You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Παυλίνα Παμπούδη: ΝΥΧΤΟΛΟΓΙΟ ΧΧΧΙ

Ανθούλα Δανιήλ: Παυλίνα Παμπούδη: ΝΥΧΤΟΛΟΓΙΟ ΧΧΧΙ

Ανέβαινε ουράνιο τόξο στη συνείδηση που έπεφτε σε ύπνωση / Παίρναμε σχήμα σύννεφου πολύφορου / Τι ευφορία / Για δευτερόλεπτα ξανά / Οι άνθρωποί μας όλοι σε ανάπαυση, ψυχών συστάδα / Σε γραφικό, απλό Παράδεισο / Να τη σκιάζει ένας πεύκος με τις κάμπιες του, ως έννοια θεολογική / / Και το εγώ ξανά σε στάση / Μισό και το εσύ στον λήθαργο σάλευε λίγο / Να βγει ή πιο βαθιά να βυθιστεί / Δαγκώνοντας επιφωνήματα / Και λέξεις νήπια με τα φωνήεντα μονάχα του αεί / Με διαρκές το τώρα, πλεγμένο στα κομμένα νήματα της μνήμης / Τα συγκρατώντας το θηρίο / Κάποια ιδέα μεγάλη, επιθετική, ακόμα καθισμένη στα φαρδιά λαγόνια της / Με έτοιμο το ελατήριο να τιναχτεί στο άλμα // Μετά / Στον ύπνο ξεσκεπάστηκαν, φάνηκαν μέλη υπεράριθμα / Σε κίνηση / Σπασμένα στη διάθλαση / Διαβρωμένα στο σκοτάδι, αποκαλύφτηκε / Γλυπτό αρσενικό με το αρχαϊκό χαμόγελο / Και με δειλή την προβολή του δεξιού ποδιού στο μέλλον / / Σε γνώρισα ξανά / Με έτρωγες απ’ το κεφάλι, δεν ξυπνούσα, σε διαμέλιζα / Σωθήκαμε­- // Άνοιξε τότε μια στιγμή ο χρόνος / Έλαμψε ξάφνου σπίθα κατανόησης / Μια ταραχή σηκώθηκε, θα ’ταν τα χόρτα τα ακοίμητα / Κάτω απ’ το χιόνι που ψηλώναν αδιάκοπα / Ν’ ακούγεται πάντα στους ύπνους, θρόισμα ευχών ……………………………………………………………..

Σε λίγο κάτι / Άφτερο αναλήφθηκε στη νύχτα / Αφήνοντας ίχνη λευκά και ανεξίτηλα στο μήκος των μηρών-

                                        

                                              *

Αρχίζω τις παρατηρήσεις μου από το εικαστικό που κοσμεί το ποίημα. 

Εντυπωσιακό ωραίο ξαπλωμένο οχτώ ή άπειρο ή δύο ρόδες ποδηλάτου ή δυο φακοί γυαλιών ή ένα ρολόι νάρκισσος που βλέπει τον εαυτό του.

Η γεωμετρία παραπέμπει στο άπειρο του χώρου και όσοι μυημένοι  καθόλου δεν εκπλήττονται.

Θα κρατήσω τους φακούς ή, συγκεκριμένα, δυο οφθαλμούς, δυο μάτια και δυο κόρες δείκτες του ρολογιού σε απόλυτη αντιστοιχία. 12 και σχεδόν παρά 10, έξι και σχεδόν και 20΄.

Η ποιήτρια  ανοίγει το ποίημα με ένα στίχο που εμπεριέχει και την άνοδο και την κάθοδο

       Ανέβαινε ουράνιο τόξο στη συνείδηση που έπεφτε σε ύπνωση

Τα μάτια αχόρταγα, με όλα τα οπτικά νεύρα σε διέγερση κοιτάζουν το ουράνιο τόξο  που «ανέβαινε» στη συνείδηση και «έπεφτε» στην ύπνωση. Ο χώρος που ορίζεται από τα δύο ρήματα  εμπεριέχει και τον χρόνο και τον κόσμο.  Ποιον κόσμο όμως;

Τον  Κάτω που αντικατοπτρίζεται στον Πάνω; Όλα ωραία εύφορα

Παίρναμε σχήμα σύννεφου πολύφορου/Τι ευφορία

Το ρήμα «παίρναμε» έβαλε και  δεύτερο πρόσωπο στο πλάνο και όχι μόνο, γιατί σε λίγο, θα εμφανιστούν  

Για δευτερόλεπτα ξανά/Οι άνθρωποί μας όλοι σε ανάπαυση, ψυχών συστάδα/Σε γραφικό, απλό Παράδεισο.

 Και ήρθε η ώρα να κάνει είσοδο δυναμική, που ο διακαμός του τόση ώρα αθέατος μέσα στους στίχους αχνοφαίνεται: «Κι αργότερα οι νεκροί μες στους ατμούς εκτάδην» ( Οδυσσέας Ελύτης Ημερολόγιο… «Μ. Πέμπτη, 23 β») όπου ο κόσμος βρίσκεται σαν σε νεφέλωμα, κάτι ανάμεσα σε κατάσταση ύπνου και μη ύπνου, ονείρου και μη πραγματικότητας, όλα παραλλαγές θανάτου.

Το ζευγάρι του ποιήματος για μια στιγμή άνοιξε τα μάτια στον Άλλο κόσμο και είδε. Όμως δεν έχουμε μια κανονική Νέκυια, όπως του Ομήρου, αλλά μια άλλη, ονειρική όπως αυτήν που μας δίνει ο δημοτικός  τραγουδιστής, «Η λυγερή στον Άδη», και όπως ο Μεργαδής  στον «Απόκοπο»: «Μιαν από κόπου νύσταξα…». Είναι μέσα στο όνειρο, λοιπόν, που η πραγματικότητα προεκτείνεται και όπου η ποιήτρια θα συναντήσει τους αγαπημένους πεθαμένους της.

Αλλά το ερώτημα, γιατί για τόσο λίγο, προκύπτει, για να μην απαντηθεί ποτέ ικανοποιητικά. Η η απάντηση σκληρή, γιατί τόσο μόνο ανοίγουν οι ουρανοί και επιτρέπουν να δεις τον παράδεισο. Εδώ ο Ελύτης σκηνοθετεί το ίδιο θέμα  λίγο διαφορετικά: απλώνει το χέρι να πιάσει τον ήλιο και 

«Χάθηκε ο κήπος    τον κατάπιε η Άνοιξη με τα σκληρά/ της δόντια σαν αμύγδαλο» (Το Φωτόδεντρο … «Ο κήπος του Ευωχείρ»).

 Οι στίχοι της Παυλίνας Παμπούδη:

 Και το εγώ ξανά σε στάση/ Μισό και το εσύ στον λήθαργο σάλευε λίγο/

Να βγει ή πιο βαθιά να βυθιστεί/ Δαγκώνοντας επιφωνήματα/

Και λέξεις νήπια με τα φωνήεντα μονάχα του αεί/ Με διαρκές το τώρα, πλεγμένο στα κομμένα νήματα της μνήμης/ Τα συγκρατώντας το θηρίο

 

Το «εγώ μισό» σε στάση, το «εσύ» σε λήθαργο,  «δαγκώνοντας επιφωνήματα» και «λέξεις νήπια», σε μία ήδη φανερή ημιακινησία, μια παγωνιά και θλίψη που επικάθεται στον έρωτα, η θλίψη ενός «θανάτου». Η νύχτα το ανάλογό του, η «ύπνωση» επίσης, τα λόγια τα μισοειπωμένα που κάτι προσπαθούν να πουν αλλά δεν ξεχωρίζουν, βραχνάς, αδυναμία έκφρασης ή πρόσληψης του νοήματος, όπως «Θόη θόη θμος  … Αρίηω ηθύμως θμός…Θμος θμος άδυσος» αποτελούν δείγματα και μηνύματα θραύσματα ενός απρόσιτου παραδείσου, μηνύματα και ανερμήνευτοι χρησμοί  (Το Φωτόδεντρο… «Τρεις φορές η αλήθεια» ΙΙΙ) .  

Μετά το τοπίο γίνεται πιο συγκεκριμένο, οστά γεγυμνωμένα διάσπαρτα κι ανάμεσα «Γλυπτό αρσενικό με το αρχαϊκό χαμόγελο», κάτι ολόκληρο στον άλλο κόσμο διατηρείται, «Κάπου συντελεσμένη κείται η Τελειότητα» (Τρία Ποιήματα με Σημαία Ευκαιρίας». Και πού είναι αυτό το «κάπου»; Το ρήμα «κείται» υπαινίσσεται, αλλά λείπει το προσδιοριστικό επίρρημα «ενθάδε» που δίνει τον απόλυτο χώρο και τον σημαδιακό χώρο της Τελειότητας. Γιατί το Τέλειο είναι αυτό που ολοκληρώθηκε, αυτό που πέθανε. Και είναι από εκεί, από μακριά, που  έρχονται τα μηνύματα που τα κατανοούν μόνο οι μυημένοι ή οι έχοντες τα κατάλληλα προσληπτικά όργανα, την τρέλα ή την αλαφροϊκιωσύνη.

Σε γνώρισα ξανά/ Με έτρωγες απ’ το κεφάλι, δεν ξυπνούσα, σε διαμέλιζα/ Σωθήκαμε­-

Λέει η ποιήτρια. Η εικόνα παραπέμπει στον Κρόνο-Χρόνο ή σε κάτι που διαφεύγει. Η έμφαση στο κεφάλι της ποιήτριας που αυτό τα φέρει ως κιβωτός όλα όσα εκεί σώζονται.

 

Άνοιξε τότε μια στιγμή ο χρόνος/ Έλαμψε ξάφνου σπίθα κατανόησης

«άστραψε φως και γνώρισε ο νιος τον εαυτό του», έχει αποφανθεί ο Σολωμός και αυτή είναι η στιγμή που ανοίγει ο χρόνος και εμείς κατανοούμε. Είναι η στιγμή που μας κάνει χάρη ο ουρανός ή ο Θεός ή η φύση ή η ώρα η μαγική, η ώρα «που ανοίγουν τα επουράνια κι είναι όλα βολετά», κατά την εκδοχή του Γιώργου Σεφέρη. Κι έτσι το ποίημα, αφού έκανε κύκλο, έφτασε και πάλι από τον  Τάρταρο στον Ουρανό.  

                                     *

Το ποίημα με τον τίτλο «Νυχτολόγιο» ΧΧΧΙ, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Περί ου, την ημέρα που παγκοσμίως είναι αφιερωμένη στον έρωταˑ 14 Φεβρουαρίου. Ανεξάρτητα από το πόσο και πώς γιορτάζουμε (;) αυτή την ημέρα και τον ανύπαρκτο Άγιό της, εκείνο που  έχει σημασία είναι το σημαινόμενο. Είναι ο θεός Έρωτας, ο συμπάρεδρος των μεγάλων θεσμών, αυτή η διονυσιακή μανία ή, ακόμα πιο πέρα, η βακχεία, η οποία συχνά θα καταλήξει στη διάλυση ή στον θάνατο. Και δεν μιλώ για το προφανές, αλλά μιλώ για την πράξη εκείνη που κάνει την ύλη ιδέα και αναστατώνει το σύμπαν.

Από το Χάος  1, γεννήθηκε η Γη 2 και από τη Γη ο Τάρταρος 3 και απ’ αυτόν ο τεταρτογεννημένος  Έρως 4. Ο Συμπάρεδρος των μεγάλων θεσμών.

Ο επίλογος του ποιήματος ποιητικά, παραπλανητικά, τελειώνει με  μια εικόνα:

Κάτι/Άφτερο αναλήφθηκε στη νύχτα /Αφήνοντας ίχνη λευκά και ανεξίτηλα στο μήκος των μηρών

Κάτι που μας θυμίζει τη φτερούγα την «αβρή» που «σάλευε κιόλας μες στο διάστημα» από τον «ύπνο των Γενναίων», ψυχή και άυλο ομοίωμα ενός σώματος που σαπίζει στο χώμα ή «ίδια πουλί πριν του προλάβεις τη λαλιά   που πάει/ το πήρε ο ήλιος μες στα κόκκινα και βασιλεύει» («Το φωτόδεντρο»). Και εδώ  είμαστε  επίσης πολύ κοντά στο «Γεγονός του Αυγούστου», όπου η τελευταίος στίχος «Και το πουλί του κοριτσιού πήρ’ ένα ψίχουλο θαλάσσης κι αναλήφτη» παραπέμπει στη θεία δωρεά. Το κορίτσι που μπορεί να κρατήσει στο χέρι του ένα πουλί, έρχεται συχνά στην ποίηση του Ελύτη και φέρνει ή στέλνει το θείο μήνυμα.

Αυτό, λοιπόν, το κάτι άφτερο που επίσης αναλήφτηκε με τα αόρατα  φτερά, ψυχή, πεταλούδα, άγγελος, άφησε «ίχνη λευκά και ανεξίτηλα». Σαν να μας δείχνει προς τα πού «αναλήφτηκε» και βλέποντας τον δρόμο του φτάνουμε πάλι στο ουρανό.  Και έτσι το πάνω με το κάτω και πάλι συναντήθηκαν.

Το ποίημα έχει τις ελυτικές καταβολές του αλλά η Παυλίνα Παμπούδη  τις κάνει αόρατες, κοινωνεί των αχράντων και μεταβολίζει σε δημιούργημα δικό της ό,τι επεξεγάζεται. Είναι «από καλή γενιά» θα έλεγε ο Ελύτης που είχε  την ευκαιρία να την γνωρίσει και είχε στο φουντωτό κάποτε, σαν του Αρθούρου Ρεμπώ, κεφάλι της διακρίνει την ιδέα που έβρισκε έδαφος για να βλαστήσει τα νέα κλωνάρια.

Οι παλιές   προτιμήσεις, οι πρώτες συγκινήσεις, τα πρώτα σκιρτήματα δεν ξεπερνιούνται ούτε ξεχνιούνται. Αφήνουν σφραγίδα πάνω στο ποίημα σαν δακτυλικό αποτύπωμα. Το ποιητικό αποτύπωμα της Παμπούδη είναι οπωσδήποτε προσωπικό, αλλά πρόγονός της είναι σίγουρα ο Ελύτης.

 

 

                       

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.