Ο τίτλος του βιβλίου του Ιάπωνα Ρυουνόσουκε Ακουτάγκαβα (1892-1929), Βίος και Πολιτεία ενός ηλιθίου, μας οδηγεί κατευθείαν σε δύο πολύ μεγάλα έργα με διεθνή αναγνώριση. Το πρώτο μέρος του τίτλου στο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη (1883-1957) Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946) και το δεύτερο, μας πάει βορειότερα στη χιονισμένη Ρωσία και στον πρίγκιπα Μίσκιν, ήτοι στον Ηλίθιο (1869) του Φιοντόρ Ντοστογέφσκι (1821-1881). Λαμβανομένων υπ’ όψιν των χρόνων συγγραφής των έργων, ο μεν Καζαντζάκης αποκλείεται να έχει επηρεάσει τον Ακουτάγκαβα, ο Ντοστογέφσκι όμως καθόλου δεν αποκλείεται. Και πράγματι, ήταν είκοσι χρονών ο Ακουτάγκαβα, όταν σκαρφαλωμένος στη σκάλα ενός βιβλιοπωλείου, έψαχνε τα ονόματα στις ράχες των βιβλίων. Όπως προκύπτει από το πλούσιο Επίμετρο του βιβλίου, είχε διαβάσει σχεδόν όλη την ευρωπαϊκή λογοτεχνία: Μωπασάν, Μποντλέρ, Στρίμπεργκ, Ίψεν, Σόου, Τολστόι, Ντοστογέφσκι, Νίτσε, Βερλαίν, αδελφούς Γκονκούρ, Χάουπτμαν, Φλωμπέρ και άλλους. Το συμπέρασμά του: Η ζωή δεν αξίζει ούτε έναν στίχο του Μποντλέρ. Αλήθεια ή ψέματα, ποιος ξέρει; Πάντως στα πενήντα ένα κείμενα , μικρά και μεγάλα, του βιβλίου, θα βρούμε στοιχεία που θα μας δείξουν την επίδραση που έχει υποστεί από την Ευρώπη, τον Γκαίτε που θεωρούσε «μεγαλύτερο ποιητή από τον Χριστό» και για τον Μαγικό αυλό του Μότσαρτ που τον γοήτευε.
Η ζωή του περίεργη. Η μητέρα του ήταν τρελή. Όλη μέρα κάπνιζε αμίλητη. Ο ίδιος, άριστος μαθητής, παρακολουθούσε θέατρο, έγραψε το πρώτο του χαϊκού στα εννέα του χρόνια, έπαιρνε μαθήματα κινεζικών και καλλιγραφίας. Στα έντεκα χρόνια του έχασε τη μητέρα του. Ο πατέρας του παντρεύτηκε την αδελφή της, τη θεία Φούγιου και έγινε γιος της. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο, έγινε δάσκαλος, η μία αδελφή του πέθανε πριν αυτός γεννηθεί, η άλλη σε μικρή ηλικία και ο πατέρας του αργότερα. Κάτω από την πολυκαιρισμένη ταφόπλακα αναρωτήθηκε ποιος από τους τρεις νεκρούς ήταν ο πιο τυχερός.
Οι ιστορίες του όλες υπερβαίνουν τα όρια του λογικού, έχουν κάτι από το περίεργο και μεταφυσικό, κάτι το λογικό αλλά ανατριχιαστικό, μεταξύ ονείρου, πραγματικότητας και διανοητικής παράκρουσης.
Παραδείγματα:
Στο «Ρασόμον» (έγινε ταινία από τον Ακίρα Κουροσάβα), στην απώτερη πύλη του κάστρου, στα νότια της κατεστραμμένης πόλης του Κιότο, έριχναν τα νεκρά πτώματα. Εκεί συναντήθηκε ένας άντρας με μια ηλικιωμένη γυναίκα. Ο άντρας που πρόσφατα απολύθηκε από τη δουλειά του, σκέφτεται να πεθάνει ή να γίνει κλέφτης για να επιβιώσει. Ανεβαίνει στον επάνω όροφο ενός σπιτιού και βρίσκει μια γυναίκα να κλέβει τα μαλλιά από το νεκρό σώμα μιας άλλης, με τα οποία κάνει περούκες για να επιβιώσει. Η πεθαμένη, με τη σειρά της, εξαπατούσε ανθρώπους πουλώντας φίδια λέγοντας ότι ήταν ψάρια, για να καταλήξει πως καμιά απάτη δεν είναι κατακριτέα προκειμένου κανείς να επιβιώσει. Οπότε και ο άντρας θα της αρπάξει τη ρόμπα και θα εξαφανιστεί, για να μην πεθάνει από το κρύο.
«Στο σύσκιο με τα μπαμπού», ένας δολοφονημένος άνδρας σε ένα άλσος φέρνει τους πολίτες του Κυότο στον Υψηλότατο Ανακριτή για να καταθέσουν ποιος είναι και τι ξέρουν για το φονικό. Καθενός η κατάθεση είναι διαφορετική από του άλλου, κάθε αλήθεια παραπλήσια της αλήθειας του άλλου, αλλά ποια είναι η αλήθεια; Ποιος είναι ο άντρας, ποιος είναι ο θύτης, ποιος ο ρόλος της γυναίκας του, ποιος του ληστή; Τι είπε ο ιερέας, τι ο αστυφύλακας, τι η ηλικιωμένη γυναίκα; Ωστόσο, πιο πειστική φαίνεται η κατάθεση του πνεύματος του νεκρού, ο οποίος ως σαμουράι έκανε αυτό που έλεγε η στραπατσαρισμένη τιμή του. Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε είπε ο Πιραντέλο, σε ανάλογη πολυπρισματική αλήθεια, αλλά εκεί νεκρός δεν υπήρχε.
Στο διήγημα «Η μύτη», ο Νάιγκου Ζέντσι είναι ένας βουδιστής ιερέας που έχει χαμηλή αυτοπεποίθηση, λόγω της τεράστιας μύτης του. Υποβάλλεται σε θεραπεία για να συρρικνωθεί, ενώ οι γύρω του τον γελοιοποιούν ακόμη περισσότερο με την κανονική μύτη παρά με τη μεγάλη. Προς ανακούφισή του, η τεράστια μύτη του μεγαλώνει ξανά και η αυτοπεποίθησή του επανέρχεται. Το διήγημα μας θυμίζει το ομώνυμο έργο του Νικολάι Γκόγκολ – Η μύτη-, όπως και τον Συρανό ντε Μπερζεράκ του Εντμόν Ροστάν. Μύτη υπερηφάνειας, ικανότητας, εξουσίας, ανδρισμού, αυτοπεποίθησης; Όλα παίζονται.
Στο διήγημα «Ο δράκος», ο Έιν είναι ένας βουδιστής μοναχός, ο οποίος, όπως και ο Νάιγκου Ζέντσι, έχει και αυτός μια τεράστια μύτη, κερδίζοντας το παρατσούκλι «Αποθηκομύτης» ή «Φύλαξ των αποθηκών της Αυτού Μεγαλειότητας». Για να επιστρέψει στην πόλη που τον γελοιοποιεί, κάνει μια φάρσα. Τοποθετεί μία πινακίδα κοντά στη λίμνη Σαρούσαβα, δηλώνοντας ότι ένας δράκος θα βγει από τη λίμνη σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία. Όλη η πόλη συγκεντρώνεται να δει τον δράκο, οποίος πράγματι βγαίνει από τη λίμνη για να πετάξει προς στον ουρανό.
«Ο ιστός της αράχνης» θα κάνει τον Καντάτα, κλέφτη και δολοφόνο, να υποφέρει στην Κόλαση. Ο Βούδας αποφασίζει να του δώσει μια ευκαιρία να ξεφύγει από την Κόλαση, βασισμένη σε μια καλή πράξη που έκανε εν ζωή, να αρνηθεί να σκοντάψει πάνω σε μια αράχνη. Ο Καντάτα προσπαθεί να ανέβει από τη λίμνη του αίματος, που είναι βουτηγμένος στα τάρταρα και να ατενίσει τον ουρανό, πιάνοντας τον ιστό μίας αράχνης, αλλά όταν είδε και άλλους αμαρτωλούς που προσπαθούσαν να κάνουν το ίδιο, άρχιζε να τους φωνάζει ότι ο ιστός θα σπάσει και ότι είναι δικός του και μόνο δικός του. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή το νήμα σπάει και πέφτει πίσω στην Κόλαση. Κι’ έτσι απέτυχε να κερδίσει τη συμπόνια του Βούδα. Και ο κλέφτης και δολοφόνος παρέμεινε αυτό που ήταν στη φύση του.
«Οι περιπέτειες μιας καταπιπτούσης κεφαλής». Ο Ξιάο-Ερ είναι ένας κινέζος πολεμιστής στον Κινεζοϊαπωνικό πόλεμο που δέχεται βαθιά πληγή στο λαιμό. Πιστεύοντας πως πεθαίνει, γραπώνεται από το άλογό του και τρέχει μακριά από τη μάχη, αλλά μπερδεύεται στα κλαδιά των δέντρων και πέφτει στη λάσπη. Αναλογιζόμενος τη μοίρα του ορκίζεται πως αν γλυτώσει το θάνατο θα κάνει τα πάντα για να επανορθώσει τα λάθη του παρελθόντος. Αντί γι’ αυτό όμως επιδίδεται στην ασωτία. Επειδή ο Ξιάο-Ερ δεν σεβάστηκε την δεύτερη ευκαιρία που του δόθηκε έχασε σε έναν καυγά το κεφάλι του, αυτή τη φορά και οριστικά.
Εκείνο που εισπράττει ο αναγνώστης από το βιβλίο του Ρυουνόσουκε Ακουτάγκαβα, Βίος και Πολιτεία ενός ηλιθίου, είναι ότι ο Ιάπωνας συγγραφέας, πατέρας της διηγηματογραφίας, ανήκει στους μοντερνιστές και έργα του έχουν συμπεριληφθεί στα σχολικά εγχειρίδια.
Η Αγγελική Κορρέ, στο εμπεριστατωμένο Επίμετρο και στις Σημειώσεις της, μας παραδίδει ένα αξιόλογο ερμηνευτικό, συνοδευτικό, επεξηγηματικό υλικό, όπου ανάμεσα σε άλλα μας διαβάζουμε ότι «Η τέχνη του καιρού της ειρήνης είναι ένα υποκατάστατο της πατρότητας», ότι αξιοποιεί τους μύθους του Μεσαίωνα, ότι η διηγηματογραφία του είναι ένα σύνολο γκροτέσκων παραμυθιών, ότι χρησιμοποιεί το «κακό», αλλά διαφοροποιείται από τους Ευρωπαίους «ώστε να θεωρείται ακόμα αγεωγράφητος», ότι τα παραμύθια του ισορροπούν μεταξύ τέχνης και φρίκης, ότι ο θάνατος στη διηγηματογραφία του δεν είναι ο θάνατος του Θεού, αλλά του ανθρώπου, ότι το έργο είναι αυτοβιογραφικό, αν και η θεωρία της Λογοτεχνίας δεν θέλει να συγχέει τη ζωή με το έργο. Όμως, ποιο έργο έγινε ερήμην της ζωής του γράφοντος;
Ο Ακουτάγκαβα έπαιζε με την ιδέα της αυτοχειρίας και, τελικά, την πραγματοποίησε, με ισχυρή δόση χαπιών Βερονάλ, στα τριάντα πέντε του χρόνια. Η ενδιαφέρουσα και ιδιαίτερη γραφή του μας προσφέρεται στην ωραία μετάφραση της Αγγελικής Κορρέ.