Ο Νίκος Διονυσίου Τριανταφυλλόπουλος ή Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, όπως συνηθίσαμε να τον αποκαλούμε, γεννήθηκε στο Διδυμότειχο, σπούδασε Φιλολογία στην Αθήνα και ζει μόνιμα στη Χαλκίδα. Τόσο μόνιμα ώστε να τον θεωρούμε γέννημα –θρέμμα Χαλκιδαίο. Εκείνο που τον κρατά, δια βίου, δεμένο στο άρμα του είναι το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του οποίου είναι ο πλέον αρμόδιος μελετητής και ας έχουν εμφανιστεί τόσοι και τόσοι άλλοι διεκδικητές του τίτλου. Για μας τους φιλολόγους, Παπαδιαμάντης και Τριανταφυλλόπουλος ταυτίζονται. Βέβαια ο Τριανταφυλλόπουλος έχει ασχοληθεί και με τον εξάδελφο, τον «άλλο Αλέξανδρο», τον Μωραϊτίδη και με τον άλλο Χαλκιδαίο, που δεν ήταν Χαλκιδαίος, αλλά Φωκαεύς, τον Γιάννη Σκαρίμπα που και αυτός έζησε όλη τη ζωή του στη Χαλκίδα και παρακολουθούσε τα «νεφούρια», τους γαλαξιακούς στροβιλισμούς των νερών στον Εύριπο, που πήγαιναν δηλαδή πάνω κάτω μαζί με τα φαντάσματα. Ο Τριανταφυλλόπουλος παρακολουθούσε επίσης τα «νεφούρια», αλλά ασχολήθηκε και με τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, «νεφούρι» με τον τρόπο του κι εκείνος που ήταν από την Αθήνα, δούλεψε για λίγο στο B.B.C. στο Λονδίνο, επέστρεψε και απομονώθηκε πάλι στην Αθήνα γράφοντας. Και του τα λέει κανονικά σε ένα του βιβλίο ο Ν.Δ.Τ.
Τώρα είπε να επικεντρωθεί Στα κύματα της τάξης και της θάλασσας. Ίδιες φουρτούνες και στη μία και στην άλλη, αν και σήμερα η τάξη είναι πιο φουρτουνιασμένη από κάθε άγρια θάλασσα.
Προσωπικά μου έτυχε να παρακολουθήσω το τελευταίο του μάθημα, σε μια εκδρομή που έγινε ακριβώς γι’ αυτό το μάθημα, μαζί με την Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, τον Νίκο Γρηγοριάδη και τον Δημήτρη Σκλαβενίτη. Και όλα ήταν μαγικά κι η θάλασσα της τάξης του γόησσα !
Τα μαγικά της ζωής ο Τριανταφυλλόπουλος έχει την ικανότητα να τα μεταφέρει στο χαρτί, και το κυριότερο, να τα κάνει να φαίνονται σαν φυσιολογικά.
Το όμορφο μικρό βιβλίο που έχουμε στα χέρια μας (και ευχαριστώ την καλή φίλη και συνάδελφο Σούλα Παπαγεωργοπούλου που μου το έστειλε) περιέχει οχτώ διηγήματα, σε διάφορα περιοδικά δημοσιευμένα, που τώρα σαν μέλη μιας νέας οικογένειας, συγκεντρώθηκαν και «τρώνε ψωμί», όπως έλεγαν οι παλαιότεροι, στο ίδιο τραπέζι.
Ο Σημαιοφόρος! πρώτος τη τάξη (το «τη» και «ξη» θέλουν υπογεγραμμένη, αλλά ποιος υπογράφει πλέον τα ήτα και τα ωμέγα; μέγας κόπος).
Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, από την εμπειρία του στο τιμόνι του περιοδικού Νέα Εστία, μας ενημερώνει ότι από τα οχτώ διηγήματα του βιβλίου τα έξι είχαν δημοσιευτεί στη Νέα Εστία. Το περιοδικό κυκλοφορούσε ανά δεκαπενθήμερο, έπειτα ανά μήνα. Τα καλοκαίρια, στο τεύχος Ιούλιος-Αύγουστος δημοσιεύτηκαν και τα διηγήματα του Τριανταφυλλόπουλου. Όλα με ψευδώνυμο, ή ετερώνυμο όπως λέει ο Πεσσόα και έχει εκατό δικά του ψευδώνυμα. Αλλά γιατί πήγαμε τόσο μακριά έχουμε κι άλλον πολυονόματο: Νικόλαος Καλαμάρης ή Κάλλας, ή Σπιέρος ή Ράντος. Κατ’ αναλογίαν έχουμε και λέμε: Νίκος Τριανταφυλλόπουλος ή Νίκος Γριπονησιώτης ή Ευριπίδης Νεγρεπόντης ή Ν.Μ. Τσουρές (από το οικογενειακό δέντρο της μητέρας του).
Είναι γνωστόν και γενικώς παραδεκτόν ότι η εμπειρία είναι η βάση της δημιουργίας, οπότε όλα τα διηγήματα στηρίζονται στην πραγματικότητα∙ κάποια αποδίδονται με ακρίβεια, λέει ο Ζουμπουλάκης, και άλλα «κουβάρι αξεμπέρδευτο με ονειροφαντασίες». Ενδιαφέρον ιδιαίτερο έχει εκείνο που αφορά την έδρα της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Αθήνας που δεν δόθηκε στον Ιωάννη Συκουτρή αλλά στον Αντώνιο Χατζή. Μέγα θέμα το πώς αποκτώνται οι έδρες και τότε και τώρα. Άλλο διήγημα αφορά τον Αύγουστο Μπαγιόνα και κάπου εκεί εμπλέκεται και ο Ζώρας. Από τα διηγήματα λοιπόν αυτά, τα μεν της πρώτης περιόδου αφορούν τις σπουδές και τα γράμματα και τα άλλα είναι της θάλασσας, αν και για τη θάλασσα της ψυχής πρόκειται και ως παπαδιαμαντικός γνωρίζει «είπερ τις και άλλος της ειρωνικής μετριοφροσύνης τα θέλγητρα».
«Ο Τριανταφυλλόπουλος γράφει εδώ και χρόνια την πιο μεταμοντέρνα λογοτεχνία και ας μην το ξέρει», μας λέει ο Ζουμπουλάκης και μας θυμίζει και μια φράση του άλλου γόητα της αφήγησης, του Λουκά Κούσουλα, που είχε πει: «Απορώ πως αυτός ο νεωκόρος έχει τόση μαγκιά στο γράψιμο». Να λοιπόν που ο στίχος «ο καθείς και τα όπλα του» μπορεί να μεταπλαστεί «Ο καθείς και η μαγκιά του».
Στο σημείωμα του επιμελητή Μανώλη Στεργιούλη, θα βρούμε αναλυτικά πού και πότε δημοσιεύτηκε τι, επίσης σχόλιο για τις αρετές της γραφής του Τριανταφυλλόπουλου, για τις παπαδιαμαντικές και σκαριμπικές επιδράσεις και, τέλος, ευχαριστίες στην Πρόεδρο του Εφορευτικού Συμβουλίου της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Χαλκίδας Σούλα Παπαγεωργοπούλου που του ανέθεσε την επιμέλεια και στον ίδιο το Τριανταφυλλόπουλο που συναίνεσε.
Διήγημα πρώτο: «Γαμπρός στο Βαρβάκειο». Αναφέρεται στην επίσημη διδασκαλία που κάνουν οι επιμορφούμενοι ενώπιον επιτροπής του Διδασκαλείου για να πάρουν το πτυχίο τους. Η μητέρα του τον θέλει με κοστούμι και γραβάτα αλλά εκείνος θέλει να πάει όπως το γήπεδο. Η έρμη η μάνα είναι παραδοσιακή και ξέρει πως οι άνθρωποι ντύνονται ανάλογα με την περίσταση (είναι και ενότητα στη Έκφραση-Έκθεση της Α΄ Λυκείου), εκείνος όμως επιμένει για το αντίθετο: «Μάθημα θα κάνω, βρε μάνα, δεν θα πάω σε δεξίωση» (λες και πήγαινε και σε δεξίωση και φόραγε κοστούμι). Όταν η Ελβίρα «τον είδε φορεμένο στα επίσημα και στο χαμόγελό της διάβασε πως του πρέπαν… Στο καντίνι, ε; αυτοσαρκάστηκε»… (Ναι, Όσκαρ Ουάιλντ κανονικός!).
Σήμερα, λοιπόν, «οχτώ και δέκα το πρωί. Τετάρτη 24 Οκτωβρίου του 197… ανηφορίζει προς το Βαρβάκειο για να χωθεί με τον Παπαδιαμάντη (θα διδάξει τη «Γλυκοφιλούσα») σε ξένο μαντρί και να αποδείξει ότι μόνο ο έρωτας κινεί την αληθινή διδασκαλία». Το μάθημα θα γίνει στην Έκτη Πρακτικού, στο Βαρβάκειο, από όπου αποφοίτησε ο Παπαδιαμάντης. «Πάω ν’ ανταμώσω στο διάσημο σχολείο του έναν κεκοιμημένο ζωντανότερο απ’ όλους μας»! Με τούτα και μ’ εκείνα, δράττεται της ευκαιρίας να μιλήσει για την αφόρμηση της διδασκαλίας, για τα κόλπα που εφευρίσκει κανείς για να κινήσει το ενδιαφέρον σε μια τάξη Πρακτικού (όχι Θεωρητικού) και τον λούζει «κρύος ίδρώτας» στη σκέψη των εξεταστών, και το μυαλό πάει στο προς διδασκαλίαν κείμενο που είναι απόσπασμα, διαμαρτύρεται για την αποσπασματικότητα των πεζογραφημάτων, «ωραία κουβέντα θ’ άνοιγα με τα Βαρβακειόπαιδα για την παιδική λογοκρισία», αλλά και μέσω της αποσπασματικότητας του Ντοστογιέφσκι πετάγεται πλαγίως «λαμπρά θα προκόψουν τα παιδιά και τη Ρωσία…»… «Αν πάρει τέτοιον κατήφορο αντιχρηστομάθειας στην τάξη, αν αρχίσει να μπλέκει τους Σκιαθίτες με τους Ρώσους, χαιρέτα μου … Σ’ αυτούς τους τελειόφοιτους, αυτό το «δυσάγωγο αιπόλιο», «η Γλυκοφιλούσα» θα τους φανεί οστεοφυλάκιο, «μιλώντας πρωί πρωί για κρανία πεθαμένων νηπίων». Το διήγημα θα τελειώσει με μία ειρηνική εικόνα∙ της Ελβίρας με τις δυο μικρές θυγατέρες του που θα ξεκινούν για το σχολείο…
Όλο το διήγημα εξελίσσεται κυρίως σαν εσωτερικός μονόλογος, βάζοντας στη σκέψη μας τι μαρτύριο περνάει ένας ευαίσθητος άνθρωπος που μπαίνει στη σχολική τάξη να κάνει μια σημαίνουσα διδασκαλία. Ο ήρωας θα περάσει από σαράντα κύματα για να μας δείξει πόσο πολλά απασχολούν ένα έντιμο δάσκαλο, σε πόσα επίπεδα διακλαδίζεται η σκέψη και πόσα προβλήματα έχει να λύσει. Πώς να συγκινήσει τα παιδιά, πώς να μην ευτελίσει το έργο, πώς να μην αποδειχτεί ο ίδιος ανάξιος. Χωρίς διδακτισμό, με συνεχείς ανατροπές, με τη σκέψη πάντα στο πρότυπό του, καταφέρνει να τελειώσει το άγχος του ήρωα με ειρηνική εικόνα, πλήρους ψυχικής αγαλλίασης: τα παιδιά του. Τελικά, δεν μας είπε πώς πήγε το μάθημα∙ το συμπεραίνουμε∙ κατ’ ευχήν πρέπει να πήγε, όπως συμπεραίνουμε ότι και τα λόγια της μάνας και οι σκέψεις της Ελβίρας και των Χαλκιδαίων και των μαθητών και των εξεταστών όλων ήταν σκέψεις που τις ακούσαμε/διαβάσαμε μέσα από το φίλτρο της γραφής του, όπως εξελίχτηκαν μέσα στο μυαλό και στην ψυχή του.
Το δεύτερο διήγημα «Αλέξανδρος ακεσώδυνος ή Επεισόδιο στη Θεσσαλονίκη» έχει σχέση με μια ανακοίνωση για τον μεταφραστή Παπαδιαμάντη, σε ένα μεγαλοπρεπές αφιέρωμα στον Σκιαθίτη λογοτέχνη. Πίσω από τα αρχικά Χ.Τ. υποθέτουμε πως βρίσκεται ο αείμνηστος γλωσσολόγος Χρήστος Τσολάκης που ήταν πιο πολύ ψυχή και λιγότερο σάρκα, και Πρόεδρος ο υπέργηρος Εμμανουήλ Κριαράς περισσότερο ιδέα παρά άνθρωπος. Όσο μιλάει ο Τριανταφυλλόπουλος του φεύγουν οι πόνοι στο υπογάστριο… «Στάθηκε η ομιλία σας βάλσαμο στην αδιαθεσία μου» του είπε. Και ο Τριανταφυλλόπουλος κάνει χιούμορ: «Κρίμα! κρίμα, γιατί ήδη έχει δημοσιευτεί το κείμενο “ Παπαδιαμάντης ιαματικός” και δεν ξέρω τώρα πώς να προσθέσω το όνομά σας στον κατάλογο των ιαθέντων…». το χειροκρότημα πιο παρατεταμένο από το να ήτανε πρεμιέρα στη Σκάλα του Μιλάνου.
Τρίτο διήγημα «Αύγουστος». Εδώ εκτίθενται τα προβλήματα των πανεπιστημιακών εξετάσεων και αλίμονο στον φοιτητή που μπήκε στο μάτι του… Ζώρα, ας πούμε (Στα δικά μου χρόνια λόγω Ζώρα και Ηλιόπουλου οι συμφοιτητές μου επέλεγαν το ιστορικό-Αρχαιολογικό Τμήμα, ακόμα κι όταν ο Ζώρας απολύθηκε από τη χούντα). Ο Ζώρας «ήταν το μισό πτυχίο», έλεγαν. Ο Κουρμούλης εξέταζε ύλη έξι μηνών. Ο Ζώρας εξέταζε όλη τη Νεοελληνική Λογοτεχνία, είχε κάποιες σημειώσεις (ο διάδοχός του Φαίδων Μπουμπουλίδης δεν είχε ούτε σημειώσεις ούτε βιβλίο, αλλά έκοβε κανονικά).
Ο Τριανταφυλλόπουλος τα λέει όλα με χιούμορ αλλά είναι πικρές αλήθειες για ανθρώπους που έφεραν τον μέγα τίτλο του Καθηγητή Πανεπιστημίου.
Το «Αεί γ’ αχείς, ή θάνατος στη Φιλοσοφική», είναι επιστημονικά ενδιαφέρον για τα πολλά «σχολαστικά» που απασχολούν έναν συστηματικό άλλης εποχής φιλόλογο.
Προχωρώντας με μεγάλες δρασκελιές αφήνοντας πίσω τον «Ιχθυοπτερυγιοφόφο» φτάνουμε στα «Ελάφια στο ναυτικό ή κάταγμα από τζαρτζάρισμα» όχι για να δούμε πώς τραγουδάει ο ναύτης και πόσες μέρες «μείνανεεε!» για να απολυθεί, αλλά για να επισημάνουμε πόσο ο λόγος του Τριανταφυλλόπουλου είναι ποίημα. Αυθαιρετώ και χωρίζω σε στίχους:
φρέσκος σημαιοφόρος οικονομικός, /
εντελώς αθάμπωτο το τεθλασμένο γαλονάκι του/
είχε δεν είχε δυο βδομάδες στον «Αξιό»,
δεμένο αρματαγωγό/ κ.λπ.
«Στον πάγκο του Ναυτοδικείου», ανάμεσα σε ακυρωμένες επιθυμίες, όνειρα, κάποια Μαίρη, το κομμένο παλαμάρι και άλλα «αξεμπέρδευτο κουβάρι», με στάσιμο εκείνη την παραλλαγή της παρωδίας, της «Μικρή Ασυμφωνία σε άλφα μείζον» του Κώστα Καρυωτάκη, όπου ο ευφυέστατος μουσικός τίτλος: «Μικρή», «Α-Συμφωνία», «σε», «άλφα» «μείζον» – little Symphony in a minor, θέτει και αίρει ιδιότητες, ενώ ο ήρωας «τρυγάει από ξένα θεμέλια» ήτοι: «Α κύριε κύριε Ναυτοδίκη, / να με ξυλάρμενο καΐκι,/ που αντίς να πλέω στο μπουγάζι / νταλαμεσήμερο ή μ’ αγιάζι […] Στρέξε, καλέ μου Ναυτοδίκη,/ κι αντίς σε φάκα σαν ποντίκι,/ κλείσε με φύλακα στο φάρο/ για –νοερά μου!- να σαλπάρω» και πάει λέγοντας, σε έξι στροφές στη σειρά, για να τελειώσει απογοητευτικά.
Είναι και ποιητής ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος., όπως και ο Παπαδιαμάντης και το βιβλίο μια όμορφη ανθοδέσμη διηγημάτων, συμπληρωμένη από την ωραία εικονογράφηση του Πέτρου Χριστούλια και μας παρηγορεί για τα που μας επάρθηκαν αθύρματα: παλιές λαχτάρες, φιλοδοξίες, νιάτα, σπουδές, έρωτες, σχολική τάξη, θάλασσα, φίλοι καλοί, αγαπημένοι, απόντες αλλά ταυτόχρονα παρόντες.