Κι αν οι φωτιές έφτασαν κάποτε στις Μυκήνες για να φέρουν το μήνυμα πως πάρθηκεν η Τροία κι ο Αγαμέμνων έρχεται , οι κραυγές του Προμηθέα από τον Καύκασο – τα σύνορα του κόσμου, στα μονοπάτια των Σκυθών, στην ερημιά του ανθρώπου- έφτασαν στο κοίλον του αργολικού θεάτρου για να δείξουν τον προαιώνιο πόνο του πάσχοντος ήρωα διαχρονικού και μοναδικού στο είδος του, αν εξαιρέσουμε τον Ιησού και ορισμένους άλλους μάρτυρες που θυσίασαν τη ζωή τους για ένα ιερό σκοπό που όμως δεν ήταν γιοι θεού, αλλά κοινοί θνητοί. Με τη θυσία των δυο προαναφερθέντων καθαγιάζεται ο αγώνας και η θυσία. Οι κραυγές του πόνου έγιναν σκιές στα πεύκα, όπου σε μια αξιοποίηση του φυσικού ντεκόρ, ο ήρωας έπαιζε στην πιο ψηλή κορφή του βουνού, ενώ οι δυο σκιές του έπαιζαν και αυτές στα κλαδιά των πεύκων ένθεν και ένθεν παραστεκάμενες στην κραυγή του έβγαινε από τα έγκατα της ψυχής του, σαν να έβγαινε από τα έγκατα του μεγάλου, μυθικού βουνού που μετασχηματιζόταν σε οργή εναντίον του δυνάστη.
Ο ήρωας σύρεται στην ορχήστρα από τα όργανα της εξουσίας του Δία, το Κράτος και τη Βία, σύρεται από την ανάγκη και ο Ήφαιστος που βρέθηκε να τον υπηρετεί και διατάχτηκε να φτιάξει τις αλυσίδες. Δεν θέλει αλλά και δεν μπορεί να μην υπακούσει στην απόλυτη εξουσία του Δία. Εκών άκων, λοιπόν, δένει, σταυρώνει, θεός ο Ήφαιστος, το θεό Προμηθέα. Σε παλαιότερες παραστάσεις του έργου η σταύρωση είναι εμφανέστατη. Το «γιατί» του μαρτυρίου προκύπτει από τον μύθο και τον μύθο μας παραδίνει ο Πλατωνικός Πρωταγόρας, όταν ο Προμηθέας ήρθε να επιθεωρήσει τα όντα, στην κοιλιά της γης, λίγο πριν γεννηθούν, τα οποία είχε στολίσει με εφόδια ο αδελφός του ο Επιμηθέας. Και μένει κατάπληκτος, όταν διαπιστώνει πως όλα τα ζωντανά είχαν νύχια, δόντια, γούνα και φτερά για να προστατεύονται, αμύνονται, επιτίθενται, για να πολεμήσουν, αν χρειαστεί, οι άνθρωποι δεν είχαν τίποτα∙ ήταν γυμνοί. Τότε ο Προμηθέας «Μπήκε κρυφά στο συνεταιρικό εργαστήρι της Αθηνάς και του Ηφαίστου, [321e] που μέσα εκεί δούλευαν —με τί μεράκι!— τις τέχνες τους. Κλέβει λοιπόν και του Ηφαίστου την τέχνη, που δουλεύει με τη φωτιά, και τις υπόλοιπες τέχνες, που είναι της Αθηνάς, και τις δίνει στον άνθρωπο. Και έτσι ο άνθρωπος απόχτησε εφόδια [322a] για να ζήσει, ο Προμηθέας όμως, όπως λεν, εξαιτίας του Επιμηθέα σε λίγο δικάστηκε για κλοπή» (μτφρ. Ηλίας Σπυρόπουλος).
Από τη φωτιά ξεκίνησε η πόλις, ο πόλεμος και ο πολιτισμός και ανάγκη πάσα η πολιτική αρετή, με την οποία θα γινόταν ο άνθρωπος ικανός και καλός πολίτης. Όμως, η φωτιά είναι όργανο των θεών και ο Δίας, θεός δυνάστης, αδιαφορεί για την αδυναμία των ανθρώπων να επιβιώσουν σε έναν κόσμο εχθρικό και επικίνδυνο. Εύλογα οργισμένος καταδικάζει τον άτακτο σε χιλιόχρονα δεσμά πάνω στον Καύκασο, όπου κάθε μέρα θα κατεβαίνει ένας αετός και θα του τρώει το συκώτι, το οποίο θα αναγεννιέται τη νύχτα και έτσι το μαρτύριό του δεν θα έχει τέλος. Όμως, ο Προμηθέας ξέρει ένα μυστικό που δεν αποκαλύπτει στον Δία. Κάποιος απόγονός του Δία, θεός επίσης, θα τον εκθρονίσει. Ο Δίας απαιτεί να μάθει ποιος είναι αυτός, αλλά ο Προμηθέας δεν το αποκαλύπτει. Στέλνει λοιπόν το Κράτος και τη Βία, για να πείσουν, τον Ήφαιστο να τον δέσει, τον Ερμή να του αλλάξει γνώμη, φτάνει και ο Ωκεανός, και η βασανισμένη από την Ήρα Ιώ. Ο καθένας θα προσπαθήσει, θα επιχειρηματολογήσει, θα χρησιμοποιήσει όλα τα όπλα της πειθούς για να πιέσει τον ήρωα δεσμώτη, αλλά κανείς δεν θα καταφέρει τίποτα. Η τραγωδία θα λήξει προοικονομώντας την επόμενη, Προμηθέας Λυόμενος , όπου ο ήρωας και ο Δίας θα συνδιαλαγούν, όπως οι Ερινύες που θα μεταμορφωθούν σε Ευμενίδες στην Ορέστεια. Ο Προμηθέας Δεσμώτης είναι μάλλον η μεσαία τραγωδία μιας τριλογίας της οποία τα άλλα δύο έργα έχουν χαθεί. Προμηθέας Πυρφόρος, η πρώτη, και Προμηθέας Λυόμενος, η τρίτη.
Βρισκόμαστε στην εποχή του μύθου και των μεγάλων θεσμών, της απόλυτης εξουσίας του θεού και της προπολιτισμικής εποχής. Όλα τα πρόσωπα του έργου είναι θεοί. Όλα υπάκουα στον Δία, όλα φορείς εξουσίας, αλλά και υπόδειγμα υποταγής. Σαν να μην έχει μπει ο θεσμός της δικαιοσύνης ακόμη στην κοινωνία των θνητών, η οποία πηγάζει από την κορυφή και είναι αδιαπραγμάτευτη και είναι η Ανάγκη στην οποία υπόκειται ο ήρωας. Εδώ και η ανταρσία. Σαν εκπεσών άγγελος, ο Προμηθέας πολεμά την αυταρχικότητα του Δία. . Είναι η νέα εποχή που αμφισβητεί και αντιμάχεται με αυτοθυσία στην απόλυτη εξουσία.
Έτσι ο Αισχύλος παραδίδει με το πάνθεο εικόνα της επί γης πολιτικής εξουσίας. Ο Προμηθέας, αυτός που θα σηκώσει το κεφάλι, λόγω της σταύρωσής του στον Καύκασο, λόγω του πάθους του για τον άνθρωπο, θα ταυτιστεί με τον Χριστό και θα γίνει ο αγαπημένος των καταπιεσμένων της γης. Θα αμφισβητήσει την κάθε εξουσία, θα επιτεθεί στους νέους συμβιβασμένους με τη βία: Νέοι με χθεσινή εξουσία και θαρρείτε πως πύργους έχετ’ άπαρτους, θα δώσει με το παράδειγμά του τις πολιτικές και θεολογικές του ιδέες. Αν η τραγωδία είναι μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας, κατά τον Αριστοτέλη, η συγκεκριμένη είναι μίμησις πράξεως θεϊκής.
Το χαρακτηριστικό είναι πως το έργο δεν έχει σκηνική, παρά ελάχιστη, δράση για τον κεντρικό ήρωα. Κι όμως, το δράμα υφίσταται και η δράση υπηρετείται με τον λόγο του. Ο ήρωας, αν και αλυσοδεμένος στον βράχο, καταφέρνει να μας καθηλώσει στις κερκίδες του θεάτρου.
Για την «ιστορική» συγκίνηση θα αναφερθώ σε δύο προηγούμενες παραστάσεις. Σ’ αυτήν που ανέβασε στις Δελφικές γιορτές ο Άγγελος Σικελιανός, στις 9 Μαΐου 1927, και την άλλη ο Σπύρος Ευαγγελάτος το 1992 με Προμηθέα τον Νικήτα Τσακίρογλου και μτφρ. Κ. Χ. Μύρη.
Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Άρης Μπινιάρης δικαίωσε τους θεατές που κατέφθασαν στην Επίδαυρο και γέμισαν σχεδόν το θέατρο, που, χωρίς ανάσα, ανάσαιναν τους καπνούς –καημούς, αναστεναγμούς του πάσχοντος εσταυρωμένου θεού, που γέμισαν το θέατρο. Το σκηνικό ήταν λιτό αλλά υπαινικτικό. Ο ήρωας στο κέντρο και στα πλαϊνά πεύκα οι σκιές του. Αντί για τη λόγχη στο πλευρό έχει έναν γύπα στο συκώτι και η φωνή του βγαλμένη από τα έγκατα του αδικημένου είναι του, ακούγεται σαν να είναι το ίδιο το αιώνιο βουνό που ουρλιάζει και στέλνει το μήνυμα του πάθους του στους αιώνες. Κουρελιασμένος, βασανισμένος, αλυσοδεμένος, άθλιο σαρκίο αλλά αντιστεκόμενο, με το πρόσωπό του γυμνό. Φωνή εξωανθρώπινη και εξωθεϊκή.
Τα άλλα πρόσωπα, με τους χαλινούς ή τα ραβδιά της εξουσίας στα χέρια, με τις κυνόμορφες μάσκες, κέρβεροι, όργανα με στυλιζαρισμένη απάνθρωπη δυσκαμψία, με μηχανικό λόγο υπηρέτησαν σωστά την σημαίνουσα ιδέα.
Ευχάριστη ανάπαυλα στο μαρτύριο, ο χορός των Ωκεανίδων∙ η φιγούρα, η κίνηση τα κοστούμια τους, έφεραν στην ορχήστρα το ωκεάνιο πνεύμα τους. Γενικώς όλοι οι συντελεστές της παράστασης, ο ξεχωριστός πια Γιάννης Στάνκογλου (Προμηθέας), Άρης Μπινιάρης (Κράτος), Κωνσταντίνος Γεωργαλής (Βία), Δαυίδ Μαλτέζε (Ήφαιστος), Αλέκος Συσσοβίτης (Ωκεανός), Ιωάννης Παπαζήσης (Ερμής), και ο Χορός ήταν εξαιρετικοί στους ρόλους τους. Πρωτότυπη παρουσία ήταν αυτή της Ηρώς Μπέζου που με τα ξυλοπόδαρά της υποδύθηκε την πάσχουσα Ιώ-αγελάδα, άρτια καθοδηγημένη από τον σκηνοθέτη.
Η σκηνοθεσία, είπαμε ήδη, του Άρη Μπινιάρη, η μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα, η μουσική καθοδηγημένη από τα νοήματα του Φώτη Σιώτα, τα αφαιρετικά αλλά και υπαινικτικά σκηνικά της Μαγδαληνής Αυγερινού, τα ευφυή κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα, ο Σχεδιασμός του φωτισμού με την αξιοποίηση του φυσικού τοπίου και των φωτοσκιάσεων πάνω στα πεύκα του Αλέκου Αναστασίου, οι χορογραφίες της Εύης Οικονόμου. Σε όλους τους συντελεστές και στους βοηθούς, συγχαρητήρια. Δεν ήταν τυχαία τα πόσα «μπράβο» φώναξε ο κόσμος, πόσες φορές επανέφεραν τον θίασο και τους συντελεστές στη σκηνή, το πόσο ο Στάνκογλου και όλοι οι άλλοι θα πρέπει να ένιωσαν ότι πρόκειται για μια ιστορία πάντα επίκαιρη «που μπορεί να ακουστεί ως σκοτεινό σχόλιο για το παρόν ή ως φωτεινή ελπίδα για το μέλλον» (από το Πρόγραμμα του Φεστιβάλ).
Ο Προμηθέας έγινε πρότυπο για πολλούς άλλους κινηματογραφικούς και θεατρικούς ήρωες, πράγμα που επιβεβαιώνει την αλήθεια του αρχαίου μύθου, ο οποίος μεταμφιέζεται κάθε φορά που το επιβάλει η Ανάγκη και αποδεικνύει την εκάστοτε επικαιρότητά του.