You are currently viewing    Ανθούλα Δανιήλ: Σαν βασιλική δρυς

   Ανθούλα Δανιήλ: Σαν βασιλική δρυς

        Σαν βασιλική δρυς είναι η μία από τις λεμονιές του κήπου της πολυκατοικίας που μένω. Μάλιστα, είχε τόσο πολύ ψηλώσει που δεν μπορούσες να φτάσεις τα λεμόνια της από κάτω αλλά  από το μπαλκόνι. Ωστόσο, ο κανόνας λέει πως το δέντρο πρέπει να κλαδευτεί. Δυο φορτηγά κλαδιά έκλαιγαν στο πεζοδρόμιο. Κι εγώ, που καθόλου δεν μου αρέσει να κλαδεύουν τα δέντρα, θρηνώ. Όταν ήμουν μικρή, ο πατέρας μου μας έπαιρνε και τα τρία παιδιά και μας πήγαινε στον κουρέα, όχι στο κομμωτήριο, στον κουρέα και μας κούρευε με την ψιλή, για να δυναμώσουν τα μαλλιά μας.  Θυμάμαι στον καθρέφτη το πρόσωπό μου γεμάτο κομμένα μαλλιά και δάκρυα. Έκτοτε μισώ και τα κουρεία και τα κομμωτήρια. Τέλος πάντων … Η βασιλική λεμονιά μας, σε ένδειξη διαμαρτυρίας,  έχει δυο χρόνια να κάνει λεμόνια, διότι ο κουρέας της δεν την κούρεψε, αλλά τη στείρωσε, από το πολύ κούρεμα. Λοιπόν, «χρειαζόταν τέτοιο κούρεμα, κύριε κηπουρέ;». Και όσο και αν φαίνεται αυτό αφέλεια, ερωτώ: μετά το «καλό» κούρεμα δεν έπρεπε να φουντώσει και να γεμίσει καρπό. Και να σκεφτεί κανείς ότι έκανε κάτι λεμόνια σαν μικρά πεπόνια.

Στο εξοχικό μου έχω απ’ όλα, έχω και λεμονιές. Όλοι με συμβουλεύουν να τις κλαδέψω για να ανασάνουν. Έχω και μια πασχαλιά που έχει κατακυριαρχήσει στην αυλή. Έχει ξεπεράσει τον πάνω όροφο. Το σπίτι όλο βρίσκεται υπό την βασιλικήν πασχαλιάν. Ε, και  τι συμβουλές ακούω  από τους γείτονες: «κόφ’ την»,  «βγά’ την», «βάλε μια βανίλια εκεί, να είναι κοντή και ναν καρπό γεμάτη». Στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα, εγώ απολαμβάνω την πασχαλιά μου που είναι τόσο όμορφη και από όλα τα μπαλκόνια τα κλαδιά της έρχονται και μου χτυπούν τα πορτοπαράθυρα σαν μικρός βοριάς. Τα μωβ λουλουδάκια της το Πάσχα μοσχομυρίζουν… ενώ όλοι οι καλοί άνθρωποι της γειτονιά –χωρίς όσφρηση, όραση και αφή- μου λένε «κοφ’ την».

Μα πώς να τους το εξηγήσω ότι αισθάνομαι σαν να αυτοχειριάζομαι; Πριν από χρόνια κόψαμε μια λεμονιά γιατί είχε ετούτο, εκείνο και το άλλο. Τη θρήνησα σαν άνθρωπο. Λίγα χρόνια μετά παρουσίασε τα ίδια συμπτώματα και η άλληˑ κορφοξέρα, φυλλοξέρα, κολοκυθοξέρα. Όχι, μην την πειράξει κανείς, φώναξα.  Ό,τι και να ’χει, εκεί θα μείνει μέχρι τελικής πτώσεως. Πάνε πάνω από δεκαπέντε χρόνια, η εικόνα της δεν άλλαξε καθόλου και τα κλαδιά της γεμάτα φύλλα και λεμόνια λυγίζουν από το βάρος. Διέψευσε όλους του προφήτες και δικαίωσε εμένα, γιατί η δρυάς που κοιμάται στο κορμάκι της έχει όλη μου την υποστήριξη. Το αγαπημένο μου ξωτικό με ανταμείβει με την μυρωδίαν των χρυσών κίτρων –με παρέσυρε ο Κάλβος-  λεμονιών και λεμονανθών της, ήθελα να πω.    

Αθήνα –Κόρινθο έκανα παράκαμψη και επιστρέφω: Ξαναβγαίνω στο δρόμο, προσπερνάω την μεγάλη μουριά που λέγαμε και πάω για το πάρκο. Άλλα κλαδιά εκεί. Φρεσκοκομμένα. Το γκαζόν φρεσκοκομμένο, επίσης. Μύρισε ο τόπος χορτάρι. Στο πολεμικό μουσείο τα ίδια, όλη η πρασιά σαν νεοσύλλεκτος, φαντάρος, κουρεμένος εν χρω. Ωραίο, χορταρομυρωδάτο όμως.

Κατέβηκα στην πλατεία Κάνιγγος. Το παράπονό μου είναι ότι αυτός ο Άγγλος φιλέλληνας  δεν φαίνεται εκεί που είναι. Πρέπει να ξέρεις ότι είναι εκεί για να τον δεις. Πήγα κοντά και είδα τον ανδριάντα τουˑ διάβασα :

              GEORGE CANNING

                  1770-1827

              Walter Reginald

                 Basil Long

                 1918-1941

ΤΡΙΣΕΓΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΝΙΓΚ ΕΠΕΣΕΝ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ.

 Παρατήρησα το μάρμαρο. Κάποιος με καλέμι έχει προσπαθήσει να το σπάσει, αλλά μόνο κάτι επιφανειακές τρύπες κατάφερε να κάνει.  Πολλές όμως. Μια, ανάμεσα στα δυο   NN, στην καρδιά του  επωνύμου, μοιάζει σαν ρηχή χούφτα,  σαν φωλιά, σαν πανσές  που στο πάνω μέρος της έχει ένα τριαντάφυλλο. Το άνθος τείνει να κρυφτεί στο μάρμαρο∙  Άνθη της πέτρας, θυμήθηκα τον Σεφέρη. Αντί για κοτσάνι έχει μια κόκκινη κάθετη γραμμή που μοιάζει με αίμα. Κάποιος πέταξε κόκκινες μπογιές και έχει λερώσει τον μανδύα του αγάλματος, τα πόδια του Κάνιγκ και κάτω, τη βάση του μνημείου. Όμως, εκείνη η λεπτή, σαν κοτσάνι, γραμμή ολοκληρώνει την αθέλητη σύνθεση. Ο βέβηλος, χωρίς να θέλει, έστησε μνημείο εν μνημείω.

Θυμήθηκα πάλι τον Σεφέρη «στο στήθος μου η πληγή ανοίγει πάλι», αλλά και «Ας έρθει να με κοιμηθεί όποιος θέλει, μήπως δεν είμαι η θάλασσα;», σαν να λέμε, δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα, δεν μπορεί να με εξαντλήσεις. Αρχαίο ανέκδοτο: Σωκράτη κάποιος στην Αγορά σε κακολογούσε… Και ο Σωκράτης απάντησε: όταν δεν είμαι εκεί του επιτρέπω και να με δέρνει… και ο Σαββόπουλος: δεν ήμουν εκεί… χτύπαε τον αέρα… τον συγχωρώ…!!!

Για τον τρισεγγονό, Walter Reginald, είκοσι δύο χρονών παιδί που έπεσε υπέρ της Ελλάδος, το 1941, ελάχιστα μόνο βρήκα. 

Ο ανθυπολοχαγός Walter Reginald Basil Long, γεννήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 1918 στο Κενσιγκτον του Λονδίνου.  Ήταν γιος του Richard Eric Onslow Long,   3ου υποκόμη και της  Gwendolyn Hague Cook. Πέθανε  στα 22 του χρόνια στην Ελλάδα,  πνίγηκε εν ώρα υπηρεσίας.  Κέρδισε τον βαθμό του ανθυπολοχαγού στο Βασιλικό Πυροβολικό   στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

 Και ανεβαίνω προς τα πάνω.  Φτάνω στο Κολωνάκι. Το όνομά του το πήρε, λένε, από ένα κολωνάκι. Τέτοια κολωνάκια υπάρχουν δύο στην Αθήνα. Το ένα κοντά στο Ηρώδειο, το άλλο στην πλατεία Κολωνακίου. Λέγονται κολώνες περιάροσης. Οι κάτοικοι των Αθηνών με δυο δίδυμα δαμάλια περιτρέχουν την πόλη, σε ένα σημείο ανοίγουν τρύπα στη γη και τα θυσιάζουν. Θάβουν τα ζώα εκεί και από πάνω, σαν σφραγίδα, βάζουν ένα κολωνάκι. Τέτοιο πρέπει να είναι και της πλατείας και έρχεται από το μακρινό 1789. Οι Γάλλοι διεκδικούν την ελευθερία τους και οι τουρκοκρατούμενοι Έλληνες κάνουν ξόρκια για να διώξουν τον λοιμό. Πιθανόν χολέρα.

Αλλά η Πλατεία έχει και άλλο όνομα: Μπιντές, λόγω σχήματος. Και ποιος θα το φανταζόταν πως μια τόσο αριστοκρατική πλατεία θα είχε τέτοιο όνομα. Ποιος θα το πίστευε ότι αυτό το σημείο της Αθήνας που το έλεγαν και έμοιαζε με μπιντέ, θα γινόταν η πιο αριστοκρατική περιοχή, με την έντονη παρουσία των καλλιτεχνών, οι οποίοι μετέβαλαν σε modus vivendi κάθε ιδιοτροπία τους, παραξενιά, τολμηρότητα, προκλητικότητα και την άλλη μέρα είδηση στις εφημερίδες.

Ο Μπιντές και άλλες ιστορίες είναι μια συλλογή διηγημάτων του Μάριου Χάκκα που προσέδωσε άλλη διάσταση στην Πλατεία, εκκινώντας από δικά του επαρχιώτικα μίζερα βιώματα. Ωστόσο, ο «Μπιντές» τον καθιέρωσε στον χώρο…

Εγώ νιώθω συγκίνηση με τα ονόματα των δρόμων, με τους τρεις Φιλικούς,  και τις προτομές τους, Ξάνθο, Σκουφά, Τσακάλωφ, με την Αναγνωστοπούλου, χωρίς προτομή, και τον αρχαίο Σόλωνα να γίνεται ο δίαυλος για να προεκταθεί το κέντρο, μέσω Σόλωνος,  στο αριστοκρατικό κέντρο.

Εκεί λοιπόν υπήρχε παλιά ένα καφε-ζαχαροπλαστείο με το όνομα Βυζάντιον. Εκεί έπιναν τον καφέ τους οι επιφανείς. Δεκαετία 50-60 ο Ελύτης, ο Γκάτσος, εκτός από του Λουμίδη που μάλλον είχε ατονήσει, ζωγράφοι –Φασιανός, Ακριθάκης, ο Χατζιδάκις, εκεί και ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο οποίος βεβαίως ήταν πάντα Κολωνακιώτης με διαμέρισμα στην Πατριάρχου Ιωακείμ. Και εκεί έκατσε κάποτε, ελθών εκ Παρισίων, και ο Αντρέ Μπρετόν. Και ο Ταχτσής εκεί. Εγώ όμως είχα ακούσει  ότι στο Βυζάντιον έπινε τον καφέ του ο Γεώργιος Παπανδρέου ο μετονομασθείς Γέρος της Δημοκρατίας, κατά το Γέρος του Μωριά.

Αλλά μια και ανέφερα τον Ταχτσή, θα επαναλάβω τη φράση του: «Εγώ πηγαίνω τώρα στη ζωή στον Ιλισσό να πιω τις σκέψεις μου πιο καθαρές». Σε ποιο σημείο άραγε, «έπινε» τις σκέψεις του τις πιο καθαρές;;; Εμένα με συμφέρει, εδώ πίσω από το Χίλτον, όπου ο Χατζιδάκις κατέβαζε τις δικές του, φρέσκιες από τον Υμηττό και από τραγούδι βουνό τις μετέτρεπε σε νεράκι στο τραγούδι Ιλισσό, όπως λεν τον ποταμό.

Αντιγράφω από πού δεν ξέρω… «Ο υλικός χαρακτήρας της εμπειρίας των αισθήσεων είναι η εγγύηση της αλήθειας τους». 

Πώς τα κατάφερα και ξαναγύρισα στον Ιλισσό; Μου έρχεται στο νου μια φράση από τον Ευπαλίνο του Βαλερύ, την οποία μεταφέρω, όπως τη θυμάμαι: εδώ στις όχθες του ποταμού που μας έριξε ο χρόνος… ή κάπως  έτσι.

                                                                  

 

 

 

 

                       

           

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.