Ο Αίας είναι το αρχαιότερο έργο του Σοφοκλή, γράφτηκε το 450 π.Χ. όταν είχε ήδη περισσότερα από είκοσι χρόνια θητείας στη συγγραφή τραγωδίας.
Το έργο έχει δύο διακριτά μέρη. Το πρώτο, το οποίο τελειώνει με την αυτοκτονία του ήρωα, στον στίχ. 865 και το δεύτερο, το υπόλοιπο, όπου γίνεται ο αγώνας για την ταφή του. Ο Οδυσσέας διαφωνεί, οι Ατρείδες -Αγαμέμνων και Μενέλαος- θέλουν να τον αφήσουν άταφο… Την αρχή της τρέλας του ήρωα περιγράφει ο Όμηρος στην περίφημη μονομαχία του Αίαντα με τον Οδυσσέα, όπου επέρχεται και η μεγάλη ψυχολογική μεταστροφή του, στη ραψωδία Ψ της Ιλιάδας, στχ. 773-784
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τάχ᾽ ἔμελλον ἐπαΐξασθαι ἄεθλον, 773
ἔνθ᾽ Αἴας μὲν ὄλισθε θέων, βλάψεν γὰρ Ἀθήνη,
τῇ ῥα βοῶν κέχυτ᾽ ὄνθος ἀποκταμένων εριμύκων,
οὓς ἐπὶ Πατρόκλῳ πέφνεν πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
ἐν δ᾽ ὄνθου βοέου πλῆτο στόμα τε ῥῖνάς τε·
κρητῆρ᾽ αὖτ᾽ ἀνάειρε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
ὡς ἦλθε φθάμενος· ὃ δὲ βοῦν ἕλε φαίδιμος Αἴας
στῆ δὲ κέρας μετὰ χερσὶν ἔχων βοὸς ἀγραύλοιο
ὄνθον ἀποπτύων, μετὰ δ᾽ Ἀργείοισιν ἔειπεν·
ὢ πόποι ἦ μ᾽ ἔβλαψε θεὰ πόδας, ἣ τὸ πάρος περ
μήτηρ ὣς Ὀδυσῆϊ παρίσταται ἠδ᾽ ἐπαρήγει.
ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δ᾽ ἄρα πάντες ἐπ᾽ αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν. 784
Και σε πρόχειρη μετάφραση:
Και ενώ λίγο τους έλειπε για να φτάσουν στο τέρμα και να πάρουν το βραβείο,
ο ορμητικός ο Αίας τρέχοντας γλίστρησε, γιατί η Αθηνά τον ζάλισε
εκεί που η σβουνιά από τα βόδια που μουγκάνιζαν βαριά είχε απλωθεί, τα βόδια που ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος είχε θυσιάσει στο θάνατο του Πάτροκλου
και γέμισαν σβουνιές και το στόμα του και τα ρουθούνια του.
Τότε αμέσως ο Οδυσσέας ο θεϊκός και πολυβασανισμένος σηκώνει τον κρατήρα,
αφού έφτασε πρώτος κι ο Αίας που ήρθε έπειτα πήρε το βόδι,
και στάθηκε κρατώντας απ’ τα κέρατα το βόδι το θρεμμένο
και φτύνοντας τις κοπριές είπε μετά στους Αργείους:
«Αχ, η θεά και πώς μου μπέρδεψε τα πόδια, αυτή που πάντα
σαν μάνα παραστέκει και βοηθάει τον Οδυσσέα!»
Αυτά είπε, και όλοι γέλασαν καλόκαρδα μαζί του.
Έτσι με «βήμα πλίγμα», που λέγαν οι αρχαίοι κι εμείς σήμερα «τρικλοποδιά», ο Αίας έχασε την πρωτιά που ήταν δίκαιο να πάρει γιατί ήταν ο καλύτερος αμέσως μετά τον Αχιλλέα. Αυτή η αδικία τον εξόργισε, τον θύμωσε, τον τρέλανε. Με εχθρούς όλο το στράτευμα, τους Ατρείδες και τον Οδυσσέα, μαινόμενος, άρχισε να σφάζει τα αρνιά σαν να ’τανε οι στρατιώτες. Όταν συνήλθε και κατάλαβε τι είχε κάνει, ένιωσε ντροπή και αυτοκτόνησε.
Ο Αμφορέας του Εξηκία.
Ο Αμφορέας του Εξηκία, μελανόμορφο αγγείο, έργο του 540-530 π. Χ. παριστάνει τον Αχιλλέα και τον Αίαντα να παίζουν πεσσούς/ ζάρια, πάνοπλοι και οι δύο, έτοιμοι για τη μάχη με τα δόρατα στα χέρια. Κερδίζει ο Αχιλλέας 4-3, όπως φαίνεται από τα στόματά τους. Ο αμφορέας βρίσκεται στο Βατικανό και ανακαλύφτηκε το 1834. Φέρει την επιγραφή ΗΕΧΣΕΚΙΑΣ ΕΠΟΙΕΣΕΝ. Φιλοτεχνήθηκε για τον νεαρό αθλητή Ονητορίδη και συγκαταλέγεται στα αξιολογότερα μελανόμορφα έργα του είδους του. Και, βεβαίως, προδηλώνει ποιος είναι ο καλύτερος με τον οποίο παίζει ο Αχιλλέας.
Το έθος
Προς τιμήν των γενναίων νεκρών γίνονται αθλητικοί αγώνες και ο πρωτεύων παίρνει τα όπλα του. Έτσι, και σύμφωνα με την αναγνωρισμένη από όλους ανδρεία του «τείχους των Αχαιών»/ Αίαντα, έπρεπε τα όπλα να δοθούν στον Αίαντα. Με την τρικλοποδιά της Αθηνάς όμως τα πήρε ο εχθρός του ο Οδυσσέας. Οι δυο Ατρείδες δεν επιτρέπουν τη ταφή του ήρωα. Ο Οδυσσέας ωστόσο, επιμένει για το αντίθετο κι ας ήτανε εχθρός του. Αυτή, λοιπόν, είναι η αρχή της νεανικής τραγωδίας του Σοφοκλή ΑΙΑΣ, του οποίου το όνομα προέρχεται από το ρήμα αιάζω=αναστενάζω, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο ποιητής, ο Σοφοκλής, στους στίχους 430-433 «αιαί, τις αν ποτ’ ώετ’ επώνυμον/ τουμόν ξυνοίσειν όνομα τοις εμοίς κακοίς;/ νυν γαρ πάρεστι και δις αιάζειν εμοί /και τρις∙ τοιούτοις γαρ κακοίς εντυγχάνω». Με άλλα λόγια: Αλίμονο, ποιος θα το πίστευε πως το όνομά μου θα ταίριαζε με τις συμφορές μου; Και τώρα μπορώ να αναστενάζω δυο και τρεις φορές με τούτα τα κακά που μου έχουν τύχει.
Αναστενάζει, θρηνεί και μαίνεται ο Αίας. Ο Σοπενχάουερ συμπεριλαμβάνει τον μαινόμενο Αίαντα στα άτομα που μετά από ανυπέρβλητο πόνο –Πόνος πόνω πόνον φέρει – (στχ. 866) ωθούνται από τη φύση στην παραφροσύνη , όπως ο βασιλιάς Ληρ ή η Οφηλία του Σαίξπηρ, και εκεί, στην παραφροσύνη, βρίσκουν καταφύγιο από τον πόνο που υπερβαίνει τις δυνάμεις τους.
Συγκλονιστικός είναι ο θρήνος του ήρωα, ο αποχαιρετισμός της γης του «Ιώ/ πόροι αλίρροθοι/ πάραλα τ’ άντρα και νέμος επάκτιον», όπου, παράλληλα πλέκει και τον ύμνο στον εαυτό του «ουκέτ΄άνδρα μη τόνδε ίδητ’, έπος εξερώ μέγ’ … Τανύν δ’ άτιμος ώδε πρόκειμαι» και σε πρόχειρη μετάφραση: Αλίμονο, θαλασσινά περάσματα, θαλασσοσπηλιές και παραθαλάσσια λιβάδια… δεν είδατε ποτέ άντρα σαν και μένα, θα πω τον μεγάλο λόγο… και τώρα βρίσκομαι εδώ ατιμασμένος (στχ, 411-426).
Η παράσταση του Αργύρη Ξάφη
Όπως δήλωσε ο σκηνοθέτης «Υπάρχουν συμβάσεις που έχουν καθιερωθεί μέσα στα χρόνια για το πως πρέπει να είναι μια παράσταση αρχαίου δράματος που δεν συμφωνώ και δεν θα ακολουθήσω. Παρόλα αυτά, είμαι ένας μέτριος άνθρωπος, δεν είμαι ήρωας όπως αυτοί στα έργα, επιπλέον με νοιάζει να είμαι ειλικρινής και όχι δήθεν. Οπότε θα δείτε σίγουρα μια ευθεία παράσταση, με αποφασιστικότητα και όσο θάρρος μπορώ να έχω στο να είμαι ειλικρινής απέναντι σας. Τέλος έχουμε δουλέψει πολύ πάνω στην δραματουργία του κειμένου, έχουμε επέμβει, χωρίς να έχουμε αφαιρέσει κάτι».
Στέκομαι στις φράσεις: «υπάρχουν συμβάσεις που δεν συμφωνώ και δεν θα ακολουθήσω», «είμαι ένας μέτριος άνθρωπος» (προφανώς δεν εννοεί ότι τηρεί το μέτρο για να μη διαπράξει ύβριν), «δεν είμαι ήρωας όπως αυτοί στα έργα», «με νοιάζει να είμαι ειλικρινής και όχι δήθεν», «θα δείτε μια ευθεία παράσταση», «έχουμε επέμβει».…
Ερωτήματα: και ποιος είναι εκείνος που μπορεί να παραβιάζει τις συμβάσεις –αεί ποτε ζει ταύτα– λέει στην Αντιγόνη ο Κρέων/ Σοφοκλής, τιμώντας ό,τι κατάφερε και έσπασε το φράγμα του χρόνου; Πώς παρεμβαίνει στο έργο ενός άλλου; Πώς παραβιάζει τον κώδικα; Πώς αναποδογυρίζει το έργο και φέρνει τον θάνατο του ήρωα, που βγαίνει από το έργο στον στίχο 861 για να μας τον δείξει νεκρό στην αρχή, να τον επαναφέρει στη μέση και να τον «αυτοκτονήσει» για να κάνει εφέ στο τέλος πάλι; Αφού είναι «μέτριος» γιατί ήθελε να καταπιαστεί με τα αριστουργήματα των αρχαίων; Πότε σκηνοθέτης ισχυρίστηκε ότι είναι ήρωας σαν αυτούς τους τραγωδίας ώστε να επαίρεσαι που ο ίδιος δεν είναι; Του είπε άραγε κανείς πως ο Ροντήρης ή ο Κουν ή ο Καραντινός ή ο Μουζενίδης ή ο Μιχαηλίδης ή ο Ιορδάνης Μαρίνος ή ο Χαραλάμπους ή κάποιος άλλος νόμιζε πως ήταν Σοφοκλής; Ή μήπως νόμιζε πως ήταν ο Θάνος Κωτσόπουλος, ο Χρήστος Πάρλας, ο Χρήστος Καλαβρούζος και όλοι όσοι υποδύθηκαν τον Αίαντα ή κάποιον άλλο τραγικό ήρωα ισχυρίστηκαν πως ήταν οι ίδιοι αυτοί μετεμψυχωμένοι Αίαντες; Τι θα πει δεν είμαι «δήθεν»; Ότι όλοι οι άλλοι ήταν και είναι τώρα ο νέος που ήρθε στην Επίδαυρο θα μας δείξει ποιο είναι το σωστό;
– Τι θα πει «ευθεία παράσταση»; Ισοπεδωμένη; Ή μήπως τεθλασμένη όπως την έκανε με την επέμβασή του;
-Γιατί οι γενναίοι ναύτες από τη Σαλαμίνα, οι στρατιώτες, δηλαδή, που μάχονται με τους Τρώες, ήταν κοριτσάκια και αγοράκια όλοι ντυμένοι θηλυκά, μοντέρνα και ανόητα; Μίνι φουστανάκια, μπλουζίτσες, φούστες μέχρι το γόνατο, βερμουδίτσες και ζακετούλες γυναικείες φορούσαν – ΟΙ ΝΑΥΤΕΣ;
-Γιατί να μην είναι ο χορός – γυναίκες και άντρες του χορού- ντυμένοι σαν στρατιώτες; Αφού τέτοιοι είναι στο έργο, αυτό που υποδύονταν δηλαδή; –ναός αρωγοί του Αίαντος/ γενεάς χθονίων απ’ Ερεχθειδών…(στιχ. 901-902)
-Ποιος μπορεί να φανταστεί το όραμα της θεάς ΑΘΗΝΑΣ που ανέτρεψε τη μοίρα του κεντρικού ήρωα τρελαίνοντάς τον (στχ.51 κ.ε.), σαν μικρόσωμο μαγκάκι, ντυμένο σαν τον Ρεμπώ με το κολάν και τις τιράντες και το αγορίστικο εφηβικό κεφάλι; Και μας λέει πως δεν είναι «δήθεν»;
-Γιατί δεν έφτιαχνε ένα έργο δικό του έργο με άλλα ονόματα, παρά σκαρφάλωσε στον μύθο για να τον καταστρέψει και ονόμασε την δικ΄λη του κατασκευή Αίαντα του Σοφοκλή;
Θα θυμίσω αυτά που έχει πει ο Γιώργος Σεφέρης για την ποίηση αλλά ισχύει και για κάθε μορφή τέχνης: «πώς είναι δυνατόν να χαράξουμε από τα πριν τα όρια της τέχνης και να διατάξουμε πως πέρα από μια ορισμένη γραμμή τέχνη δεν υπάρχει» (Δοκιμές τ. α΄, σελ. 89). Δεν μπορούμε να εμποδίσουμε την εξέλιξη! ΝΑΙ! Την παρέμβαση στο γεγενημένο όμως μπορούμε και ως προς πιο σημείο;
Ο Αίας ήταν από καλή γενιά, ανδρείος, ογκώδης, «ο πύργος των Αχαιών», ένα κεφάλι ψηλότερος από όλους. Τον τιμούσαν οι Αθηναίοι (το κοινό που παρακολουθούσε) και μια φυλή τους έφερε το όνομα Αιαντίδα. Και ο ηθοποιός Στάθης Σταμουλακάτος ήταν αυτός που έπρεπε. Οι ναύτες του όμως, πώς ήταν έτσι; Τι είδους θρήνο έβγαζαν για τον μέγα ήρωα άτονο, άμουσο, άρρυθμο, ανόητο, χωρίς μέλος, χωρίς αρμονία, χωρίς επική έξαρση, χωρίς λυρική διάθεση, χωρίς βήματα. Ηθοποιοί που για πρώτη φορά κατέβαιναν στην Επίδαυρο, χωρίς να έχουν τις κατάλληλες σπουδές, φωνή, χωρίς παράστημα, χωρίς περπάτημα! Ο Δημήτρης Ήμελλος ως Οδυσσέας, ο καλύτερος, αυτός που είναι η ζυγαριά του έργου, που μίλησε με τη θεά στην οποία χρωστάει την πρωτιά του, υποβιβάστηκε σε ένα καθημερινό τύπο, ευνοημένο από μια συμφωνία που γίνεται κάτω από το τραπέζι.
Ο χορός λοιπόν δεν έψελνε, δεν χόρευε, περιφερόταν με τα φουστανάκια του πέρα δώθε, χωρίς σκοπό και αποτέλεσμα. ΕΛΕΟΣ !!! Θα μας κάνετε να μην ξαναπατήσουμε στην Επίδαυρο και οι μέλλουσες γενιές θα λένε πως η Επίδαυρος παίζει ηλιθιότητες των πειραματιζόμενων με τα πειραματόζωά τους. Η επέμβαση συνιστά ύβριν και τιμωρείται.
«Έχουμε επέμβει» και αυτό συνιστά ύβριν. Αν δεν δεχτούμε τις συμβάσεις, τον κώδικα του αρχαίου θεάτρου, τότε διαπράττουμε μέγα σφάλμα∙ «δεν αφαιρεί κανείς τους πέπλους της θεάς ατιμωρητί (Οδ. Ελύτης, Εν λευκώ, «Η μέθοδος του “ΑΡA”», σελ. 163).
«ΑΝ ΔΕΝ “ΘΕΟΛΟΓΟΥΜΕ” ΜΕΛΕΤΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΤΡΑΓΙΚΟΥΣ, ΦΟΒΟΥΜΑΙ ΠΩΣ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΝΟΥΜΕ» γράφει ο Κ. Γεωργουσόπουλος (Κλειδιά και Κώδικες, Αρχαίο Δράμα, σελ. 19). Ή μήπως εμείς δεν θέλουμε τους αρχαίους αλλά μόνο τα ονόματά τους κούφια;
Τα τελευταία λόγια το Σοφοκλή/ Χορού είναι : Πολλά μπορούν οι άνθρωποι να δουν και να μάθουν, Όμως ουδείς μάντις των μελλόντων, ό,τι πράξει, δηλαδή: κανείς δεν είναι μάντις για να δει τα μέλλοντα και την τύχη του. Κι εμείς που είδαμε τα μέλλοντα και όσα προλάβουμε από τα απώτερα, οι θεοί να βάλουν το χέρι τους, τρέμουμε…
ΔΕΝ ΤΑ ΞΕΡΟΥΜΕ ΟΛΑ, μας φωνάζει ο Σοφοκλής, είμαστε βαθιά νυχτωμένοι… Και φέτος στην Επίδαυρο σκηνοθέτες, Έλληνες και ξένοι, προσπαθούν να μας αλλάξουν το DNA. Δεν θα τα καταφέρουν κι ας χειροκροτούν κάποιοι, είτε γιατί σέβονται τον κόπο των καλλιτεχνών είτε γιατί είναι φίλοι τους είτε γιατί έκαναν πολύωρο ταξίδι για να φτάσουν είτε γιατί θέλουν να αυταπατώνται πως είδαν αρχαία τραγωδία. Σύγχρονη είδαν…
Τα δ’ άλλα εν Άιδου τοις κάτω μυθήσομαι