Σάββατο, 4
ΚΕΙ ΠΟΥ ΑΝΕΒΑΙΝΑ ΤΟ ΣΤΕΝΌ, βρεμένο καλντιρίμι
-πάνε κάπου τρακόσια τόσα χρόνια- ένιωσα ν’ αναρπά-
ζομαι «διά χειρός» Ισχυρού Φίλου και, πραγματικά,
όσο να συνέλθω, έβλεπα να μ’ ανεβάζει με τις δύο γι-
γάντιες φτερούγες του ο Δομήνικος, ψηλά στους ουρα-
νούς του
τη φορά τούτη γιομάτους
πορτοκαλιές και νερά μιλητικά της πατρίδας
*
Σαν προεξάρχοντες άγγελοι μέσα στο ποίημα, οι λέξεις: εκείνο το εντός εισαγωγικών «διά χειρός», ο Ισχυρός Φίλος, οι γιγάντιες φτερούγες και τέλος ο ίδιος, ο Δομήνικος, άγγελος με φτερά. Το ποιητικό πρόσωπο σαν ψυχή στα χέρια του «Ισχυρού φίλου», σαν αναγωγή στην Ταφή του Κόμητος Οργκάθ. Ο Δομήνικος με την ψυχή στα φτερά του την βοηθάει να περάσει, «ψηλά στους ουρανούς του», μέσα από το «στενό, βρεμένο καλντιρίμι», εκείνο που ο Γιώργος Σεφέρης θα έλεγε «συμπληγάδες» ή όπως αλλιώς έχει διατυπώσει: «Θεοί! πώς αγωνίζεται η ζωή για να περάσει, θα ’λεγες φουσκωμένο ποτάμι από την τρύπα βελόνας» («Γράμμα του Μαθιού Πασχάλη»). Η κυρίαρχη μορφή δεν είναι πια ο αιρόμενος (ο Οργκάθ) αλλά ο Ισχυρός Φίλος κι ο ποιητής, σαν βρέφος στα χέρια του.
Η κτητική αντωνυμία «του» – «στους ουρανούς του»- μας ειδοποιεί ότι δεν πρόκειται για τους γνωστούς γάλαζιους ουρανούς, αλλά για τους άλλους, εκείνους που ζωγραφίζει ο «Ισχυρός Φίλος», με μια σημαίνουσα διαφορά:
«γιομάτους πορτοκαλιές και νερά μιλητικά της πατρίδας».
Έτσι μέσα στο ποίημα γίνονται απανωτά θαύματα: η παρουσία του Δομήνικου, η ανύψωση του ποιητικού εγώ, το φτάσιμο στην πατρική γη με «πορτοκαλιές και νερά μιλητικά», ο χρόνος «κάπου τρακόσια τόσα χρόνια» πριν αλλά και τώρα, η σκιά του Οργκάθ και φυσικά άλλη μία σκιά που παραφυλάει, του άλλου Κρητικού, που και μόνο η αναφορά στον Δομήνικο, μας φέρνει στο νου την Αναφορά στον Γκρέκο.
Κοιτάζω το απόσπασμα που ακολουθεί:
«Γύριζα όλη μέρα στα στενά δρομάκια του Τολέδου, οσμιζόμουν θειάφι, σαν να ‘χε πέσει κεραυνός, σαν να ‘χε διαβεί λιόντας και μύριζε θεριό ο αγέρας, τρεις και πάνω αιώνες ύστερα από το πέρασμά σου. Τι τρομάρα, τι χαρά να περπατάς και να νιώθεις μία μεγάλη ψυχή να καταχτυπάει τα φτερά της από πάνω σου! …με πήρε ο ύπνοςˑ ύπνος ήταν αυτός ή τρικάταρτο καράβι κι είχε ανοίξει τα πανιά του και μπήκα, κι ως να στραφώ να ρωτήσω τον καπετάνιο πού πάμε, είχαμε αράξει στο Μεγάλο Κάστρο, στην Κρήτη… ο μόλος μύριζε λάδι, κρασί και λεμονοπορτόκαλα» ( Αναφορά στον Γκρέκο, Νέα Αναθεωρημένη Σύγχρονη Έκδοση, επιμ. Ν. Μαθιουδάκης, Εκδόσεις Καζαντζάκη, 2014, σ. 499).
Συγκρίνοντας τα έργα και τα πρόσωπα, βλέπουμε ότι ο Δομήνικος πέθανε 73 ετών, ο Καζαντζάκης 74 ετών και ο Ελύτης όταν εκδίδει τη συλλογή είναι 73 ετών. Το ποίημα του Ελύτη και το απόσπασμα του Καζαντζάκη παρουσιάζουν τις ακόλουθες αναλογίες: «το στενό βρεμένο καλντιρίμι» του Ελύτη, τα «στενά δρομάκια του Τολέδου» του Καζαντζάκη, «κάπου τρακόσια τόσα χρόνια» ο ένας, «τρεις και πάνω αιώνες ύστερα» ο άλλος. «Ισχυρός Φίλος» ο ένας, «θειάφι», «κεραυνός», «λιόντας», «θεριό» ο άλλος, «οι γιγάντιες φτερούγες» ο ένας, «καταχτυπά τα φτερά του» ο άλλος, αναρπαγή με τις φτερούγες ο ένας, με «τα πανιά» του «τρικάταρτου» ο άλλος, «ως να συνέλθω» ο ένας, «ως να στραφώ να ρωτήσω» ο άλλος, «ψηλά στους ουρανούς του» ο ένας, στο «Μεγάλο Κάστρο, στην Κρήτη» ο άλλος, «πορτοκάλια και μιλητικά νερά της πατρίδας» ο ένας, «λεμονοπορτόκαλα» της Κρήτης ο άλλος.
Το ποίημα του Ελύτη δείχνει να συνιστά σύμπτυξη του αποσπάσματος του Καζαντζάκη, αφού τα δύο κείμενα εμφανίζονται από τα ίδια ακριβώς υλικά συνθεμένα. Και επανέρχομαι στο «οσμιζόμουν θειάφι, σαν να ‘χε πέσει κεραυνός, σαν να ‘χε διαβεί λιόντας και μύριζε θεριό ο αγέρας». Το απόσπασμα αρχίζει και τελειώνει με την οσμή -οσμιζόμουν, μύριζε- που εξακολουθεί να υπάρχει και να σηματοδοτεί το πέρασμα του Δομήνικου από το Τολέδο. Ο Καζαντζάκης αισθάνεται τόσο δυνατή την παρουσία του προγόνου του εκεί, την οποία μόνο με κάτι πολύ δυνατό και ζωντανό μπορεί να την παραβάλει.
Και ακόμα μια λεπτομέρεια. Οι ουρανοί του Δομήνικου, λέει ο Ελύτης, «τη φορά τούτη» ήταν γεμάτοι «πορτοκάλια και νερά μιλητικά». Τις άλλες φορές τι ήταν: θειάφι και κεραυνοί, όπως λέει ο Καζαντζάκης και όπως φαίνεται, αν υπολογίζω σωστά, στα έργα του και ειδικά στο «Τολέδο στην καταιγίδα».
Ένα παλίμψηστο εικόνων, προσώπων, αισθήσεων, κοινών καταβολών και κοινών ιδιοτήρων σαν δακτυλικό αποτύπωμα, εμφανίζεται στη συσχέτιση έργων και λόγων των τριών μεγάλων Κρητών.
Ο Ελύτης θα αναφερθεί πολλές φορές στην ανυψωτική δύναμη του «Ισχυρού Φίλου», τον οποίο θα ονοματίσει, θα κρύψει ή θα φανερώσει, όπως και τον άλλο Κρητικό, όταν θα βάλει τη Μαρία Νεφέλη, «Through the mirror», να κατεβαίνει «τους εφτά ουρανούς εωσότου/ η αντανάκλαση / των αγγέλων μ’ αρπάξει…ο Νίκος με πελώριες /φτερούγες όπως του Θεοτοκόπουλου». Ο Νίκος.
Κι ακόμα, πάλι η Μαρία Νεφέλη θα παραπονεθεί για τον στενό δρόμο: «Στενός ο δρόμος – τον πλατύ δεν γνώρισα ποτέ / ανίσως κι ήταν μια φορά μονάχα/ τότες που σε φιλούσα κι άκουα θάλασσα». Σ’ αυτό το στενό δρόμο ή καλντιρίμι, αντιπαρατάσσεται η άπλα της θάλασσας ή του ουρανού. Στην περίπτωση της Μαρίας, το θαύμα γίνεται μέσα από το ερωτικό φιλί.
Τα ίδια, όλα σε παραλλαγή, το ίδιο θαύμα, στους ίδιους ουρανούς, πάνω από το ίδιο νησί. Ένας παράδεισος που εκκινεί από τη Μινωική εποχή και φτάνει στο μέλλον, με τη θάλασσα την πανθαμβωτική και τους ουρανούς, με τα πορτοκάλια, τα λεμονοπορτόκαλα και τα «στιλπνά λεμόνια» που είναι σαν «ηλιίσκοι των αιθέρων» (Το Φωτόδεντρο…«Των Βαΐων»).
Εν τέλει είναι η Ελλάδα όλων των εποχών και του ενός παραδείσου, όπου οδεύουν και οι τρεις. Οι δύο παρόντες -Δομήνικος και Καζαντζάκης- εκεί ψηλά, και ο τρίτος που γράφει, εδώ, αλλά από το 1996 ήδη και αυτός εκεί.
Τώρα πια μπορούμε ίσως να αναγνωρίσουμε ποιοι είναι εκείνοι που κάθονται στο «Μαρμάρινο Τραπέζι» (Δυτικά της Λύπης) :
« All around οι τέσσερις
Οι τρεις οι δύο ο ένας l’ unique le solitaire
……………………μπροστά σ’ έναν εξώστη επάνω στην
Μεσόγειο
Και με μια κούπα έννοιες δύσκολες κι εύγευστες
…………………………………………………….
Φτάνουμε σαν ατμομηχανή ολοένα επιβραδύνοντας την ορμή
έως ότου
Το μαρμάρινο τραπέζι αναρπαγεί plein des mots lances au hazard και
Συνεννοηθούν καλύτερα μέσω του ασχέτου
οι τέσσερις οι τρεις οι δύο ο ένας»
Να λοιπόν που ο Ελύτης επιστρέφει, στην τελευταία του εν ζωή συλλογή, με την αναρπαγή ολόκληρου μαρμάρινου τραπεζιού πλέον, όπου σαν να παίζουν ζάρια, κάθε λέξη είναι ζάρι, έννοια εύγευστη, ριγμένη στην τύχη, μια ανηφόρα και πάλι όλοι και το τραπέζι μαζί, εκεί ψηλά, στο μπαλκόνι του ουρανούˑ οι τέσσερις οι τρεις οι δύο ο ένας…
Μαγικό κείμενο! Η Ανθούλα Δανιήλ κατορθώνει να εμπλέξει δημιουργικά και να βρει τις κοινές συνισταμένες ανάμεσα σε τρεις μεγάλους καλλιτέχνες, τον Θεοτοκόπουλο, τον Ελύτη και τον Καζαντζάκη και να απογειώσει το κείμενό της. Ένα μεγάλο μπράβο για την ευρηματικότητα, τις γνώσεις και τη γοητεία της γραφής.