Στη συναυλία της Παρασκευής, 15- 2 – 19, απολαύσαμε δύο μεγάλους δημιουργούς, τον Νίκο Σκαλκώτα, τον οποίο αποκάλεσαν και Μότσαρτ της Ελλάδας και τον Σεργκέι Ραχμάνινοφ. Σπουδαίοι και οι δύο, που σε κάποια χρονική στιγμή συνυπήρξαν. Νεαρός ο ένας, ώριμος ο άλλος. Καταξιωμένοι..
Ο Νίκος Σκαλκώτας (1904-1949), όπως έχουμε γράψει και άλλη φορά, καταγόταν από την Τήνο, γεννήθηκε στην Χαλκίδα και ανήκε σε μουσική οικογένεια (ο πατέρας του έπαιζε φλάουτο στη Φιλαρμονική της Χαλκίδας). Το 1918 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο Ωδείο Αθηνών βιολί και, για την αποφοίτηση, εξετάστηκε στο Κοντσέρτο για βιολί του Μπετόβεν, όπου και έλαβε την ανώτατη διάκριση «Χρυσό Μετάλλιο». Το 1921 έφυγε για σπουδές στο Βερολίνο με υποτροφία Αβέρωφ. Γρήγορα όμως στράφηκε προς τη σύνθεση με δασκάλους του τον Κουρτ Βάιλ (1900-1950) και τον Άρνολντ Σαίνμπεργκ (1874-1951), κοντά στον οποίο παρέμεινε μέχρι το 1931, αυτή τη φορά με υποτροφία Μπενάκη.
Όταν επέστρεψε στην Αθήνα το συνθετικό του έργο δεν είχε την υποδοχή που του άξιζε, οι Έλληνες συνάδελφοί του και το κοινό δεν ήταν δε θέση να αποδεχτούν το νέο είδος μουσικής που είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του στην Ευρώπη, κι εκείνος θλιμμένος, κράτησε ώς το τέλος της σύντομης ζωής του, μια θέση βιολονίστα στα τελευταία αναλόγια της Ορχήστρας. Πέθανε χωρίς να ακούσει κανένα έργο του να παίζεται, με εξαίρεση μερικούς από τους τριάντα έξι ελληνικούς χορούς του, στους οποίους έχει συνδυάσει την ελληνική παράδοση με την κλασική μουσική. Το πλουσιότατο έργο του – εκατόν εβδομήντα έργα, μεταξύ των οποίων κοντσέρτα, συμφωνικές σουίτες, μουσική δωματίου, χοροί και τραγούδια, διασώθηκε από τους φίλους και θαυμαστές του, Γιάννη Γ. Παπαϊωάννου, Γιώργο Χατζηνίκο και άλλους οι οποίοι ίδρυσαν την «Εταιρεία Φίλων Σκαλκώτα».
Το έργο του που ακούσαμε την Παρασκευή, 15-2-19, στην αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, ήταν Η Συμφωνική σουίτα αρ. 1 για μεγάλη ορχήστρα.
Η Σουίτα αποτελείται από 6 μέρη (1. Εισαγωγή/ moderato, 2. Θέμα και παραλλαγές/ Allegtero- Allegro- Andante- Allegreto, 3. Εμβατήριο/Αllegro giusto, 4. Romance/Adagio, 5. Siciliano- Barcarole /Allegretto moderato και 6. Finale-Rondo/Presto.
Ο Σκαλκώτας, σε ιδιόχειρο σημείωμά του το 1935, αναφέρει ότι έγραψε αυτή τη Συμφωνική Σουίτα το 1929, στο Βερολίνο, με τα μέρη τα οποία ήδη αναφέραμε, σε Δωδεκαφθογγική αρμονία. Το έργο όμως είχε παραμείνει στη Γερμανία, οπότε, στην Ελλάδα πλέον, την έγραψε εκ νέου από μνήμης. Οι ειδικοί εικάζουν πως δεν πρέπει να υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις δύο γραφές και ότι το έργο «δεν ζητεί να δώσει στον ακροατή τίποτε άλλο από απόλυτη χαρά».
Το δεύτερο έργο που ακούσαμε ήταν το Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 2, σε ντο ελάσσονα, έργο 18, του Σεργκέι Ραχμάνινοφ (1873-1943). Τα Μέρη: 1. Moderato, 2, Adagio sostenuto, 3.Allegro scherzando.
Αρχικά, ο Ραχμάνινοφ ήταν άτυχος. Για την πρώτη εκτέλεση της Πρώτης Συμφωνίας του, που παίχτηκε υπό τον Αλεξάντερ Γκλαζουνόφ, ο κριτικός Σεζάρ Κούι έγραψε ότι «θα έπαιρνε το πρώτο βραβείο σε ένα Ωδείο στην Κόλαση». Τότε ο 24χρονος Ραχμάνινοφ έπαθε κατάθλιψη, με αποτέλεσμα για τρία χρόνια να μην επιχειρήσει να συνθέσει. Αργότερα, όταν επισκέφθηκε τον Λέοντα Τολστόι, που ήταν το ίνδαλμά του στις αρχές του 1900, αποθαρρύνθηκε ακόμα πιο πολύ, γιατί ο Τολστόι είχε αποκηρύξει τα έργα των κλασικών και είχε στραφεί στην παραδοσιακή μουσική, όπως δείχνει η πραγματεία του «Τι είναι η τέχνη». Στην πραγματεία αυτή ρωτούσε: «Αλήθεια χρειάζεται κανείς αυτή τη μουσική;» Και ακόμα έγραφε ότι «ο Μπετόβεν είναι ανοησίες το ίδιο και ο Πούσκιν και ο Λέρμοντοφ». Η ψυχολογική κατάσταση του Ραχμάνινοφ χειροτέρεψε τόσο ώστε να χρειαστεί ψυχοθεραπεία. Όμως, οι συζητήσεις με τον θεράποντα γιατρό δρ Νταλ και το ερωτικό ενδιαφέρον για την όμορφη κόρη του Νταλ ενίσχυσαν την αυτοπεποίθησή του και επανήλθε στη σύνθεση. Έτσι προέκυψε το Δεύτερο Κοντσέρτο, το οποίο αφιέρωσε φυσικά στον γιατρό του. Η πρώτη εκτέλεση έγινε στις 27 Οκτωβρίου 1901, στη Μόσχα, με σολίστ τον ίδιο και μαέστρο τον εξάδελφό του Αλεξάντερ Ζιλότι. Το κοντσέρτο ανήκει στα πλέον δημοφιλή, με χαρακτηριστικά του την ειλικρίνεια των συναισθημάτων, τη λαμπερή δεξιοτεχνική γραφή και τη στιβαρή μουσική αρχιτεκτονική του.
Η θαυμάσια αρχιτεκτονική εμφανίζει την εξής μουσική δομή. Στο Πρώτο Μέρος, η ορχήστρα και ο σολίστ παρουσιάζουν δυναμικά το πρώτο θέμα. Στη συνέχεια το πιάνο εισάγει το δεύτερο θέμα, μετά επανέρχεται το πρώτο στη μορφή εμβατηρίου και το δεύτερο με σόλο κόρνο. Και το Πρώτο Μέρος τελειώνει με μία coda.
Στο Δεύτερο Μέρος, η ορχήστρα από την ντο ελάσσονα μεταβαίνει στην μι μείζονα, τα ξύλινα πνευστά αναπτύσσουν ένα λυρικό θέμα, συνοδευμένα από το πιάνο. Σιγά σιγά η μουσική κορυφώνεται και τελικώς εκτονώνεται με μια μικρής διάρκειας καντέντσα του πιανίστα που σταδιακά σβήνει και επανέρχεται το πρώτο θέμα.
Τρίτο Μέρος και εντυπωσιακό φινάλε. Εδώ έχουμε δύο αντιθετικά, ως προς τον χαρακτήρα, θέματα. Το πρώτο είναι γρήγορο και ανάλαφρο, το δεύτερο πιο αργό, με βιόλες, και βαθιά στοχαστικό. Στη συνέχεια όμως το ίδιο θέμα παρουσιάζεται με μεγάλη λάμψη, με τα βιολιά. Στην ολοκλήρωση του, αναπτύσσεται μεγαλοπρεπώς από την ορχήστρα και το πιάνο, για να καταλήξει, όπως και το Πρώτο Μέρος σε μια δεξιοτεχνική και εντυπωσιακή coda.
Αυτή η θαυμάσια αρχιτεκτονική, μοιάζει με μουσική δαντέλα και με την αυστηρή δομή μιας ποιητικής σύνθεσης
Στο πιάνο, σολίστ της βραδιάς ήταν ο διεθνώς διακεκριμένος μουσικός Δημήτρης Τουφεξής, πολυβραβευμένος σε διεθνείς διαγωνισμούς, συνεργάτης επιφανών μαέστρων και μέγας δάσκαλος. Μετά το θερμότατο χειροκρότημα του κατενθουσιασμένου κοινού, ο Τουφεξής μας αντάμειψε με ένα νυχτερινό του Σοπέν (1810-1849) και το μουσικό θέμα της ταινίας Ένας Αμερικανός στο Παρίσι του Τζορτζ Γκέρσουιν (1898-1937). Στο πόντιουμ ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Κ.Ο.Α. με διεθνείς συνεργασίες, Στέφανος Τσιαλής.
Η βραδιά ήταν καταπληκτική και η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών μια μεγάλη ανάσα πολιτισμού στην Αθήνα.