Ο Νεκτάριος-Γεώργιος Κωνσταντινίδης είναι Αριστούχος Διδάκτωρ του Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, μεταφραστής και κριτικός θεάτρου, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα το «Γαλλόφωνο θέατρο στην ελληνική σκηνή του 21ου αιώνα». Κρίνει, διδάσκει, γράφει, μεταφράζει, συμμετέχει σε συνέδρια και σε πολλά άλλα της ειδικότητάς του.
Μερικές από τις μεταφράσεις του είναι: Ρενέ ντε Ομπλαντιά (Γάλλος Ακαδημαϊκός), τα μονόπρακτα Ο αείμνηστος και Το άζωτο, (εκδ. Εύμαρος). Γκυ ντε Μωπασάν η μονόπρακτη κωμωδία Ένα χαρέμι στο Παρίσι, (εκδ. Βακχικόν). Ζαν Ζιρωντού Σόδομα και Γόμορρα, (εκδ. Βακχικόν). Μαρσέλ Πανιόλ Τοπάζ, (εκδ. Σοκόλη). Βικτώρ Ουγκώ, Μαρία Τυδώρ, (εκδ. Ηριδανός). Αλφρέ ντε Μυσέ Λορεντζάσιο, (εκδ. Σοκόλη). Εμίλ Ζολά, Νανά, σε θεατρική διασκευή του Ουιλιάμ –Μπερτράν Μπυσνάκ (εκδ. Γκοβόστη).
Το παρόν βιβλίο περιέχει μια μονογραφία, με την οποία ο Κωνσταντινίδης επιχειρεί την εξαντλητική ανάλυση του θέματός του «Από το διακείμενο στην αισθητική του μετά-μοντέρνου», με αφορμή το έργο του Ζαν Ανούιγ (1910-1987) Κάποτε ήσουν καλό παιδί και, φυσικά, το έργο σε δική του μετάφραση.
Ο Γάλλος συγγραφέας μετέφερε στα έργα του την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής του, διαισθανόμενος την απειλή από τον πόλεμο, τη βία και τον φασισμό. Ο ίδιος ταξινόμησε τα έργα του σε εκείνα που προβάλλουν το μαύρο, τη διάθεση του ροζ, έργα υψιπετούς έμπνευσης, έργα που επιστρέφουν στο σκουρόχρωμο, έργα που τρίζουν σαν σκουριασμένος μηχανισμός. Πρόκειται για ένα πολύμορφο και ποικίλο από την άποψη αισθητικής σύνολο, υποστηριζόμενο από την εκάστοτε τροπή της θεματικής, σε «συνδυασμό με την ποιότητα του λόγου και της δράσης».
Η μελέτη του Κωσνταντινίδη εστιάζει στο διακείμενο του Κάποτε ήσουν καλό παιδί, το οποίο ανήκει στα «απόκρυφα» του συγγραφέα (pièces secretes) και στου οποίου το υπόβαθρό βρίσκεται ο μύθος του Ορέστη, από τις Χοηφόρους, δεύτερο μέρος της αισχυλικής τριλογίας Ορέστεια.
Ο Ορέστης του Ανούιγ είναι κάποιος που τον καταδιώκει το ένοχο παρελθόν του, από το οποίο θέλει να απαλλαγεί και να αποκτήσει μια νέα ταυτότητα. Ωστόσο, δεν παύει να είναι ο μητροκτόνος, αυτός που κάποτε ήταν καλό παιδί. Ο τίτλος, λοιπόν, μιλάει για τον ήρωα, αλλά και για τον πρώτο που διέπραξε τη μηροκτονία. Τούτο σημαίνει πως τα αρχέτυπα δεν καταστρέφονται και ο συγγραφέας στήνει ένα νέο έργο με τα υλικά του αρχαίου και ήδη γνωστού.
Ο Κωνσταντινίδης θα μελετήσει ενδελεχώς και θα φέρει στο φως το «θολό» τοπίο της «απόκρυφης» κατασκευής του Κάποτε ήσουν καλό παιδί. Ο τίτλος είναι «κρυφός» διότι δεν ονοματίζει τον ήρωα εξ αρχής, διότι ο Ανούιγ παίρνει τον Ορέστη του από τις Χοηφόρους, όπως και ο Ζαν Πωλ Σαρτρ στο έργο του Οι Μύγες. Στο υπόβαθρο του ήρωα όμως υπάρχουν ο κοινωνικές και πολιτικές επιστρωματώσεις. Ο Ανούιγ θα μελετήσει το λόγο, τις συνάφειες, τις ανατροπές, θα δώσει ρόλο σε μια Κοντραμπασίστρια, μια Βιολίστρια, μία Βιολοντσελίστρια και έναν Πιανίστα σχηματίζοντας με τους μουσικούς έναν νέο «εν διαχύσει κείμενο» μέσα στο κείμενο, έναν «χορό» ας πούμε, με δική του χαρακτηρολογία προσώπων και καταστάσεων. Θα μας δώσει από «δεύτερο χέρι» τις Χοηφόρους που μας παρέχουν το σταθερό έδαφος από το οποίο θα αναδείξει την Ύβρι της μητροκτονίας, αλλά και τη ρητορική περί του φόνου, τη φύση του δίκαιου και της εκδίκησης. Παράλληλα, τέσσερα ονόματα – Κλυταιμνήστα, Ορέστης, Αίγισθος, Ηλέκτρα – συνυποδηλώνουν το μη ορατό επίπεδο των πραγμάτων στο θέατρο, αλλά συγχρόνως είναι αναγνωρίσιμα μέλη της κοινωνίας.
Στο ερώτημα σε ποιον απευθύνεται ο τίτλος Κάποτε ήσουν καλό παιδί ο Κωνσταντινίδης μας λέει ότι υπάρχει μια εύκολη και μία δύσκολη απάντηση. Στο σημείο αυτό θα κάνει μια πλατιά περιοδεία σε άλλα θεατρικά έργα στα οποία συναντάμε Αγαμέμνονα, Κλυταιμνήστρα και Ορέστη. Ο Ορέστης του έργου είναι ένα αθώο καλό παιδάκι που χρειάζεται σε μια ανόσια θυσία. Όμως όλοι οι ήρωες κάποτε ήταν καλά παιδιά, επομένως ο τίτλος εμπεριέχει μια αναφορά που ισχύει για όλους τους εμπλεκόμενους, θύτες και θύματα, στιγματισμένους από ορισμένες ενέργειες. Την Κλυταιμνήστρα στιγματίζει η συζυγοκτονία, τον Ορέστη η μητροκτονία. Ο Ορέστης αποδίδει δικαιοσύνη, σκοτώνοντας τη μητέρα αλλά καταρρέει και ο ίδιος από τις Ερινύες. Ίσως ο Ορέστης δεν θα έπρεπε να μεγαλώσει για να συνεχίσει να είναι καλό παιδί. Όμως, αυτό προτείνει ο συγγραφέας; Δεν ξέρουμε, γιατί στο μετα-μοντέρνο έργο δεν λέει από την αρχή τι θέλει αλλά αφήνει τον θεατή να υποθέσει μόνος του ό,τι θέλει.
Το έργο εξεταζόμενο με τους όρους της επιστήμης, στην «Κοινωνική Σκηνή» έχει αναλογίες με την εποχή που γράφεται – γύρω στα 1972-, φέρει στοιχεία της κοινωνίας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αφήνοντας ορατή την αναλογία ανάμεσα στα πραγματικά γεγονότα και στον μύθο. Παίζεται, λοιπόν, ένα θέατρο μέσα στο θέατρο, το οποίο στη συνείδηση του κοινού μεταφέρει το «εκεί και τότε» στο «εδώ και τώρα». Στην «Κειμενική Σκηνή» εξετάζονται τα «λεξήματα» του τίτλου του έργου, πράγμα που σημαίνει ότι το «κάποτε» αντανακλά σε ένα «τώρα», το «ήσουν» στο «είσαι», ενώ τα πρόσωπα βρίσκονται στην τροχιά μιας ανελέητης ανακύκλωσης. Ο Ορέστης του Ανούιγ έχει συρθεί από τον Αισχύλο, τον Σενέκα, τον Άμλετ, από τον 17ο αιώνα και στον 18ο έχει το προσωπείο της Γαλλικής Επανάστασης. Τον 19ο και 20ο αιώνα θα εμφανιστεί σαν επαίτης που αναζητήσει την παλιά του δόξα -στον Ζιρωντού, Κλωντέλ και στον ίδιο τον Ανούιγ- και, τέλος, θα βρεθεί ανάμεσα στους νέους του Μάη του ’68, οπότε ισχύει το Κάποτε ήσουν καλό παιδί, αλλά μετά διαφοροποιήθηκες, αλλοιώθηκες και τελικά δεν είσαι καλό παιδί αλλά ούτε και κακό.
Στην «παραστασιακή Σκηνή» θα δούμε τις συγκρούσεις και τις προθέσεις του συγγραφέα. Ο Ορέστης αθωώνεται με έναν παλαιότερο νόμο, αλλά οριακά. Στη συνείδηση του θεατή όμως παραμένει αθώος και ένοχος. Για τον Ανούιγ, το τέλοςτων Ατρειδών σημαίνει το τέλος των πολέμων, όμως ο πόλεμος μοιάζει να μην τελειώνει ποτέ. Η Ηλέκτρα κουλουριασμένη σε μια άκρη της ορχήστρας εξακολουθεί να περιμένει τον Ορέστη, σαν τον Γκοντό του Μπέκετ, που τον περιμένουμε αλλά δεν έρχεται.
Στη «Νέα κοινωνική Σκηνή» όλα έγιναν και όλα μπορούν να ξαναγίνουν. Ο Ορέστης μοιάζει με τον σχοινοβάτη του Ζαν Ζενέ, η ζωή μπροστά του είναι σαν το δίχτυ που παγίδευσε τον Αγαμέμνονα στο λουτρό. Ο νέος κόσμος έχει παραδοθεί στους ψυχαναλυτές, μαρξιστές και κοινωνιολόγους, ενώ το θέατρο μέσα στο θέατρο «πολλαπλασιάζει τον λόγο, ο οποίος αντανακλά και υπογραμμίζει τον μεταμοντέρνο προσανατολισμό».
Όσον αφορά το έργο το ίδιο, η αυλαία ανοίγει και παρακολουθούμε πλέον στην χυμώδη μετάφραση του Νεκτάριου –Γεώργιου Κωνσταντινίδη, την πάλη των προσώπων επί σκηνής από τον καιρό του Αισχύλου στον καιρό του Ανούιγ, σε μια γλώσσα ζωντανή μοντέρνα και πλούσια σε ιδέες, υπαινιγμούς και πικρό χιούμορ: «αυτές οι ιστορίες αντέχουν αιώνες τώρα» και η Ηλέκτρα κουλουριασμένη στη σκηνή περιμένει ακόμα τον Ορέστη…