You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Ορέστη Κανέλλη,  Η Βαρκάδα – Έρωτας ή θάνατος

Ανθούλα Δανιήλ: Ορέστη Κανέλλη,  Η Βαρκάδα – Έρωτας ή θάνατος

                    Μια πορεία από τον έρωτα στον θάνατο

 

                 Άδης και Διόνυσος είναι το ίδιο. (Γ. Σεφέρης, Μνήμη β΄)

 

Μου έχεις χαρίσει έναν σχέδιο με κάρβουνο του Ορέστη Κανέλλη, 1910-1979,  (1),  μοιάζει με ένα ερωτικό ζευγάρι, γοργόνα με γοργόνο, σε μια βάρκα που καθρεφτίζεται στη θάλασσα, σαν να είναι δύο βάρκες με κολλημένες τις καρίνες τους. 

Η σκέψη μου πετάει στους στίχους από το Μονόγραμμα, ποίημα ΙΙ του Οδυσσέα Ελύτη

 

Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά …

 

Κοιτάζω το έργο, μου μοιάζει ερωτικό, αλλά κάτι δεν μου πάει καλά και κάθε μέρα  προσπαθώ να βρω το μυστικό του, γιατί δεν μπορεί∙ θα υπάρχει κάτι πιο πέρα από το προφανές. Πάω κοντά με το φακό, γίνομαι Σέρλοκ Χολμς, δεν αστειεύομαι καθόλου … Νομίζω πως Εκείνη είναι πιο διαχυτική. Εκείνος ψυχρός. Γυμνοί και οι δύο, αφού είναι θαλασσινά πλάσματα. Εκείνη τον κρατά σφιχτά στην αγκαλιά της, δεν φιλιούνται, δεν  διαγράφονται τα πρόσωπα, εκείνου κυρίως που δεν έχει καθόλου χαρακτηριστικά. Εκείνη έχει τα μαλλιά.

 

Το βάρος πέφτει στο δεξί μέρος του πίνακα και συγκεκριμένα πάνω στο ζευγάρι. Εδώ έρχεται ωραία να δέσει ο στίχος του Ελύτη από Τα Ρω Του Έρωτα, το Νο 13: 

 

Φύγε από κει μωρέ πουλί/ και γέρνει η βάρκα μας πολύ

Μόνο σου πέταξε και δες: / ίσα που παίρνει δυο καρδιές.

 

Το «πουλί» δεν το βλέπουμε αλλά τη βάρκα που γέρνει και τις «δυο καρδιές»/ ψυχές τις βλέπουμε. Το υπαινικτικό και διφορούμενο τετράστιχο του Ελύτη μοιάζει να γράφτηκε με αφορμή αυτό το έργο. Η ηθελημένη κίνηση προς τα έξω και δεξιά δικαιολογείται. Είναι αυτό που θα πει στην τελευταία του συλλογή πριν «φύγει» από τη ζωή, Δυτικά της Λύπης,  αν υποθέσουμε αντιστικτικά πως  ζωή και ο έρωτας βρίσκονται στα ανατολικά της χαράς. Παρατηρούμε την ουρά της γοργόνας μέσα στη βάρκα σαν απλωμένη πλερέζα,  ενώ εκείνου η ουρά φαίνεται διπλωμένη και δίνει την εντύπωση πως κάθεται πάνω της. Ίχνη από πτερύγια διακρίνουμε και στο χέρι της γοργόνας. 

 

Παράλληλα, σκέφτομαι  το ποίημα του Κωστή Παλαμά «Ο Διγενής» και συγκεκριμένα τον πρώτο στίχο  Καβάλα πάει ο Χάροντας τον Διγενή στον  Άδη, όπου  αλλάζοντας λίγο τους όρους της πρότασης,  σχολιάζω το σχέδιο του Κανέλλη: με βάρκα η γοργόνα μας πάει το παιδί στον Άδη, γιατί εκείνη μοιάζει να έχει τον έλεγχο. Μα ούτε κι αυτό με ικανοποιεί, ενώ μια άλλη σκέψη περπατά στον δρόμο.   

Μπορεί ο έρωτας να μοιάζει με Άδη και ο Άδης να παίρνει τη μορφή μιας νέας και ωραίας λυγερόκορμης γυναίκας και ειδικότερα να  μοιάζει με γοργόνα; Αφήνω το ερώτημα ανοιχτό και πάω στον Γιώργο Σεφέρη και, συγκεκριμένα, στο ποίημα «Μνήμη Β΄», επιλέγοντας τους στίχους

«…ο κόσμος φθείρεται∙ μα εσύ θυμήσου/ Άδης και Διόνυσος είναι το ίδιο».

Οι στίχοι είναι εντός εισαγωγικών γιατί πρόκειται για τον λόγο εκείνου που Μιλούσε Καθισμένος  σ’ ένα μάρμαρο … στην αρχαία Έφεσο∙ υποδηλώνεται ο Ηράκλειτος, από μακριά και ο Σικελιανός (2). Μας ενδιαφέρει ο στίχος στα εισαγωγικά και η ταύτιση του Διόνυσου-έρωτα με τον Άδη-θάνατο. Η βάρκα φυσικά έχει το μερίδιό της στη όλη μεταφυσική, εφόσον με βάρκα μεταφέρεται ο νεκρός στον άλλο κόσμο.  Με βάρκα διαπλέει τον Αχέροντα και φτάνει στην Αχερουσία. Συνεπικουρεί στην ιδέα και το  ά-μορφο, άχρωμο και μουντό, χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τοπίο. Ομοιομορφία παντού, πηγή φωτός δεν υπάρχει. Μια άλλη σκέψη έρχεται τώρα , βγαλμένη από έναν νεκρικό διάλογο. Είναι ο Σωκράτης που εξηγεί πως εκεί που ζουν αυτοί, οι νεκροί, το φως είναι «ομοιόμορφο, σε όλα τα σημεία∙ τόσο αδύναμο κι αποκαρδιωτικό με τη χλομάδα του…»  (3).

 

Μερικά πολύ μακρινά λευκά στίγματα ίσως αποτελούν δείγματα κάποιας κατοικημένης περιοχής. Σπίτια; Εκκλησία; Μνήματα; Αν οι υποθέσεις τρέχουν σε σωστό δρόμο, τότε μπορούμε να μιλήσουμε για ταξίδι στον άλλο κόσμο, όπου όμως ο πορθμέας είναι η κόρη.   Ή μήπως όχι.;

 

Κάνω παράκαμψη σε άλλες πληροφορίες. Ο Κανέλλης ήταν συμπατριώτης και σχεδόν συνομήλικος του Οδυσσέα Ελύτη, με τον οποίο γνωρίστηκε στη Λέσβο, όταν ο Ελύτης μαζί με τον Εμπειρίκο είχαν εκδράμει για έργα του Θεόφιλου. Ήτανε την Άνοιξη του 1935. Πριν από 88 χρόνια: «Πίναμε κρασί με σκέτο χαλβά, επειδή ήταν Μεγάλη Παρασκευή και σε λίγο θα πηγαίναμε στον Επιτάφιο» (4),  όταν ο αδελφός του ο Παναγιώτης άρχισε να μιλάει για τον ζωγράφο (ίσως δε σου φαίνεται πολύ σχετική αυτή η πληροφορία, αλλά πού ξέρεις τι γίνεται πιο κάτω; Μάζευε κι ας είν’ και ρόγες, λέει ο λαός). Στα Ανοιχτά Χαρτιά, λοιπόν ο ποιητής αναφέρεται στις γνωριμίες που έκανε στο νησί. Εκεί, έχει τέσσερις εγκωμιαστικές αναφορές στον Κανέλλη και στον φίλο του Τάκη Ελευθεριάδη, για τον οποίο έχουμε μιλήσει και γράψει άλλη φορά. Σ’ αυτές τις αναφορές είναι ξεκάθαρη η μεγάλη συμπάθεια του Ελύτη για  τους δύο νέους ζωγράφους και ειδικά για τον Κανέλλη και τούτο, γιατί από καλλιτεχνική άποψη, ο Κανέλλης έχει επηρεαστεί από τον εξπρεσιονισμό και τον ποιητικό λυρισμό. Του αρέσουν τα ελαιόδεντρα, οι  θάλασσες, οι απλοί άνθρωποι, οι γυναίκες και τα παιδιά του λαού της Κατοχής, όπως άλλωστε και του Ελύτη. Και να, δες τι γράφει ο Ελύτης: «κι εκεί, στο νησί με τους “κόλπους των ελαιώνων” πλαισιωμένοι από δύο νέους τότε ζωγράφους, τον Ορέστη Κανέλλη και τον Τάκη Ελευθεριάδη, κάναμε ατελείωτες συζητήσεις ή επιχειρούσαμε θαυμαστές εκστρατείες για την ανακάλυψη των έργων του Θεόφιλου που είχε πεθάνει μόλις ένα χρόνο πριν» (σελ. 257).  Κι ακόμα μια μικρή παράγραφος, όπου ανάμεσα σε άλλους επιφανείς γλύπτες και ζωγράφους ήταν και «οι δυο φίλοι μας, ο Ορέστης Κανέλλης και ο Τάκης Ελευθεριάδης, που μας δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσουμε αμέσως την ευαισθησία τους και τη δεκτικότητά τους  απέναντι στο μοντέρνο πνεύμα» (σελ. 281).

Όχι πως τα σύντομα αυτά σχόλια του Ελύτη φωτίζουν το  Σχέδιο του Κανέλλη, αλλά η οικειότητα και η αποδοχή του καλλιτέχνη από τον ποιητή δείχνει προσέγγιση, έστω και αν δεν φαίνεται από τα παραπάνω παραθέματα, η οποία οφείλεται σε ευρύτερες περί τέχνης συζητήσεις.  Ο Ελύτης ήταν και ζωγράφος και δημιουργός κολλάζ, επομένως είχε και άλλους κώδικες, πέρα από αυτούς του παραχωρεί η Ποίηση, για να διαισθανθεί την αφανή καλλιτεχνική ιδεολογία του Κανέλλη.

Στο κάτω μέρος του έργου, το σχόλιο του καλλιτέχνη: «είναι κάποιες στιγμές που τα λόγια δεν χρειάζονται», με κάρβουνο κι αυτές, χειροποίητες, αδρές γραμμές και η υπογραφή του, με βίαιες πινελιές σαν καρδιογράφημα. Σαν να απουσιάζουν τα καμπύλα «α» και «ε», από το όνομά του, υπάρχουν μόνο στο τελικό «ς» στη βάρκα και στα σώματα.  Αυτή η βίαιη τεθλασμένη υπογραφή νομίζω πως δείχνει πίκρα. Δεν είναι ο τόπος για ευχάριστες στρογγυλάδες…   

 

Από εκείνο το κείμενό σου, Βάσο, στο οποίο αναφέρεις τις οικογενειακές σας σχέσεις με τον Κανέλλη και τις κουβέντες του με τον πατέρα σου, επιλέγω τα εξής:

 «Στην εμβληματική ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, στο τέλος της δεκαετίας του ’50, δίκην ημερολογίου κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ, με λιθογραφίες του Κανέλλη,  σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, με τον τίτλο  ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ, όπου ο Κανέλλης ξεδιπλώνει όλη του την τρυφερότητα για το παιδί. Κι από την άλλη, οι φιγούρες των λαϊκών ανθρώπων με τα αδρά τους πρόσωπα, να μεταφέρουν το ιδεολογικό στίγμα του ζωγράφου κι ό,τι έχει σχέση με την κοινωνική μοίρα του….’Ομως, πάνω απ’ όλα η γυναικεία μορφή, όπου μέσα απ’ αυτήν προβάλλει την ποιητική του ιδιοσυγκρασία, τον λυρικό αισθησιασμό του αλλά και τις αισθητικές του αναζητήσεις». Αυτό το τελευταίο σχόλιο που ταιριάζει στη γυναικεία φιγούρα του κάδρου μάς παραπέμπει στην ερωτική διάσταση του πίνακα. Και πιο κάτω λές: «Κι ερχόμαστε στην άλλη του μεγάλη αγάπη, τη φύση, την οποία με τον χρωστήρα του υμνεί ποικιλοτρόπως. Μέσα από τις “ελάαιες ερόεσσαις”, τις ερατεινές ελιές, του Αλκαίου, που αγγίζουν με τα ασημένια φύλλα τους τον ουρανό, λουσμένες στο φως του ” αιολικού λυρισμού” και που με τα μοναδικά τους χρώματα ξεπερνούν την ίδια τη φύση, έρχονται από κοντά κι οι θάλασσες του, με τα παιδιά να παίζουν ανέμελα στην άμμο, τους ψαράδες να γλιστρούν με τη βάρκα τους σ’ απάνεμα ακρογιάλια και πάνω απ’ όλα, αυτές οι γυναίκες, που μέσα τους υπάρχει αποτυπωμένη η ψυχή του ζωγράφου ποιητή».

Όλα αυτά είναι συγχρόνως λεσβιακά και ελυτικά, είναι  και όλων των λογοτεχνών και πάσης φύσεως καλλιτεχνών της Λέσβου, αγαπημένα θέματα. Να μην ξαναπώ για τις ερωτικές ελιές του Αλκαίου που ανέφερες ήδη και πώς τις αξιοποίησε ο πατέρας σου στη δική του απόδοση, προέκταση, σαν να βυθίστηκε στον χρόνο και στο χώμα της λεσβιακής γης και ανέσυρε τη σκέψη και το ερωτισμό του αρχαίου ποιητή στη σύγχρονη εποχή.

 

 

Ως προς τα πρόσωπα του Κανέλλη και ειδικά όλων  αυτών των παιδιών που είχες την καλοσύνη να μου στείλεις, είδαμε στις 22/02/2023 δείγμα στο συγκλονιστικό κείμενό σου στο περιοδικό Φράκταλ, με τίτλο «Το υπηρετριάκι» που ζωγράφισε ο Κανέλλης και θίγει το θέμα του δύστυχου μικρού κοριτσιού που δουλεύει σαν δούλα στο σπίτι των αφεντικών της.  Παιδί για όλες τις δουλειές. Για όλες, δυστυχώς και τις πιο απαίσιες. Τα χέρια του τα σταυρωμένα μπροστά λες και ικετεύουν, πονούν, σηκώνουν όλο το φορτίο της  ψυχής τους, με ένα βλέμμα «βοήθησέ με, Θεέ μου».   Συσχετίζω το κείμενο το δικό σου με τις πιο ξεκάθαρες πολιτικές του θέσεις με το έργο του Κανέλλη που είναι περίπου του 1950 και βγάζω συμπεράσματα. Λαβαίνω υπόψη πάντα και τον Ελύτη…

Ο Κανέλλης, ναι, μας άφησε να πιστεύουμε πως είναι ένα ερωτικό αγκάλιασμα, αυτό που βλέπουμε στη βάρκα, αλλά νομίζω πως μας έδωσε και τα κλειδιά για να μπούμε καλύτερα στην ουσία. Είναι μια παρασημαντική που δίνεται με εικόνες, όχι με λέξεις, αλλά αν προσέξεις, τότε θα δεις πως μια μάνα –η όμορφη Γοργόνα Ελλάδα- προσπαθεί να αποθέσει τρυφερά το νεκρό παιδί της στην αγκαλιά της θάλασσας. Ας μην ξεχνάμε και τον μύθο της Παναγιάς γοργόνας όπως μας τον έδωσε ο Στρατής Μυριβήλης στο νησί και όλοι τον έχουμε καταχωνιασμένο μέσα μας. Η γοργόνα είναι μεγαλύτερη σε μέγεθος και γεμάτη πάθος. Το άλλο πρόσωπο δεν αντιδρά, το χέρι του είναι χαλαρό, πεσμένο κάτω, νεκρό. Το κεφάλι του κουρεμένο. Εκείνη το αγκαλιάζει, εκείνη το μεταφέρει. Είναι παιδί. Είναι μια μάνα με παιδί! Η Ελλάδα που κηδεύει το παιδί της. Το έργο δείχνει ερωτικό, αλλά είναι  πένθιμο. Είναι μία Πιετά σε άλλο κλίμα και κλίμακα. Ο Κανέλλης υποθέτω ότι το ζωγράφισε έχοντας στο νου του τον κάθε στρατιώτη, το κάθε Ελληνόπουλο, που έχασε τη ζωή του στα τραγικά γεγονότα του πρώτου μισού του περασμένου αιώνα. Η ζωγραφική του άλλωστε έχει κοινωνική, ανθρωπιστική  ματιά.

Ο Ελύτης στη «Μικρή Πράσινη Θάλασσα» εύχεται να μπορούσε να βυθιστεί στην αγκαλιά της θάλασσας και να γίνει ένα με την αιώνια παράδοση, με τους παρακάτω στίχους:

Και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου

Κομμάτια πέτρες τα λόγια των Θεών

Κομμάτια πέτρες τ’ αποσπάσματα του Ηράκλειτου.

 

Νομίζω πως αυτή την επιθυμία του γιου της εκπληρώνει η γοργόνα μάνα. Είναι η βαρύτητα της γης και η έλξη της πανδέγμονος θάλασσας που όλα τα εγκολπώνει, που όλα, όπου κι αν βάλουν πλώρη, εδώ αράζουν. Τον βοηθά να επιστρέψει βαθιά στην αγκαλιά της θάλασσας η μάνα με τρόπο φυσικό και ο ζωγράφος με αρχαίο συμβολιστικό. Η κατασκευή ενός έργου τέχνης  έχει βαθιές προεκτάσεις και ας μη θεωρηθεί υπερβολή. Το ένστικτο μερικές φορές οδηγεί καλύτερα από τη λογική, αν και κανένα έργο δεν έχει γίνει ερήμην της λογικής. Ξεκαθάρισε η κατάσταση; Ο Ελύτης γράφει κάπου «Η Ποίηση μ’ εδίδαξε ότι η ζωή ολόκληρη μόλις επαρκεί για να μπεις στα μυστικά της τέχνης».

16 Μαρτίου 1996, αποχαιρέτησε το αίνιγμά της, με μια βάρκα σαν αυτή του Κανέλλη. 

 

Σημειώσεις

 

Βάσος Βόμβας, Νομικός, συγγραφέας και συλλέκτης έργων τέχνης. Μου δώρισε το έργο. .  
Δες στο ποίημα «Ιερά οδός»: «Κι η πέτρα, / π’ αντίκρισα σε μια άκρη ριζωμένη,/ θρονί μου φάνη μοιραμένο μου ήταν…».
Paul Valéry, Ευπαλίνος ή ο Αρχιτέκτων, πρόλογος Άγγελου Σικελιανού, μετάφραση Έλλης Λαμπρίδη, εκδ. Άγρα 1988, σελ. 28.
Ανοιχτά Χαρτιά , «Ο Ζωγράφος Θεόφιλος», σελ. 201.

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.