Η Νάσα Παταπίου είναι ποιήτρια και ιστορικός-ερευνήτρια. Ως ποιήτρια έχει βραβευτεί με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου και ως ιστορικός με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών.
Με το βιβλίο της, Μελουζίνης ενώτια ή Η ωραία που έρχεται, δίνει την εντύπωση στον αναγνώστη πως αφηγείται παλιά παραμύθια ή ιστορίες για όμορφες Κυράδες του Μεσαίωνα. Και δεν θα έχει άδικοˑ όμως μια καλή ματιά στο υλικό της θα δείξει πως το πράγμα δεν είναι τόσο απλό και πως η Παταπίου, σαν επιβίωση εκείνων των πλασμάτων της ονειροφαντασίας, του μύθου και της ιστορίας, μπαίνει στην αχλύ του χρόνου για να ανασύρει πρόσωπα και να αφηγηθεί την ιστορία και τη μοίρα τους, που είναι και η μοίρα της γενιάς της.
Η Παταπίου έχει την εξαιρετική ικανότητα να θυμάται. Να θυμάται όλη την ιστορία της Κύπρου, τις παραδόσεις, τους μύθους, τους θρύλους, τα χρονικά. Σαν απόγονος της Μελουζίνης, που γνωρίζει καλά την ιστορία της γενιάς της, την οποία τιμά και σέβεται βαθιά, δεν αφήνει πεδίο επιστημονικό ή άλλο που να μην μιλήσει γι’ αυτό που την γοητεύει. Διαπλέκοντας τις δύο ιδιότητές της, συνδυάζοντας την ποιητική τέχνη με την ιστορική έρευνα, μας δίνει ποιήματα-πήματα-παθήματα των ωραίων γυναικών που έλαχε στη μοίρα τους να ζήσουνε στην Κύπρο.
Ο τίτλος μιλάει για την Μελουζίνη που ήταν γυναίκα φίδι και έχει τη ρίζα της στο γεννεαλογικό δέντρο των Λουζινιάν που βασίλεψαν στην Κύπρο, στα χρόνια της λατινικής κατάκτησης. Ήταν όμορφη και ερωτεύσιμη. Τα ενώτια, τα σκουλαρίκια δηλαδή, εκτός από κοσμήματα είναι σύμβολα αρχοντικής γενιάς και ομορφιάς. Της Μελουζίνης ή της Κύπρου; Κοινή η μοίρα.
Το δείγμα της καταγωγής μάς δίνει στο ένατο ποίημα της συλλογής:
Ψηλά στον ουρανό της Κύπρου
ατέλειωτη γαλάζια χώρα απλώνεται
με κήπους κρεμαστούς.
Και στα λιθόστρωτά της περπατούν
η Κυπρογένεια θεά και η νεράιδα Μελουζίνη.
«Πάρτε κι εμένα στην παρέα σας», τους φώναξα.
«Είμαι κι εγώ δική σας κληρονόμος
ρίχτε μια σκάλα ν’ ανεβώ κοντά σας.
Στην αγκαλιά μου ανεμώνες κόκκινες κρατώ
και αττεμπερούζια ευωδιαστά να σας προσφέρω…»
Και ως φαίνεται την πήραν.
Πρώτο ποίημα το «Viva Caterina», με το οποίο χαιρετά την ωραία Κατερίνα Κορνάρο, βασίλισσα της Κύπρου, όπως την χαιρετούσε κι ο λαός της: «Viva Caterina!», «Viva Caterina!». Βουτιά στον χρόνο, στο απέραντο σκοτάδι, σαν στον Άδη, για να δει τι κάνει η Κατερίνα στα μαύρα τα μεταξωτά ντυμένη.
Έτρεξα κι άπλωσα το χέρι μου
αττεμπερούζια ώριμα της έδωσα …
μούρα κόκκινα …
της πρόσφερα, τα γεύτηκε
κι από το στόμα της έτρεξε ο χυμός σαν αίμα.
Μεταπηδώντας από το ποίημα στην ιστορία, η σταγόνα εκείνη στης Κατερίνας τα χείλη, θα γίνει το αίμα που θα κατακλύσει το ρηγάτο.
Το νησί πουλήθηκε στους Ενετούς, οι οποίοι το κράτησαν από το 1489 έως το 1571. Και ήταν η σειρά της ευγενικής Δυσδαιμόνας να πληρώσει το τίμημα:
…πρόλαβα να δω επίσημα ντυμένο
να κατεβαίνει απ’ τη γαλέρα το έτος 1505
τον νέο τοποτηρητή του βασιλείου
τον Βενετό γιο του Λορέντζο
Χριστόφορο Μόρο, με μαύρο δέρμα.
Ακολουθούσε πίσω η σύζυγός του
εύθραυστη, λεπτή, με σπάνια ομορφιά. Και θλίψη στα μάτια
γιατί μέσα σ’ αυτά καθρεφτιζόταν
το σκοτεινό της μέλλον.
Έτρεξα κοντά της και της ψιθύρισα στ’ αυτί
να μην ακούσουν οι άλλοι.
«Βρες τρόπο, φύγε τώρα, εξαφανίσου!
Τόσο ο Γουλιέλμος όσο και ο Γεράλδος
επιθυμούν να σε βαπτίσουν Δυσδαιμόνα».
Η δύστυχη δεν άκουσε και έτσι έγινε αυτό που η μοιρα της έγραψε: Δυσδαιμόνα.
Και να «Η Νεφερτίτη- Η Ωραία που έρχεται», δεκατριών χρονών «θυγατέρα του μονάρχη Ασιάτη Τουπακίδαν». Η φήμη της ομορφιάς της και μόνο αρκεί για να την ερωτευτεί κανείς. Τώρα καμαρώνει σ’ ένα γερμανικό μουσείο. Από αυτήν την όμορφη βασίλισσα, η ποιήτρια ζητά να φέρει λεβάντα, χρυσομηλιά, ροδιά και ακριδοκτόνο μαγικό νερό «Στην έρημή μας πλέον χώρα».
Στο ποίημα «Η απέναντι όχθη», παραλλάσσοντας τη ρήση του Ηράκλειτου, ο χρόνος είναι παιδί …. Φωνάζει: «Θανατώστε τον χρόνο», ενώ «αυτός ο αιωνίως ανάλγητος/ έπαιζε ζάρια / μεταμφιεσμένος σε παιδί…».
Η Παταπίου θα κάνει επίσκεψη στις γέφυρες:
των Αγίων Αποστόλων
ή των Αγίων Πέτρου και Παύλου.
Τη γέφυρα του Αγίου Δομινίκου
δίπλα στο λουζινιανό ανάκτορο
εκεί που η σινόρα Ανδριάνα
αργότερα οικοδόμησε το μέγαρό της
Κι έπειτα θα περάσει από τη γέφυρα των Αργυραμοιβών, των Ιουδαίων ή «το γιοφύριν το εβραίικο», της Πιλλιρής, του Συνεσκάρδου ή Ladron. Όμως στο γεφύρι της Berlina «χώρο εκτέλεσης των καταδίκων» έσκυψε και είδε τη Μελουζίνη που αναζητούσε τα ίχνη της γενιάς της.
«Δώσε μου το χέρι σου» της είπε. Το έδωσε και έσκυψε και είδε πως το νερό «δεν ήταν πια νερό/ μέσα στις καλαμιές / Κάτω από τη γέφυρα/ κυλούσε αίμα…».
Με την ιστορία του νησιού στο νου της, με τις περγαμηνές ανοιχτές και τα χειρόγραφα μπροστά της φυσικό είναι η Κύπρος να έρχεται και στα όνειρά της. Παλιά και ξεχασμένα γεγονότα και ονόματα, σπουδαία αλλά και μικροπράγματα αναδύονται από την αφάνεια σε μια συγκινητική παρουσία της σημαντικής τους ουσίας: τα «σιλίχνια», αρτοσκευάσματα που ο Θέωνας έδωσε εντολή να παρασκευαστούν για κάποιους ιερείς. Και τα «στολίζουν με σταυρό /που εξορκίζει το κακό». Η Κύπρος είναι ένας κήπος βυζαντινός «καλώς τον μπάρμπα τον Φουκά/ τον μπάρμπα –Νικηφόρο». Η Παταπίου συνομιλεί με το φεγγάρι, το απειλεί και το ρωτά, αλλά αυτό δεν απαντά. Ποιήματα όπως «Ο Αρχιθαλάσσιος», «Η συγκατοίκηση», «Η Αγία Μαρίνα στο Διόρος», «ένας ταχυδρόμος από το 1567» προκαλούν μεγάλη συγκιανησιακή φόρτιση, τεχνουργημένα επιμελώς, με το σπέρμα της ιστορίας πάντα στα θεμέλιά τους. Και ο ζητών ευρίσκει, και η ποίητρια ευρίσκει, αφού συνεχώς αναζητεί και ανοίγει συζήτηση στο δρόμο με πρόσωπα πεθαμένα αιώνες τώρα, όπως η Μαρία η Πατρινή που
«Προς Κέδαρες», ψιθύρισε
κι έδειξε με το χέρι της
στο απέναντι βουνό
ενώ μια πέρδικα
με ξάφνιασε φτεροκοπώντας…».
Συνταρακτική η αφήγηση «Ο εφιάλτης της Πεζούνας». Αλλά η ζωή έχει και τα δικά της και δεν μπορούμε να παραλείψουνε το ποίημα «Έρωτας είναι…» με όλα τα χαρακτηριστικά του:
Θεοποιεί κάθε θνητό
όταν γονυπετεί μπροστά του
Είναι ο δόγης, ο καίσαρας
ο βασιλεύς ο εστεμμένος
ο ανατροπέας, ο κινηματίας
και ο στασιαστής…
ο μάγος και ο ηγήτορας…
πέφτω στα χέρια του αμαχητί
σχεδόν αλκοολική
πλήρως υποταγμένη….
Η Νάσα Παταπίου δεν είναι ποιήτρια επειδή συνθέτει καλούς στίχους αλλά είναι ποιήτρια επειδή ξανα-ποιεί τον κόσμο «με κλωστή αμετάκλητα δοσμένη / στα υφάδια των αργαλειών/ και στους ιστούς της Ιστορίας».
Είναι ποιήτρια επειδή καταφέρνει να κάνει να της μιλούν τα πρόσωπα μέσα από τα κιτρινισμένα χαρτιά, τα γεγονότα μέσα από τα κτίσματα, τα παραμύθια μέσα από τα λόγια της μητέρας, τα λουλούδια από τους αγρούς. Είναι ποιήτρια τέλος επειδή έχει τις αισθήσεις σε εγρήγορση για να μπορεί να βλέπει τα αόρατα, να ακούει τα ανάκουστα, να αγγίζει τα ανύπαρκτα. Να νιώθει πως της κρατά το χέρι η Μελουζίνη και να νιώθουμε κι εμείς το άγγιγμα.
Από αυτά γεννιέται ο κόσμος και ριγεί μέσα μας.