You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Πεθαίνω σα χώρα του Δημήτρη Δημητριάδη – Στο θέατρο Βίος

Ανθούλα Δανιήλ: Πεθαίνω σα χώρα του Δημήτρη Δημητριάδη – Στο θέατρο Βίος

Η Ελλάδα πεθαίνει. Πεθαίνουμε σα λαός. Κάναμε τον κύκλο μας, δεν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια, ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες και αγάλματα· και πεθαίνουμε …

(Θόδωρος Αγγελόπουλος, Το βλέμμα του Οδυσσέα)

Το μικρό βιβλίο  του Δημήτρη Δημητριάδη με τον τίτλο Πεθαίνω σα χώρα, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα το 1980 κι έκανε αίσθηση με την παραληρηματική του αφήγηση αλλά και το σημαντικότατο «Προλόγισμα» του Δημήτρη Μαρωνίτη, ο οποίος σε έντεκα μικρές παραγράφους, κατέγραψε τον «Άνθρωπο», το «Πρωτόλειο», το «Μυθιστόρημα», «Τα θέματα», τη «Μήτρα», το  «Ακρόαμα», την «Τελετουργία», την «Κυριολεξία και μεταφορά», την «Περιοδεία του λόγου», τον «Ευαγγελισμό της λέξης», τη «Φυσική ιδιοφυΐα».

Με αφορμή την παράστασή του στο θέατρο Βίος ξανακοίταξα το κείμενο του Δημητριάδη και το συνέκρινα με εκείνο που διασκεύασε και ερμήνευσε ο Τάσος Μπλάτζιος σε σκηνοθεσία της Τάνιας Κίτσου και δική του.  Και ο μεν Μαρωνίτης έδωσε στο έργο τις προεκτάσεις που φτάνουν στη ρίζα του δέντρου του κακού- στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, όπως τον απέδωσε  «ο συγγραφέας της ήττας με φριχτό θαυμασμό για τον άνθρωπο» – ο δε Μπλάζιος έδωσε τους καρπούς που φτάνουν στο σήμερα. Η συμφορά μοιάζει να μην έχει τέλος, αντιθέτως, έχει μια εφιαλτική διάρκεια. Έτσι ο χρόνος που περνά δεν θεραπεύει, απλώς ανακυκλώνει τα ίδια δεινά, επαναφέρει στο προσκήνιο την ίδια ανθρωποφαγία, την ίδια οργή του ανθρώπου προς τον άνθρωπο, την ίδια αγανάκτηση για το επαναλαμβανόμενο κακό.

Ο Τάσος Μπλάτζιος μπήκε μέσα στη σάρκα των λέξεων και έβγαλε το ήχο τους, έβγαλε κραυγή που ξεριζώνει τα σπλάχνα. Ο γραπτός λόγος απέκτησε οργίλη φωνή. Και η χώρα που υποφέρει δεν είναι γυναίκα,  αλλά  άντρας που αισθάνεται την πίεση εκεί που έχει το κέντρο της η ζωή και η δημιουργία. Η φωνή του γίνεται η επιτομή της φωνής κάθε αιμάσσοντος όντος, κάθε αντιστεκόμενου σε έναν κόσμο χωρίς στηρίγματα.  

Το έργο άρχισε με εισαγωγικό πρόθεμα, ένα ποίημα του Αζίζ Νεσίν,  όπου το ποιητικό εγώ προτρέπει συνεχώς : «σώπα», «σσς», «μη μιλάς», «κόψε τη γλώσσα σου», «σώπα», «σώπα», «σώπα». Η χώρα,  θα σιωπήσει, τελικά, αλλά πριν σιωπήσει, θα μιλήσει και καταρρακτωδώς θα καταδείξει το κακό και τις ποικίλες παραλλαγές του, μέχρι τη στιγμή του τέλους της, με την έννοια του βιολογικού τέλους· του θανάτου.

Ενδεικτικό  το απόσπασμα της φρίκης που οδηγεί στο λεκτικό παραλήρημα του αφηγητή από τα παθήματα ανθρώπων: «που είχαν δει αμέτρητες φορές παρόμοια γεγονότα, που είχαν ζήσει σφαγές, αλώσεις, προσφυγές, επιδρομές κάθε λογής βαρβάρων ή πολιτισμένων, διωγμούς κι εξανδραποδισμούς, πόλεις ακμαίες και φουντωμένα δάση και κάμπους μεστωμένους να καίγονται σαν τα δαδιά και να μη μένει τίποτα όρθιο από τους μόχθους γενεών και γενεών, που είχαν δει κορίτσια να βιάζονται μέσα σε γκρεμισμένα σπίτια δέκα και είκοσι φορές σε μία ώρα από ξαμολημένους φαντάρους και μετά να ξεκοιλιάζονται με ξιφολόγχες, βρέφη να αποκεφαλίζονται ή να πυροβολούνται εξ’ επαφής μες την αγκαλιά της μάνας τους, φαμίλιες να ξεσπιτώνονται και να αποδεκατίζονται …». Και μετά: «σε ώρες κομματικής τύφλωσης, στήθηκαν παντού αυτοσχέδια εκτελεστικά αποσπάσματα που  τουφέκιζαν στο όνομα της εδαφικής ακεραιότητας, της ανεξαρτησίας και Καραγιάννης Π. απέκτεινεν τον Καραγιάννη Χ., Ζηκίδης δε απέκτεινεν  τον Σμυρνόγλου και τους υιούς αυτού, Κωνσταντινίδης δε απέκτεινεν τον Ματθαίου και τους αδελφούς αυτού, Μελάς Α. απέκτεινεν τον Μελά Δ.».

Ένας άντρας, σε παραληρηματικό μονόλογο, λοιπόν, ένας άντρας πεθαίνει σα χώρα. Σα χώρα γυμνή από κάθε φυσική ομορφιά –πολυτέλεια για τέτοια περίσταση- είναι και ο χώρος· γυμνός, απάνθρωπος, κρανίου τόπος, όπου τελείται η θεατρική ιεροπραξία και όπου τα προβαλλόμενα στην οθόνη στεγνά, άνυδρα και στείρα τοπία, καθώς και οι σελίδες από τις οποίες διαβάζει και τις οποίες με οργή μία μία πετά και  καταλήγουν στο έδαφος. Οποία απάτη· πετώ κάτι και αυτό αντί να πετά, πέφτει-  verba όχι volant,  έπεα όχι πτερόεντα. Έτσι, και τα πεταμένα χαρτιά  συμβάλλουν στην οπτικοποίηση του λόγου, στην όποια αναλογία σε άλλη κλίμακα αισθητικής. Στα σκηνοθετικά ευρήματα συνυπολογίζονται το σκληρό ξέσκισμα της σάρκας και ο παραλογισμός του νου, με το ρεαλιστικό ανάλογο ξέσκισμα των ρούχων· διερρήξατο  τα ιμάτιά του και εσχίσθη το παραπέτασμα του ναού είναι τα ισοδύναμα εκείνου που φέρνει τον άνθρωπο έξω από τα όρια της αντοχής του. Και η χώρα, ο άντρας που σαν χώρα ουρλιάζει και χτυπιέται, σέρνεται στο γκρίζο δάπεδο μέχρι θανάτου. Όλα, μα όλα, και τα πιο απλά πράγματα -τα δεκάδες σημαιάκια και η τσαλακωμένη, πεταμένη ελληνική σημαία που γίνεται η επιτομή των τσαλαπατημένων ιδανικών, το σκοινί που σφίγγει τον λαιμό του λαού, της χώρας, του άντρα, του οποίου ακούμε τους χτύπους της καρδιάς, υπερτονισμένους από τα ηχεία, για να υπογραμμίζουν τον καρδιακό παλμό, που αφού κορυφωθεί θα οδηγηθεί σιγά σιγά   στην  ισοηλεκτρική γραμμή που δηλώνει το Τέλος.

Εν αρχή ην ο Λόγος. Και ο Λόγος έγινε πράξη και θέαμα, που εξέμεσε την οργή με λέξεις φωτιά, γιατί η φρίκη έχει το δικό της ρεαλιστικό λεξιλόγιο και  ο συγγραφέας χρειάστηκε τη βωμολοχία για να εκτονώσει το ψυχικό του φορτίο. Ένα λεξιλόγιο πλήρως ενταγμένο στο σώμα αυτής της παντοιοτρόπως βιασμένης χώρας που «αξιοποιεί τα ερείπιά της, τα αγάλματά της, ακόμα και τους τάφους της….. που τα ξεπουλάει όλα για εθνικό συνάλλαγμα ….. ζώντας απ’ αυτά». Και αφού τα ξεπουλήσει όλα; Και αφού πεθάνουν οι άνθρωποι; «Τι θα ειν’ αυτή όταν δε θα ’χει μείνει τίποτα από μας; Το χώμα της έχει πάρει το σχήμα μου … Το σώμα μου έχει πια τις διαστάσεις της …. Έχω μέσα μου τη μοίρα της … πεθαίνω…… πεθαίνω… πεθαίνω σα χώρα…».

 «Πεθαίνω σα χώρα» του  Δημήτρη Δημητριάδη,

ΔιασκευήΕρμηνεία: Τάσου Μπλάτζιου,

Σκηνοθεσία: Τάνια Κίτσου-Τάσου Μπλάτζιου.

Καλλιτεχνική Επιμέλεια–Προβολές: Τάνια Κίτσου, Μουσική Σύνθεση–Επιμέλεια Μουσικής: Τάκης Μανιάτης,Φώτα: Αλέξανδρος Πολιτάκης Κοστούμι: Λάζαρος Μήλιος, Μακιγιάζ: Διονυσία Κωνσταντίνου
Φωτογραφίες: Σωτήρης Γεωργιάδης, Ειρήνη Κουνάδη, Κατερίνα Ντόνα, Ράνια Παπαδοπούλου, Trailer: Σωτήρης Γεωργιάδης, Δημόσιες σχέσεις–Επικοινωνία: Ράνια Παπαδοπούλου, παραγωγή: Chorus &Bios.

 

                                                          

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.