Η ζωή του ανθρώπου είναι μια παρένθεση ανάμεσα στην αρχή και το τέλος. Το εντός παρενθέσεως πλήξη. Με αυτό το αίσθημα και ύφος αναχωρητή ο Νίκος Μοσχοβάκος προσέρχεται στην ποίηση, με τη νέα συλλογή του Ζεύξη Ασωμάτων. Στις δύο ενότητές της, με τους ιδιαίτερα υπαινικτικούς τίλους «Ζέξεις και συζεύξεις», η μία και «Σκιές ασωμάτων» η άλλη, διαπιστώνουμε μια απέραντη πίκρα, μια βαθιά περισυλλογή και θλίψη για ό,τι έχει γίνει, για ό,τι δεν έγινε, για την αποτυχία σε ό,τι ήλπισε και για διάψευση των όσων ονειρεύτηκε. Και η ζωή απελπιστικά συντομευμένη στο πλαίσιο μιας παρένθεσης:
Του σύμπαντος παρένθεση ο βίος
παρένθεση που αν βγάλεις και την πλήξη
που σέρνεται εντός μας ισοβίως
τότε η έναρξη συμπίπτει με τη λήξη
(«Ζεύξεις και συζεύξεις»)
Έτσι, με αυτό το εισαγωγικό ποίημα, η αρχή μοιάζει με το τέλος και ο άνθρωπος, για να ξαναθυμηθούμε και τους παλαιότερους, είναι ένας κόκκος άμμου (όπως έλεγε ο Σεφέρης) ή μια στάμνα νερό στο πέλαγος (ο Ελύτης), η ζωή είναι μια παρένθεση γεμάτη πλήξη (ο Μοσχοβάκος). Παραβλέποντας την παρεμφερή καζαντζακική ρήση -ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο. Καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο. Το ενδιάμεσο φως είναι ζωή- ο Μοσχοβάκος αναδιατυπώνει τους όρους και αντικαθιστά τη ζωή με την πλήξη.
Πλήξη λοιπόν. Spleen που θα έλεγαν και οι Γάλλοι συμβολιστές. Σε κάθε ποίημα και μια αιτία μελαγχολίας.
Το εκβιασμένο χαμόγελο της Τζοκόντας, ενώ και αυτή και ο καλλιτέχνης έχουν αιώνες τώρα πια χαθεί, έχει κερδίσει την αιωνιότητα που ποτέ, και οι δυο τους, ούτε και έμαθαν ούτε είχαν φανταστεί. Η ζωή γεννά τα έργα και τα έργα μένουν για να δείχνουν τη ζωή που περνά, σαν φαύλος κύκλος («Προοπτική αιωνιότητας»). Το πολύτιμο είναι θνητό και το κατασκεύασμα του θνητού καλλιτέχνη αριστούργημα αθάνατο. Να μια παραδοξολογία που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε αλλά ούτε και να παρηγορηθούμε επειδή μέσα από τα έργα θα επιζήσουμε.
Μια «Φλεβίτσα» στο μπράτσο, λέει ο ποιητής, μπορεί να γίνει η αφηγήτρια μιας ολόκληρης ζωήςˑ ονείρων, νεανικής εξέγερσης, διαψεύσεων, εμπειριών, προσωπικών παθών και κοσμογονικών αλλαγών. Από εκείνη τη μικρή «φλεβίτσα» περνούν όλα και καταλήγουν στην καρδιά, από εκεί που «κάποτε πέρασε κι η αγάπη». Αυτή η μαγική λέξη -«κάποτε»- είναι η λέξη της απομάγευσης.
Όλα, λοιπόν, δείχνουν πως ο ποιητής κάνει τον απολογισμό του. Μετράει τα έργα του. Το «χρέος» του, πάντως, το έκανε σωστά. Την τέχνη του την έβαλε στην υπηρεσία του στόχου. Ο στίχος του έγινε λεπίδα για να στηλιτεύσει το κακόˑ «Με τη λεπίδα της ποίησης… ξεχρεώνω … τη δυσανάλογη οφειλή μου στον Μέγα τοκογλύφο», μας λέει. Και είναι το μόνο όπλο που κρατάει για να διεκδικήσει έστω και τώρα αργά το κάτι λίγο από το ωραίο αυτής της ζωής.
Τα «Δυο ποιήματα του έρωτα και της θάλασσας» μοιάζουν με ιντερμέδια ανάμεσα στα άλλα, αλλά κι εδώ, ενώ όλα αρχίζουν σαν καλοκαιρινός πίνακας κινούμενης ζωγραφικής καταλήγουν σε μια σκούρα μπλε θάλασσα αχανή, με προφανή τα παρασημαινόμενα του χρώματος.
Η «επώαση» είναι ένα ποίημα που θα μπορούσε να μας θυμίζει τον Νίκο Εγγονόπουλο. Ένα ποίημα με έντονες εικαστικές φιλοδοξίες, μάλλον αισιόδοξου προσανατολισμού, αφού τα αυγά θα γεννήσουν πουλιά και τα πουλιά θα πετάξουν στον ουρανό. Στη θέση τους όμως θα απομείνει «μια κρυστάλλινη φρουτιέρα γεμάτη κόκκινα ρόδια / κι ένα ανοιχτό τριαντάφυλλο / που το λησμόνησε εκεί ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος». Ό,τι και να συμβολίζουν τα ρόδια και το τριαντάφυλλο, αν ισχύει το ότι στην τέχνη όλα έχουν τη σημασία τους, η φρουτιέρα και το περιεχόμενό της, μόνο φαινομενικά αποτελούν μια αισιόδοξη νότα, γιατί στη ζωγραφική πρόκειται για «νεκρή φύση». Και μια «νεκρή φύση» μας θυμίζει ότι όλων των πραγμάτων η δόξα παρέρχεται.
Στο ποίημα «Τα είδωλα δεν έχουν μάτια» έχουμε μια ενδιαφέρουσα αντανάκλαση:
Το πρωί ξαφνικά στον καθρέφτη
είδα τον πατέρα μου.
Εκείνος όμως δεν μ’ έβλεπε
γιατί τα είδωλα δεν έχουν μάτια.
Έτσι απόμεινε μια πικρή γεύση απ’ την πρώτη αδόκητη επαφή
με τον πατέρα μου.
Η αφήγηση είναι απλή και το γεγονός επίσης απλό, αλλά το επίρρημα «ξαφνικά» και το είδωλο του πατέρα στον καθρέφτη χωρίς μάτια είναι κάτι αφύσικο. Όχι τόσο για τα μάτια όσο για τι είδωλο που θα έπρεπε να είναι δικό του. «Έτσι απόμεινε μια πικρή γεύση απ’ την πρώτη αδόκητη επαφή /με τον πατέρα μου» μας λέει. Είναι φανερό λοιπόν πως η επαφή ήταν με τον θάνατο που κατ’ ευφημισμό ο ποιητής τον ονόμασε «πατέρα». Εξ ου και η «πικρή γεύση». Και ενώ ο Σεφέρης λέει ότι «αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους», ο Μοσχοβάκος δεν μίλησεˑ είδε. Δεν αντρειεύτηκεˑ αγριεύτηκε.
Συμπερασματικά, έρχεται το ποίημα «Τι απομένει λοιπόν;» και οι τρεις πρώτοι στίχοι : «σκυμμένοι στο χείλος του πηγαδιού /χαζεύαμε τα είδωλά μας στο βυθό του./ Ποτέ δε βρεθήκαμε μαζί/ ούτε χώρια είμαστε ποτέ». Σαν να εκκρεμεί ένα ζητούμενο εδώ που ποτέ δεν θα πραγματοποιηθεί. Έχοντας κατά νου τους στίχους του Παλαμά «κι έσκυψα προς την ψυχή μου σαν στην άκρη πηγαδιού κι έκραξα προς την ψυχή μου με το κράξιμο του νου», βλέπουμε πως ο Παλαμάς βρίσκει στο πηγάδι, αποδέκτη της κραυγής του, ενώ ο Μοσχοβάκος δεν βρίσκει το είδωλό του στο νερό, γιατί «βυθός στ’ αλήθεια δεν υπάρχει/ παρά μόνο πηχτό απόρθητο σκοτάδι./ Η μοναξιά μας». Ωστόσο, και εδώ μας δίνει άλλη μία εκδοχή της αβύσσου.
Στο ποίημα «Φύσηξε», από ένα «ελαφρό αεράκι… μέσα σε πλήρη άπνοια», ανακαλύπτουμε πάλι ότι χάνεται το «φύλλο ροδακινιάς» που ήταν ζωγραφισμένο σε ένα μικρό βάζο. «Ωραία που φύσηξε ο μπάτης και σβήστηκε η γραφή» είχε πει ο Σεφέρης. Με άλλα λόγια, ο Μοσχοβάκος, πατώντας στην παράδοση, παλαιότερη ή νεότερη, διαφοροποιείται ή προσεγγίζει, βρίσκει τον δικό του τρόπο να εκφράσει το αίσθημα της θλίψης γι’ αυτό που ήθελε, αλλά χάθηκε ή τον αρνήθηκε.
Στην ενότητα «Σκιές ασωμάτων» έχουμε ποιήματα που μιλούν για πρόσωπα του μύθου και της ιστορίας–Οδυσσέας, Αλκιβιάδης, Ιησούς, Ισοκράτης, Θεμιστοκλής- πρόσωπα που πλήρωσαν το τίμημ ατης τόλμης ή άλλαξαν μπροστά στη συνειδητοποίηση του τέλους που έρχεται.
Ο ποιητής έχει ωστόσο κάτι να πιαστεί για να αγαλλιάσει. Έχει το τοπίο. Έχει εκείνη τη βραχονησίδα που γεννήθηκε από το «δάκρυ του Ποσειδώνα» για τον αδικοχαμένο γιο του, τον Κύκνο, που έπεσε στην Τροία. Ή την άλλη, την «Ηλιοκαμένη κόρη του γιαλού», την «ξεχασμένη Σειρήνα» που περιμένει κάποιον να ναυαγήσει στους υφάλους της και να τον ξεναγήσει στις σπηλιές των βράχων της. Και να πως οι «ασώματοι»- οι αγαπημένοι νεκροί, η πατρίδα με τα τοπία και τον μύθο τους, ζουν και μέσα στην καρδιά του και αποκτούν ολοζώντανη σάρκα. Και να πως η διάθεση αλλάζει συνεχώς.
Ο Νίκος Μοσχοβάκος είναι ποιητής γήινος, δεμένος γερά με τον άνθρωπο, τη ζωή και τα πράγματα. Η ποίησή του είναι κοινωνική και στοχαστική, γεμάτη από αισθήματα θλίψης και μελαγχολίας για εκείνα που ονειρεύτηκε και δεν έγιναν αλλά και από αγάπη για τον τόπο του, την ιστορία του, τους μύθους και τα πάθη του.
Δεν μπορούσα να μην σχολιάσω αυτό που διάβασα από τον Καζαντζάκη (με συγχωρείτε που το κάνω αυτό και δεν στέκομαι στο κεντρικό θέμα που είναι ο ποιητής που δεν τον γνωρίζω και δεν μπορώ να πω κάτι γι’ αυτόν πέρα από το καλοτάξιδος να είναι), μία φράση που δεν γνώριζα πως την είχε πει μα που είναι ολοφάνερα ένα πάντρεμα του Σοπενγχάουερ και του Νίτσε (το ότι το επισημαίνω αυτό, δεν μειώνει επ’ ουδενί την αξία του σαν λογοτέχνης και ποιος είμαι εγώ που θα τολμούσα να το κάνω αυτό). Ο Σοπενγχάουερ είχε πει λοιπόν: “(το άτομο) ξεπηδά από το τίποτα, υφίσταται μετά με το θάνατο την απώλεια του δώρου (φυσικά εννοεί τη ζωή) και επιστρέφει στο τίποτα”. Ο Νίτσε από την άλλη, είναι γνωστή η ρήση του “στο κάθε μου βήμα μια άβυσσος ανοίγεται μπροστά μου”.
Αυτό που θέλω να πω είναι πως όντως με εκπλήσσει αυτό το πάντρεμα που έκανε ο Καζαντζάκης με τόση ευκολία, ανόμοιων φιλοσοφικών σχολών, όχι φυσικά του Σοπενγχάουερ με του Νίτσε που άλλωστε ο δεύτερος εν πολλοίς είχε επηρεαστεί από τον πρώτο στα νεανικά του χρόνια, μα το πάντρεμα λχ., του πεσιμισμού με τον Βούδα από τη μια, τον Χριστό από την άλλη κ.ο.κ.
Ζητώ και πάλι χίλια συγγνώμη για αυτό το σχόλιο, μα όταν είδα τη φράση αυτή, κάτι με έσπρωξε να το πω. Χίλια συγγνώμη και πάλι καλοτάξιδος ο ποιητής!