You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Νάνος Βαλαωρίτης, Πικρό Καρναβάλι, Ψυχογιός, 2013

Ανθούλα Δανιήλ: Νάνος Βαλαωρίτης, Πικρό Καρναβάλι, Ψυχογιός, 2013

Διακόσιες σελίδες ποιήματα. Κάθε σελίδα και το ποίημά της και κάθε ποίημα και η χρονολογία σύνθεσής του. Τα πιο πολλά του 2011 και 2012, μερικά του 2013, δύο του 2009, ένα του 2008 και ένα αχρονολόγητο. Η χρονολογική ένδειξη που τα συνοδεύει δείχνει ότι την ίδια μέρα ο ποιητής συνέθεσε και δύο και τρία ποιήματα. Ενδιαφέρον είναι ότι αυτά τα ποιήματα δεν βρίσκονται σε χρονολογική σειρά αλλά είναι ανακατεμένα και, αν αυτό είναι συνυποδήλωση κάποιας διάθεσης, θα έλεγα πως είναι «ο χρόνος παρελθών και ο χρόνος παρών ίσως και οι δυο παρόντες είναι σε χρόνο μέλλοντα», κατά τον Έλιοτ στα Τέσσερα κουαρτέτα, πράγμα που κατά Νάνον Βαλαωρίτην σημαίνει πως τα διαδραματιζόμενα, είτε φετινά είτε περσινά και προπέρσινα, το ίδιο ξινά σταφύλια είναι. Έχουν ωριμάσει την ξινίλα τους στην περίοδο της οικονομικής και πάσης άλλης κρίσης στην Ελλάδα.

Ο ποιητής βεβαίως αξιοποιώντας τα όπλα του μοντερνισμού, των οποίων τη χρήση γνωρίζει άριστα, δεν αποκαλύπτεται. Κι έτσι κινούμενος ανάμεσα στον κρυπτικό του λόγο αλλά και τον πασιφανέστατο, πολλές φορές, μας παραπέμπει στο δημοτικό τραγούδι, στην ιστορία, στη μνήμη, στην ανάμνηση της θυσίας, στο μάταιο του αγώνα (;), στον ρόλο του ποιητή, στην επισήμανση της φθοράς, στην καταδήλωση του ξεπεσμού. Όλα βρίσκονται εκεί από το πρώτο κιόλας ποίημα:

«Πώς εξόντωσε ο Ξέρξης τους τριακόσιους του κύκλου των ποιητών»

Οι ποιητές είπαν φτάνει πια

να εκθειάζουμε τους

οπλίτες – ας κάνουμε κι εμείς

οι ποιητές ένα γιουρούσι ηρωικό.

***

Και μαζευτήκαν σε μια ραχούλα

και σχημάτισαν κύκλο

κι έβαλαν στη μέση τον πιο

αρχαίο – και γύρω γύρω

οι πιο νέοι – κι έτσι κι έγιναν

οι καινούριοι τριακόσιοι στα

Στενά – στις Θερμές πήγαν όπου

λούζονταν συχνά οι ποιητές.

***

Ώσπου να ’ρθει ο Ξεξεξές ο Ξέρξης

ο μέγας βασιλεύς με το φουσάτο του

τους περικύκλωσε και είπε:

Αν τετραγωνίσετε τον κύκλο σας

θα σας σφάξω έναν έναν

αντί όλους μαζί.

Αθήνα, 16 Σεπτεμβρίου 2011

Δεν θυμάμαι τι έγινε εκείνη την ημέρα, στις 16 Σεπτεμβρίου 2011. Θυμάμαι όμως τι έγινε στις Θερμοπύλες το 480 π.Χ. και επίσης θυμάμαι ότι οι ποιητές και άλλοι καλλιτέχνες της γενιάς του Βαλαωρίτη σύχναζαν στο πατάρι του Λουμίδη ή στο Μπραζίλ, για να μιλήσουν για πράγματα ποιητικά και μια νέα Ελλάδα που οραματίζονταν μέσα από την ποίηση, τη μουσική και τη ζωγραφική. Και δεν μπορώ να μη θυμηθώ τον ηγετικό ρόλο του Γιώργου Σεφέρη στον κύκλο αυτών των ποιητών και τον Νάνο Βαλαωρίτη νεαρό, εντυπωσιασμένο από το «γιουρούσι» που επιχειρούσε αυτή η γενιά, η γενιά του ’30, τότε. Κείμενα της εποχής μαρτυρούν γι’ αυτό. Το συγκλονιστικό και κατατοπιστικό «Χρονικό μιας δεκαετίας» του Ελύτη στον τόμο Ανοιχτά Χαρτιά, αλλά και οι αναμνήσεις του ίδιου του Βαλαωρίτη στο επίσης συγκλονιστικό και κατατοπιστικό Μοντερνισμός, πρωτοπορία και Πάλι (Εκδ. Καστανιώτη, 1997).

Όμως η μοίρα της Ελλάδας, «οπλιτών» και «ποιητών», ήταν να βρεθούνε στα «Στενά» και εκεί όχι «ρόδια» και «φιλιά», όπως λέει ο Ελύτης, αλλά σπαθιά αμφίστομα τους περίμεναν. Όσο για τον «Ξεξεξέ Ξέρξη», όποια λύση κι αν επιχειρούσαν την ίδια μοίρα θα είχαν: «θα σας σφάξω έναν έναν/ αντί όλους μαζί». Μ’ αυτό το ποίημα πρώτο, μπαίνει ο Βαλαωρίτης στον χορό που τον σέρνουν τα άλλα 199 της συλλογής. Και ο νοών νοείτω ποιος είναι ο Ξεξεξές ο Ξέρξης, ποιος ο νέος βαρ βαρ βαρ ο βάρβαρος, ο νέος Μολώχ που θέλει αίμα και απειλεί πως όποια λύση κι αν επιλέξουμε θα γίνουμε άτιμα σφάγια ενός τυράννου, όπως μας προειδοποιεί από μακριά ο πάντα επίκαιρος Ανδρέας Κάλβος από το ίδιο Ιόνιο πέλαγος, σαν τον Βαλαωρίτη.

Αλλά και ο δάσκαλος Σεφέρης αλλιώς αλλά παρομοίως έλεγε:

Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε.

Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη.

Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε.

Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη.

Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε τη ζωή σας.

Εγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη…

Βρήκαμε τη στάχτη. Μας μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα.

(«Άντρας», Λονδίνο, 5 Ιουνίου 1932)

Και αυτό το θέμα επανέρχεται:

Ησυχία, παιδιά, δίπλα κοιμούνται όλοι

εκείνοι που θυσιάστηκαν για το μέλλον σας.

Η Ελλάδα που χάνεται, λοιπόν, είναι στο κέντρο της ποίησης του Βαλαωρίτη,

H Ελλάδα που την έσβησαν απ’ τον Χάρτη

Απ’ τον γήινο χάρτη είναι σβησμένη η Ελλάδα

Κι έγινε πάλι όπως ήταν άλλοτες έναν καιρό

Μια Ιδέα και αναλήφτηκε στον γεωμετρικό

Της Ουρανό απ’ όπου δεν ξανακατέβηκε.

Και τα ποιήματα συνεχίζονται με τον ποιητή προωθημένο στις επάλξεις της διαμαρτυρίας για όλα τα δεινά που επισώρευσε η εποχή μας στην Ελλάδα, από την Αναγέννηση ως το 2113, στην Αθήνα: «γεμάτη μετανάστες από άλλον πλανήτη, σ’ όλα τα μπαρ εξωγήινοι και εξωγήινες», κι ο ποιητής, σαν φιγούρα επιστημονικής φαντασίας, εξόριστος στον τόπο του, εδώ και τώρα και εκατό χρόνια μετά.

Όσον αφορά το παρόν, στο δισάκι του ψίχουλα: «ψίχουλα μιας ιδέας κληρονομήσαμε χωρίς να μπορούμε να τα κληροδοτήσουμε πουθενά», ο Τζέιμς Τζόις που μάθαινε ελληνικά στην Τεργέστη από τους παρευρισκομένους, «ειδήσεις από την Αίγινα του Εικοσιένα – παρακαταθήκη δική μας της προσωδίας του Ανδρέα Κάλβου Ιωαννίδη…», το «Όμικρον (διορθωτικό)» που καταλήγει με το ερώτημα: «Πείτε μου σας παρακαλώ αυτό το ποίημα τι σημαίνει» σαν να λέμε πως αυτό το «ο», αυτό το μηδέν σημαίνει πως τίποτα δεν διορθώνεται και όλα είναι μια τρύπα στο νερό, σαν την τρύπα του «ο», την τρύπα του χάους και την τρύπα του χρέους. Ο κύκλος, ο φαύλος κύκλος των κυβερνητών και των έξωθεν αναγορευμένων σωτήρων.

Και βέβαια δεν παύει να μας ξαφνιάζει με την αστείρευτη ευρηματικότητα του λόγου του: «παρθένες σκέψεις προκαλούν ένα γέλιο ενδομήτριο», ή «πόσο σε θαυμάζω απρόθυμη/ υπηρέτριά μου Γραμματική/ εντεταλμένη στα θλιβερά/ θεωρεία της δυσανεξίας» (να βλέπει άραγε εδώ τον τραγέλαφο «η πλήρη», «η περίοδο», «του διεθνή νομισματικού ταμείου» των τηλε-ειδήσεων, ή μήπως του είπε «καλησπέρα» ο σερβιτόρος των καφενείων του Συντάγματος ή κάποια πωλήτρια, ίσως, ενημερωμένη για το ότι η «εσπέρα» στην Ελλάδα αρχίζει μέρα μεσημέρι – αναρωτιέμαι, «Εις την οδόν των Φιλελλήνων» που έλεγε ο Εμπειρίκος, ντάλα ο ήλιος, «εσπέρα» ήταν;). Πού κατοικεί «ο Πρίγκηψ της Ακουιτάνιας: με την έναστρή του κιθάρα;». Μα

αυτά που γράφω δεν είναι

αναγκαστικά ποιήματα

ή απορρίμματα ή ευρήματα

αναθεωρητικές αντιρρήσεις

γι’ αυτά που έγραφα κάποτε

«μας πήρε σβάρνα ο κακός/ καιρός της ομοιοκαταληξίας», λέει. «Ω ξειν αγγέλειν Δουνουευρωτούς ότι τήδε/ κείμεθα τοις κείνων χρήμασι πειθόμενοι», «από μια κάνουλα ελευθερίας στάζει/ το αθάνατο νερό στου γλιτωμού το χάζι» (ο Θεόδωρος Ντόρος). Καυστικός ο ποιητής «Με τον τρόπο του Ν.Β.», «Πάμε να ρίξουμε μια ματιά/ στα τριγύρω να δούμε τι γίνεται…», όπως κάποτε με τον ίδιο τρόπο ο Σεφέρης έριξε μια ματιά μεταξύ Συντάγματος και Ομονοίας για να διαπιστώσει κατ’ αναλογίαν την κενότητα του Νεοέλληνα. Όσο για τα πρόσθετα μέτρα, πέραν των όσων γνωστών, ο ποιητής μάς θυμίζει μερικά ακόμα:

το νήμα που αφήνει πίσω της

το κύμα που αφήνει πίσω του…

η αιώρα της φωτογραφίας…

εκείνος που δεν είναι πια εκείνος

αλλά ούτε άλλος ή έτερος ή ετούτος

ο Τουταγχαμών…

Είναι πολλά τα ποιήματα και αστείρευτη η διάθεση του ποιητή, ο οποίος, σαν τον ποιητή Φερνάζη του Καβάφη δεν γράφει τον «Δαρείο του», γράφει την κατάντια της εποχής μας –πού καιρός για ποίηση– όμως η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται, «υπεροψίαν και μέθην» πρέπει να έχουν και οι τρακόσιοι της Βουλής που προστατεύουν τον δικό τους κύκλο, «οι anaxiopistoi.@pelasgi.com.gr».

Πικρό καρναβάλι, ο τίτλος της συλλογής μάς θυμίζει μια «άλλη Αποκριά», του Σαχτούρη, όπου το γελοίο δεν κοροϊδεύει τον θάνατο, ως είθισται στα καρναβάλια, αλλά τον υφίσταται σε όλες του τις βάρβαρες εκδοχές.

Και από το εξώφυλλο, ζωγραφισμένη από τον ποιητή, μια τερατώδης γυναικεία φιγούρα, Σφίγγα, Πυθία και γελωτοποιός, με μακρύ πολύχρωμο σκούφο, στέλνει μακροσκελές μήνυμα «ναι σε όλα… όχι σε όλα… τίποτα, παραδοχή, αποδοχή… nein, yayes, αναστάτωση, αναζήτηση, ανάλυση, πέρσι τέτοιον καιρό σε είδα να ’ρχεσαι, τώρα τι;». Με άλλα λόγια ήξεις, αφήξεις ου… και το κόμμα άγνωστο πού…

 

(Αναδημοσίευση από το Διάστιχο, 12/11/13 – Στις φωτογραφίες 1) Ο ποιητής, 2 χρονών, με τους γονείς του – 2) Ο ποιητής την δεκαετία του 70 – 3) Το 1954 με την γυναίκα του Μέρι Ουίλσον, η οποία πέθανε λίγα χρόνια πριν από εκείνον και της οποίας έργο είναι και το κάτωθι.)

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ:

Στο μεταξύ “κάπου στον ωκεανό” σ’ ένα ερμητικά κλεισμένο και σφραγισμένο φέρετρο ο αληθινός Πρόεδρος αναπαυόταν λικνιζόμενος στα κύματα. Από ένα μικρό παραθυράκι έβλεπε τα θαλασσοπούλια που καμιά φορά χτυπούσαν με το ράμφος τους το τζάμι και τα ψάρια που πετάγονταν ψηλά. Κι ο Πρόεδρος σιγοτραγούδησε “Ο Γέρο Δήμος πέθανε ο γέρο Δήμος πάει… Και φτιάξτε του  ένα κιβούρι … να ‘ναι πλατύ να ‘ναι φαρδύ κι αφήστε ένα παράθυρο να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά …”

Και πρόσθεσε: “Τι ωφελεί να ‘σαι αθάνατος όταν δεν έχεις παρέα;”

Κείνη την ώρα το μάτι του έπιασε ένα άλλο μαυριδερό αντικείμενο που το πέταγαν τα κύματα πέρα δώθε. ‘Όταν πλησίασε είδε με έκπληξη πως ήταν ένα άλλο “φέρετρο”απαράλλαχτο με το δικό του και άκουσε μια φωνή: “Πάτα το δεξί κουμπί και θα δεις τι θα συμβεί…”

Πάνω σε μια μικρή οθόνη εμφανίστηκε μια σκακιέρα…

“Άνοιγμα του τρελού του Βασιλιά”, είπε μια γνώριμη φωνή. 

“Πώς;, απάντησε ο Πρόεδρος “αφού εγώ έχω τ’ άσπρα…;”

“Εδώ δεν έχει πια άσπρα και μαύρα” απάντησε η βραχνή φωνή “εδώ θα παίζουμε για την αιωνιότητα ένα παιχνίδι χωρίς τέλος…”

“Για δες καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει. Τώρα που βγάζει ο ουρανός πουλιά κι ο πόντος βγάζει ψάρι…” του απάντησε ο Πρόεδρος. Και το τέρας πρόσθεσε με ύφος ψευτοδραματικό:

“Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας!”

 

(Νάνος Βαλαωρίτης, Η Δολοφονία) Αθήνα, Ιούλιος 1965

 

Καλό ταξίδι, Νάνο Βαλαωρίτη, παίξε με τα πουλιά και με τα ψάρια την αιωνιότητα στη σκακιέρα σου…

 

 Α. Δ.

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.