζορμπάς. Όμως, τίποτα δεν εξαρτάται από σένα, άνθρωπε, όσο κι αν είσαι ουρανοδίαιτος. Κατόπιν τούτου, με τι εγγυήσεις βαδίζει κανείς, είτε ο άλλος μνόξει είτε δε μνόξει είτε υπογράψει κοντράτο και με δύο του χέρια είτε κάνει συμφωνίες με τον Άγιο είτε υποσχεθεί εκείνο το «για πάντα» που καταντάει να μοιάζει σαν ποτέ;
Ο θάνατος είναι το μεγαλύτερο κακό, αλλά είναι μια κι έξω, ενώ τα μικρά, όπως η αδικία, η αναισχυντία, η αχαριστία, η αγένεια, η στρέβλωση του ουράνιου τόξου, που λέει και ο ποιητής, αυτά συνιστούν μικρούς καθημερινούς θανάτους που δηλητηριάζουν την ψυχή και τη μνήμη. «Στρεβλώσατε», «αρπάξατε», «δεν αφήσατε»· γι’ αυτό επιμένει κι ο ποιητής: ΔΕ ΣΥΓΧΩΡΩ.
Επίκουρος-Θεοδωρακόπουλος-Μενοικέας
Και τι αξία θα είχαν τα νιάτα, αν ήταν σοφά; Έλεγε ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος στο Αμφιθέατρο τω καιρώ εκείνω. Όμως, τω καιρώ ετούτω, έπρεπε να είχαν υπόψιν τους την επιστολή του Επίκουρου προς τον Μενοικέα που συμβούλευε ότι δεν πρέπει κανείς, είτε νέος είτε γέρος, να μη φιλοσοφεί. Κι ακόμη να μην ξεχνά ότι κάθε ηδονή κατ’ αρχήν είναι καλή, αλλά πίσω έχει η αχλάδα την ουρά (και ο διάολος τη δική του, για να μην τον καταλαβαίνεις από την αρχή). Δεν είπε μόνο να μη φοβόμαστε το θάνατο. Πατέρα Δία, υπάρχεις; Βλέπεις; Ακούς; Δικαιοσύνη, πάντως, δεν υπάρχει.
Οινοβαρής τις τραγουδούσε παραπαίοντας: Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη μουτσούνα να σου βγάλω… και θυμήθηκα εκείνο το MERDE του Σεφέρη ή του στρατηγού Καμπρόν. Ωστόσο, υπάρχει κι ένα απλό τραγουδάκι που μου σιγοτραγουδούσε η σοφή μαμά μου όταν στεναχωριόμουν: «Η ζωή που κυλά έχει πίκρες αλλά… /μην την παίρνεις ποτέ σοβαρά/μη σε πιάνουν θυμοί, μη συγχίζεσαι, μη/δεν αξίζει ο κόσμος δραχμή/. Βρε, ντουνιά, να χα μια μπουνιά, που να κάνει για χίλιους εννιά/ Βρε, ντουνιά, να σου δώσω μια να σου κάνω μεγάλη ζημιά». Και με την τρυφερή της μπουνιά μου έσπρωχνε το μάγουλο και με παρηγορούσε: «Μη στεναχωριέσαι, κορίτσι μου, θα μεγαλώσεις, και θα μάθεις πολλά· έλα, τώρα, να χορέψουμε αυτό το ωραίο βαλσάκι…».
Εξαιρετική, χυμώδης, φιλοσοφημένη, πλούσια σε αναφορές η γραφή της Ανθούλας Δανιήλ, μας προσγειώνει στην πραγματικότητα, με αφορμή ένα τραγούδι του Νίκου Ξυλούρη. Θερμά συγχαρητήρια!