ΥΠΕΡΗΦΑΝΟΙ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΜΟΥ στο ωραίο σπίτι που ετοίμασαν για εξοχικό, είχαν καταθέσει σ’ αυτό όλες τις οικονομίες τους, το μεράκι και το κέφι τους, στέκονταν, το κοίταζαν, το θαύμαζαν και έλεγαν πάλι και πάλι «σαν καράβι είναι!». Εγώ έκανα μια γκριμάτσα γέλιου και κατάπινα με συγκατάβαση την υπερβολή τους, αμάν πια, «σαν καράβι είναι…».
Και τα χρόνια πέρασαν. Ούτε που μπορώ να το χωνέψω πως από το τιμόνι του καραβιού λείπει ο καπετάνιος∙ συνήθιζε ο πατέρας μου να φοράει ένα ναυτικό κασκέτο που ακόμα το φυλάω μαζί με άλλα πράγματα δικά του. Λείπει και η καπετάνισσα-μητέρα μου που της άρεσε πολύ το γαλάζιο της θάλασσας και του ουρανού. Και εκείνης έχω φυλάξει τα ανάλογα.
Σήμερα, 24 Ιουλίου, καίγεται ο τόπος από τους 40 βαθμούς θερμοκρασία, το σπίτι μέσα είναι σάουνα γι’ αυτό έχω ανάψει το αιρ κοντίσιον, το οποίο, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, σήμερα, κάνει έναν θόρυβο σαν καράβι. Εγώ βέβαια είμαι ακόμα στο μπαλκόνι, όπου φυσάει ένα ωραίο λεπτό αεράκι και όπως ακούω τον θόρυβο και απολαμβάνω τη δροσιά, λέω: «σήμερα νιώθω σαν σε καράβι».
Τα χρόνια της ωραίας νιότης συνηθίζαμε να πηγαίνουμε στη Λέρο, όπου ο γαμπρός μου και η αδελφή μου έχουν ένα σπίτι –καράβι, ψηλά, πάνω σε λόφο και έναν παραδείσιο κήπο γεμάτο από τριανταφυλλιές, πικροδάφνες, μιμόζες και άλλα μικρά και πανύψηλα πια δέντρα. Αυτός ο κήπος κατηφορίζει στη θάλασσα κι εμείς από τα μπαλκόνια παρακολουθούσαμε τα πλοία που περνούσαν, τις ψαρόβαρκες, τις τράτες, τα εξωλέμβια, τα φουσκωτά και τα χαιρετούσαμε. Απολαμβάναμε το νυχτολούλουδο και το φυλλόδεντρο που εφημερεύει, όπως λέει ο ποιητής (ο Ελύτης) και δίνει διάρκεια στη μαγική αμβροσίοδμη νύχτα που λέει ο άλλος ποιητής (ο Κάλβος) Το ντού-ντούκου μηχανάκι μας ειδοποιούσε ότι κάποια μηχαχανότρατα έκανε σερενάτα στις τσιπούρες και στα λαβράκια.
Να μην πω πόσο κρύο δαιμονισμένο κάνει στην καμπίνα τα τελευταία χρόνια, λόγω του κλιματισμού… Ανατροπή των καιρικών συνθηκών. Αλαζονεία. Στην αρχή όλοι αγναντεύαμε το πέλαγο και καμιά φορά συναντούσαμε και τα δελφίνια να κάνουν βουτιές στο πλάι μας. Όσο όμως η ώρα περνούσε και σουρούπωνε, άρχιζε ο πρόλογος στη μαγεία που υποδαύλιζε το σκοτάδι, αλλά και το κρύο, οπότε όλοι αποσύρονταν σιγά σιγά στις καμπίνες τους και τα πράγματα ηρεμούσαν στο κατάστρωμα – όλοι κοιμούνται πάνω στο καράβι, που λέει ένας άλλος ποιητής (Γιώργος Βέης)… Σε λίγες ώρες, και πριν καλά καλά ξημερώσει, άρχιζαν πάλι τα σούρτα φέρτα, ενώ το προσωπικό ετοιμαζόταν για την άφιξη και την αποβίβαση.
Μόλις μπαίναμε στο παραδείσιο σπίτι, αφήναμε τις βαλίτσες κάτω και βγαίναμε στο μπαλκόνι να δούμε το λαμπρό φως του ήλιου να πέφτει στο πέλαγο και τη νύχτα να αποσύρεται στη ξεροψημένη γη. Κατακόκκινος, φλογάτος, ηγεμονικός εκείνος στην ανατολή του και τα περιγράμματα, βουνά και ξερονήσια να παίρνουν σχήμα και μορφή… Η θάλασσα, ο ήλιος, τα ξερονήσια, τα πάσης φύσεως πλεούμενα – στη θέση τους…
ΑΥΤΗ Η ΜΑΓΙΚΗ ΝΥΧΤΑ, η οποία στην ουσία ήταν πέντε περίπου ωρών, πρωτόγνωρη εμπειρία που επαναλαμβανόταν κάθε καλοκαίρι κι ας μην ήταν πια πρωτόγνωρη, είναι μια αίσθηση που την κρατάω στη μνήμη καταγεγραμμένη σαν δείγμα παραδείσου. Ανήκει σ’ αυτά που δεν ξαναγίνονται πλέον…
Ακόμα και για τα κοντινά ταξίδια, ας πούμε μέχρι την Αίγινα, δεν θέλω να μπω στο σαλόνι με τις αναπαυτικές πολυθρόνες… Θέλω να είμαι έξω και να βλέπω τη θάλασσα με τους αφρούς της, τις γοργόνες και τους μάγκες. Δεν θα ξεχάσω την πρώτη εντύπωση, επιστρέφοντας από το νησί του Διονυσίου Σολωμού, του Ανδρέα Κάλβου και της όμορφης νύφης μου, το κάστρο της Γλαρέντζας και της Ιζαμπώς, καθώς πλησιάζαμε την πελοποννησιακή ακτή. Από μακριά μού φάνηκε σαν μέσα σε δίσκο και ναι, έτσι ήταν∙ πλάτωμα αλλά υπερυψωμένο, σαν κομψοτέχνημα… Δεν το ξαναείδα έτσι ποτέ ξανά, αν και έκανα πάλι και πάλι αυτό το ταξίδι, οπότε κατέληξα πως τα μάτια θαυματουργούνται όταν η φύση το θέλει, όχι όταν εγώ πάω γυρεύοντας…
Η ΩΡΑ ΕΙΝΑΙ 12.25΄ . Μπήκαμε στην 25η Ιουλίου. Ο αέρας εξακολουθεί να φυσάει. Το αιρ κοντίσιον εξακολουθεί να θορυβεί σαν μηχανή που ταξιδεύει στη θάλασσα. Ναι, σήμερα το σπίτι είναι σαν καράβι. Οι γονείς μου είχαν δει εκείνο που εγώ άργησα να νιώσω. Το καράβι ταξιδεύει στο χρόνο, οι καπεταναίοι και οι επιβάτες αλλάζουν. Δεν θέλω να μπω μέσα, μέσα στο σπίτι -κουτί, στο σεντούκι, που λέει ο Σεφέρης, θέλω να μείνω στο μπαλκόνι, στο κατάστρωμα. Το σκοτάδι είναι πηχτό, η ησυχία απόλυτη. Στο απέναντι βουνό κάτι φώτα με ειδοποιούν ότι υπάρχουν και εκεί καράβια… Από τα αριστερά μου απλώνεται ο Σαρωνικός. Φώτα πολλά, πάρα πολλά. Ε! έχει και εκεί καράβια σίγουρα … Παραμένω στήνοντας αφτί στο παρελθόν. Μια τέτοια νύχτα εκεί, απέναντι, στη Βουλιαγμένη έγινε εκείνο το πάρτι… Ούτε κι εκείνο ξαναγίνεται. Όσοι πήγαν δεν το ξεχνούν κι όσοι δεν πήγαν όπως εγώ, το ονειρεύονται…
Πάμε μια βόλτα στη Βουλιαγμένη είναι η νύχτα ζεστή…
Σε ακούω, Λουκιανέ, είμαι στο μπαλκόνι και εδώ θα παραμείνω, όσο για το κουτί, θα μπω στο τέλος, αλλά όχι ακόμα…
Θα μπω στο κουτί ή στο σεντούκι… Στο νου μου κάνει ντου ο Νίκος Εγγονόπουλος :
κι είμ’ ο Μινώταυρος /μες στο σεντούκι/μες στο σεντόνι/μες στο σεντέφι («Ζει ο Μέγας Αλέξανδρος;»).
Σεντούκι λοιπόν και ο Λαβύρινθος, και το σεντόνι, για τον εγκεκορδυλημένον και μπερδεμένο μέσα σ’ αυτό. Με ένα σεντόνι σκεπάζουν το νεκρό μέχρι να ’ρθουν να τον σηκώσουν, αλλά και το μαργαριτάρι μέσα στο σεντέφι γεννιέται, λίκνο και φέρετρο, μαζί.
ΚΑΙ ΠΗΓΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ… Ε! πόσα σεντούκια, άσπρα γυαλιστερά, μαύρα και καφετιά, απλά παραδοσιακά και μοντέρνα, με κλειδαριές, έτοιμα για το ταξίδι κοντινό ή μακρινό, γεμάτα από τους θησαυρούς που μπορεί να κρύβει στο σεντούκι της η καρδιά του καλλιτέχνη Καθηγητή της Ιστορίας της Τέχνης.
Θυμάμαι και το «μπαούλο» του Καρυωτάκη, όλη η προσωπική κινητή περιουσία του μέσα σ’ ένα μπαούλο για τις μεταθέσεις από πόλη σε πόλη… Υπάρχει και το μπαούλο της γιαγιάς όπου φύλαγε τα πολύτιμα, καλυμμένο πάντα με ένα ολοκέντητο κομψό χράμι –όχι υποχρεωτικά από μαλλί- η βενετσιάνικη λουστραρισμένη κασέλα με την μαρκετερί, υπάρχει και η κασέλα η παραδοσιακή, λαογραφικά σκαλισμένη… Σε μια τέτοια επάνω έγειρα κάποτε κι αποκοιμήθηκα, κατάκοπη από το ταξίδι στο σπίτι ενός θείου –παιδάκι 12 χρονών- κι άκουσα τη φωνή της μαμάς μου: κουράστηκε φαίνεται…
Τι βάζουμε συνήθως σε ένα σεντούκι; Τα παλιά πράγματα αξίας και «άχρηστα» πια. Παλιά φορέματα, νυφικά, δαντέλες… Ο Εγγονόπουλος στο ποίημα «Μερκούριος Μπούας» ανοίγει το καπάκι και βγάζει: Lettere d’amore, κάτι βελούδα, κάτι άλλα κουρέλια κι ένα πτώμα καλώς διατηρημένο με λαμπερά μαλλιά και νύχια. Έχω ακατέλυτα μαλλιά και νύχια, λέει ο Σεφέρης, άρα σημαίνει πως είμαι, ας πούμε, άφθαρτος! Άρα το πτώμα είναι ολοζώντανο; Τι θέλει να πει ο ποιητής; και μη μου πείτε αυτά που έλεγαν οι «αργόσχολοι γραφιάδες», αυτοί που «είθισται να δολοφονούν τους ποιητάς». Α! μην ξεχνάμε πως ένα καλά διατηρημένο πτώμα βρήκαν οι Κυνηγοί του Θόδωρου Αγγελόπουλου στην ομώνυμη ταινία. Έ! Κάτι σημαίνει αυτό κι ο Θόδωρος και Νίκος καλά το γνωρίζουν.
Νεόνυμφη στο νέο της σπίτι και στα μάτια του συμπεθερικού, γονάτισε, άνοιξε την κασέλα και άρχισε να στρώνει με τα χέρια της τα σεντόνια, τις δαντέλες, τα λευκά … και ποιος δίνει σημασία σήμερα σ’ αυτά; Αυτές που ’ταχαν, κρυμμένα, θαμμένα στην κασέλα τα είχαν, για να πάνε αμεταχείριστα από γενιά σε γενιά και να καταλήξουν σήμερα πλάι στον κάδο… αν δεν είναι ήδη μέσα, μαζί με τα οργανικά και απολαμβάνει η ευγένειά τους τη σήψη από τις πατατόφλουδες, μπανανόφλουδες, καρπουζόφλουδες, φλούδες γενικώς και φρούδες φιλοδοξίες…
ΕΊΝΑΙ ΉΔΗ ΑΡΓΑ, αλλά εγώ γράφω ακόμα. Μια πεταλούδα πέταξε πάνω από το κεφάλι μου … Την έδιωξα με το χέρι και σε λίγο να την πάλι… Η Μαρία Νεφέλη μιλάει για μια νυχτερίδα που μπερδεύεται στα μαλλιά της. Μια άλλη στα μαλλιά της Όλγας Τουρνάκη, στην Επίδαυρο που έπαιζε Κλυταιμνήστρα. Μια Τρίτη στον «Βασιλιά της Ασίνης» του Σεφέρη… Ε, δεν θέλει και πολύ ένας άνθρωπος για να γίνει προληπτικός!
Φτάνουμε στο τέλος του ταξιδιού, όλα τελειώνουν κάποτε, αυτά που υπήρξαν, γιατί μόνο «ό,τι δεν έχει συμβεί ποτέ και πουθενά, αυτό μόνο ποτέ δεν τελειώνει», μας παρηγορεί ο Σίλλερ.
Ξημερώνοντας 25 Ιουλίου 2022