Η Αθήνα, ως άλλη Ρώμη, κοιτάει στο μέλλον
Η Νάντια Γεωργακοπούλου τιμά την Αθήνα, την Ελλάδα και τους Έλληνες, με ένα βιβλίο μνημείο, όπου φαίνεται πώς η πόλη με την αρχαία της λάμψη και δόξα αναγεννιέται τον 19ο αιώνα σε Νέα Αθήνα, πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους, συνθέτοντας τα ρομαντικά της ερείπια με τα σύγχρονα λαμπερά δημιουργήματα. Οι δρόμοι της θα θυμίζουν πάντα το ένδοξο παρελθόν και τη μεγάλη κληρονομιά της.
Στα έξι κεφάλαια του βιβλίου, η συγγραφέας θα μιλήσει για την νέα πόλη που προέκυψε από την αρχαία, την ιστορία της, τις πολιτικές και άλλες περιπέτειές της, τα πρόσωπα που κατά καιρούς πρωταγωνίστησαν, κυρίως όμως θα μιλήσει για την αρχιτεκτονική, με πρωταγωνιστές τα κτήρια και τα πρόσωπα που τα έχτισαν. Συγκεκριμένα, σε τόνο προσωπικό, συγκινητικό, γράφει για τα κτήρια:
«Τα κτίρια φωνάζουν σε μένα ζωντανά. Τα νιώθω σαν ένα συνδετικό κρίκο, όχι απλώς με ανθρώπους που δεν ζουν πια και δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να γνωρίσω, ούτε μόνο με βιβλία που με συνεπήραν, αλλά με ανθρώπους που γνώρισα, όπως οι παππούδες μου, γιατί η συγκεκριμένη περίοδος είχε διαμορφώσει καθοριστικά τον κόσμο που ζούσαν. Για μένα αυτό το βιβλίο υπήρξε μια συναρπαστική και αναπάντεχη επιστροφή στην πόλη μου, σε γνωστά αλλά και άγνωστα κατατόπια».
Στην Εισαγωγή της κάνει λόγο για την «σπαργανοβριθή μαρμάρων αρχαίων» γη της Αθήνας, από τα οποία ο Μητροπολίτης Μιχαήλ Χωνιάτης ή Ακομινάτος διάλεξε κομμάτια για να κοσμήσει τον ολομάρμαρο ναό της Παναγίας Γοργοεπηκόου, η οποία μέχρι σήμερα στέκει σαν «έκθεση γλυπτικής» όλων των ιστορικών περιόδων, αρχαίων κλασικών και ρωμαϊκών, με σύμβολα της Δήμητρας και της Κυβέλης, φατνώματα και πρωτοβυζαντινά θωράκια, πλάκες, κιονόκρανα στήλες, με επιγραφές, σφίγγες, ζώα και καρπούς. Πάνω από ενενήντα γλυπτά προερχόμενα από άλλες παλαιότερες οικοδομές, μας επισημαίνει.
Όμως η Αθήνα του νεοπλατωνιστή Μιχαήλ Χωνιάτη είναι μια ξεπεσμένη και απογοητευτική πόλη, με ερειπωμένα σπίτια, γκρεμισμένα τείχη, αγράμματο κλήρο και φτωχό λαό. Οι φιλοσοφικές σχολές κλειστές και η μόνη αναλαμπή το προσκύνημα του Βασιλείου Β΄ Βουλγαροκτόνου στην Ακρόπολη, το 1081, την οποία βέβαια είχαν μεταβάλει σε Παναγία Αθηνιώτισσα. Ο Χωνιάτης αγάπησε την Αθήνα, πάντα ζητούσε τη συνδρομή του αυτοκράτορα Αλέξιου Β΄ Κομνηνού και συσπείρωσε το λαό στην πολιορκία εναντίον του Λέοντα Σγουρού το 1203. Η πόλη τελικώς έπεσε στα χέρια των Φράγκων το 1204. Ο Χωνιάτης κατέφυγε στην Κέα μέχρι το θάνατό του. Η εκκλησία του όμως επέζησε, χρησιμοποιήθηκε και ως εθνική βιβλιοθήκη, πριν χτιστεί η άλλη στην Πανεπιστημίου. Από αυτήν την εκκλησία αρχίζει η «Επιστροφή» της Αθήνας, η οποία μετά την έξωση του Όθωνος ονομάστηκε Άγιος Ελευθέριος.
Και ακολουθούν οι ενότητες: «Στη Νέα Πρωτεύουσα», «Οι Πλατείες ήταν γεμάτες», «Η Δύναμη και η Δόξα», «Ηρωικές Εξάρσεις», «Προς ένα κάποιο τέλος», «Τέλος του Περιπάτου». Σ’ αυτές τις έξι ενότητες-τίτλους, η συγγραφέας επιχειρεί τη δική της αυθόρμητη σύνθεση του παλιού με το νέο και αρχίζει το ταξίδι-ξενάγηση σχολιάζοντας συστηματικά και την πιο μικρή λεπτομέρεια. Ακολουθώντας την αφήγησή της θα παρακολουθήσουμε την ιστορία της πόλης από τις 31 Μαρτίου 1833 που η τουρκική φρουρά εγκατέλειψε την πόλη ερειπωμένη και ταλαιπωρημένη, με 300 οικογένειες μόνο., από τις 3000 που ήταν πριν. Μια πόλη στριμωγμένη κάτω από την Ακρόπολη, χωρίς κήπους και άλση, που την περιέβαλε ένας τείχος, με τις πύλες-Πόρτες του κάστρου της από όπου έφευγε κανείς για Πειραιά (Δρακόπορτα), για το Μοριά (Πόρτα στο Δίπυλο, όπου και ο δρόμος προς την Ελευσίνα), η Μενιδιάτικη Πόρτα, η πύλη της Μπουμπουνίστρας ή Μεσογείτικη (κοντά στην Πύλη του Αδριανού) και η Πύλη του Φαλήρου. Ο ιερός Ελαιώνας της, στην πεδιάδα του Κηφισού, στις δυτικές παρυφές της πόλης διάσπαρτη από εκκλησάκια και αγιάσματα, αρχαία και νεότερα.
Η είσοδος στο θέμα γίνεται όπως αρμόζει σε μία ιερή πόλη, της οποία η λεπτομερής περιγραφή δεν μπορεί να μας αφήσει ασυγκίνητους, έτσι όπως τοπιογραφικά χαρακτηριστικά και ιστορικά γεγονότα διαπλέκονται και δίνουν τη φυσιογνωμία της πόλης, τις αιτίες που την επέβαλαν για πρωτεύουσα , αφήνοντας πίσω της το Ναύπλιο, την Κόρινθο και άλλες… Μια πόλη τριγυρισμένη από περιβόλια και δενδρόκηπους, δομημένη πάνω στον άξονα Βορρά –Νότου (οδός Αιόλου) και Ανατολή-Δύση (οδός Ερμού). Από την ώρα που αποφασίστηκε και ανοικοδόμηση των Ανακτόρων του Όθωνα, οι επιφανείς Αθηναίοι έσπευσαν να αγοράσουν γη εκεί γύρω.
Έτσι αρχίζει η ανάπτυξη μιας κοινωνικής τάξης που ζει σε μεγαλοπρεπή σπίτια, φοράει ωραία ρούχα και κοσμήματα και ζει αρχοντικά, όπως τεκμηριώνουν και οι φωτογραφίες του βιβλίου.
Η συγγραφέας θα αναφερθεί στην Πλατεία Κλαυθμώνος και τα ονόματα που πήρε ανάλογα με τις ιστορικές περιπέτειες. Θα παραθέσει αποσπάσματα από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, θα φέρει στο φως την Μεγάλη Ιδέα, την αντίπαλη σχέση Τρικούπη- Δηλιγιάννη, ευτράπελες ιστορίες από την ημέρα των εγκαινίων του Οθώνειου Πανεπιστημίου, τις ενέργειες για την ίδρυση του άλλου στην Πανεπιστημίου, καθώς και της Ακαδημίας, του Αρχαιολογικού Μουσείου (βιβλιοθήκη, σήμερα) σε σχέδια του Χάνσεν, το Νομισματοκοπείο και το Οφθαλμιατρείο τις τοιχογραφίες της ζωφόρου από τον Πολωνό Λεμπιέτσκι, τον Ρήγα και τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ στην πρόσοψη.
Απέναντι από το Πανεπιστήμιο βρίσκεται, σαν απλό σπιτάκι, η οικία του Αλέξανδρου Σούτσου και αργότερα του Δημητρίου Ράλλη. Ο Θεόφιλος Χάνσεν εφαρμόζει στα σχέδιά του στην αναγέννηση της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Αναφορά στους ευεργέτες, Βαλλιάνο και Σίνα, στον αρχιτέκτονα Καυταντζόγλου.
Μετά ο λόγος περνάει στις πλατείες της Αθήνας, κάθε μία και η ιστορία της: Πλατεία Δημαρχείου, όπου η Εθνική Τράπεζα, με ενσωματωμένο τμήμα του Θεμιστόκλειου τείχους. Το Δημαρχείο, ένα μικρό παλάτι σήμερα, το Θέατρο που ήταν αλλά δεν είναι πια κόσμημα της περιοχής, το Μέγαρο Μελά (Κεντρικό Ταχυδρομείο, σήμερα ανήκει στην Εθνική Τράπεζα). Η Πλατεία Ομονοίας, «καθρέφτης της κοινωνικής αταξίας» (επαρχιώτης στην ομόνοια , τραγουδούσε ο Σαββόπουλος), σχεδιασμένη από τους Κλεάνθη και Σάουμπερτ. Τα σπίτια μεγαλοαστών πλουσίων και επιφανών, οι οποίοι ήταν καταπιεστές των Ρουμάνων και αδίστακτοι οπορτουνιστές στην ελληνική υπόθεση, «πουλημένοι στους Τούρκους», «απάτριδες» και «προδότες». Με δωροδοκίες εξασφάλιζαν τον Πατριάρχη που θα τους εξυπηρετούσε και ο Πατριάρχης θα διόριζε τους δεσποτάδες της αρεσκείας του που θα τον υποστήριζαν. Οι θέσεις στο Τούρκικο δεν είναι ποτέ ισόβιες! «εκτός αν τις ονομάσουμε έτσι, επειδή συχνά τις χάνεις μαζί με το κεφάλι σου!». Το μαρτύριο του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, που θεωρήθηκε επικίνδυνος, μόνο με του Κατσαντώνη συγκρίνεται. Έτσι και οι πλούσιοι και μορφωμένοι Φαναριώτες είναι και αυτοί ραγιάδες των Τούρκων και αδυσώπητοι απέναντι σε άλλους ραγιάδες.
Στο σπίτι της οδού Σωκράτους έζησε η πανέμορφη Κοντέσα Θεοτόκη, μια ζωή γεμάτη έρωτες, σκάνδαλα, διαζύγια, παιδιά και θανάτους. Η οδός Πειραιώς που οδηγούσε στο Πόρτο Λεόνε ή Πόρτο Δράκο, κατασκευάστηκε από Βαυαρούς γεωμέτρες και τεχνικούς και ολοκληρώθηκε το 1838, οχτώ χιλιόμετρα από τη γωνία Ερμού και Αιόλου και ένωσε την Αθήνα με τον Πειραιά. Στις παρυφές της δημιουργήθηκαν εργοστάσια, Ορφανοτροφείο, Βρεφοκομείο, αλευρόμυλος, μεταξουργείο, ατμοκίνητο εργοστάσιο και άλλα πολλά.
Η Πατησίων, χωματόδρομος γεμάτος λακκούβες περιγράφεται με μελανά χρώματα από τον Αμπού, αλλά το τοπίο ανώτερο του δάσους της Βουλώνης. Τόπος περιπάτου αστών, αξιωματικών διπλωματών, με μουσικές εκδηλώσεις, με τον Βασιλιά και την Αμαλία, με καλοντυμένους αστούς και αξιωματικούς, αλλά και φτωχό λαό. Στην Πατησίων θα χτιστεί το Πολυτεχνείο, το Αρχαιολογικό Μουσείο, πιο πάνω η Σχολή Ευελπίδων.
Η πολύπαθη Σταδίου, σήμερα, «μεγαλοφέρουσα, αλαζών, οψίπλουτος, αλλά και προοδεύουσα, αμερικανίζουσα, αγωνιζομένη νικώσα» (εφμ. Ακρόπολις, 1898), θα αναπτυχθεί στο ρέμα του Βοϊδοπνίχτη που από τον Λυκαβηττό, μέσω της Βουκουρεστίου κατέβαινε στον μεγάλη οδό που ήταν για τους άντρες ό,τι ήταν η Ερμού για τις γυναίκες. Η Στοά Αρσακείου, ανάλογη των ευρωπαϊκών, επιβλητική ακόμα και σήμερα αλλά άδεια. Η πολυκατοικία του Ιω. Πεσματζόγλου «τερατούργημα, περιστερώνας, κολοσσαίο χυδαιότητας … με αρχιτεκτονικάς προβοσκίδας..». Ούτε ο Τσίλερ ούτε ο Καυταντζόγλου δεν έχουν γλιτώσει από τις επιθέσεις των πικρόχολων για τα έργα τους που σήμερα θεωρούμε μνημεία της πόλης.
Τα Αναφιώτικα, η Νεάπολη περιοχές με αυθαίρετη δόμηση (η Νεάπολη με τα Εξάρχεια στα σπλάχνα της φέρει τον σπόρο της αναρχίας ακόμα), εδώ και οι ποιητές, ο Παλαμάς στην Ασκληπιού, ο Σουρής στη Χαριλάου Τρικούπη, το Χημείο, η Νομική, η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, η Τριλογία βεβαίως, το νοσοκομείο Ελπίς. Σε κάθε χτύπημα της σκαπάνης ένα αρχαιολογικό εύρημα έρχεται στο φως. Μέγιστο κόσμημα η Ακρόπολη των Αθηνών που καθαρίστηκε από τα τουρκικά σπίτια, το οθωμανικό τέμενος, τον προμαχώνα του Σερπετζέ, τον φράγκικο πύργο του Σλήμαν, αναστηλώθηκε ο Ναός της Απτέρου Νίκης και απέκτησε ο βράχος την κλασική του μορφή. Το Ιλίου Μέλαθρον χτίστηκε από τον Σλήμαν που ανακάλυψε την Τροία και τους θησαυρούς της. Ακόμα χτίστηκαν τα Ανάκτορα, το Υπουργείο Εξωτερικών- Μέγαρο Συγγρού, η Αγροτική Τραπεζα – Μέγαρο Σερπιέρη, η ΜεγάληΒρεταννία, το king George, το καφενείο του Ζαχαράτου, το Ζάππειο, άλλα επιφανή κτήρια. Στη διαδορμή της ανοικοδόμησης θα συναντήσουμε αρχιτέκτονες, Βασιλείς, πολιτικά και επιχειρηματικά πρόσωπα, κοσμικά, σαλόνια, το Κολωνάκι με τους κατσικάδες, γαλακτοπώλες και άλλους μικροεπιχειρηματίες, τα συνδικάτα, τους μικροχαμάληδες, λούστρους και υπηρέτριες, οι οποίες εκτός από τις δουλειές του σπιτιού γίνονται «βορά στις “ανάγκες” των ανδρών της οικογένειας». Τα κορίτσια από την επαρχία και κυρίως από τα νησιά. Ο Βενιζέλος, ο Κωνσταντίνος, η Όλγα και η Σοφία, τα ονόματά τους στους μεγάλους δρόμους μιας πόλης που έγινε η «Ελλάδα της Αθήνας».
Οι πληροφορίες είναι άπειρες, η συγγραφέας Νάντια Γεωργακοπούλου, στην καταιγιστική της αφήγηση, δεν παραθέτει απλώς πληροφορίες, αλλά προσθέτει και τα σχόλια των επιφανών της εποχής, καθώς και τα δικά της σήμερα, τις φωτογραφίες, πειστήρια των γραφομένων της, στα οποία όλοι κάτι έχουμε να προσθέσουμε, κοιτάζοντας το παρελθόν από το μέλλον και από την απόσταση των 200 σχεδόν ετών, από όπου διακρίνουμε το ωραίο και μόνο ωραίο, παρακάμπτοντας εκείνους που ασκούσαν αρνητική κριτική από πρόθεση.
Το βιβλίο, στην ωραία έκδοση Αλεξάνδρεια, είναι δώρο στην πόλη της Αθήνας και στους κατοίκους της. Μας θυμίζει, μας διδάσκει και μας συγκινεί.