Τα άτομα που δεν κοιμούνται καλά είναι λιγότερο ή περισσότερο ένοχα: Ποιο το φταίξιμό τους; Αναγκάζουν τη νύχτα να είναι παρούσα
(Μωρίς Μπλανσό)
Ο Σπύρος Μπρίκος είναι γιατρός. Προβεβλημένος, διακεκριμένος και επίλεκτος. Η ειδικότητά του σχετίζεται με τον Βελονισμό στην παραδοσιακή Κινεζική Ιατρική … Τούτο το αναφέρω γιατί νομίζω πως όπως ο Βελονισμός κεντάει τον πόνο (πολύ σχηματικά αναφέρω), έτσι και η μνήμη που όπου και να την αγγίξεις πονεί, όπως λέει και ο ποιητής, γιατί η γραφίδα όπως η βελόνα όπως κεντάει-βελονίζει και «περαπεύει» τη συνείδηση. Η πέννα που για τους παλαιότερους συγγραφείς άγγιζε την ύλη, το χαρτί αφού πρώτα είχε αγγίξει του μυαλού τ’ αυλάκια, λειτουργούσε κατά κάποιον τρόπο σαν τη βελόνα στις χαρακιές τους δίσκου, φέρνοντας πάλι και πάλι σαν ρεφραίν το όνειρο στο παρόν. Τίποτα δεν ξεχνιέται, απλώς βουλιάζει όπως λέει ο Σεφέρης (όπως είπε και τα παραπάνω). Και επειδή οι ευθύνες αρχίζουν από τα όνειρα αλλά τα όνειρα παραμένουν σε εκκρεμότητα μέσα στην πραγματικότητα, η κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνου ή μεταξύ ζωής και θανάτου ή η επιστροφή του αβραάμ λεσπέρ στη ζωή για να συνεχίσει ό,τι άφησε στη μέση, φαίνεται κατανοητή. Δεν είναι τυχαίο που ο υπερρεαλισμός βασίστηκε σ’ αυτό, διευρύνοντας το ενορατικό πεδίο και δίνοντας δυνατότητες στον δημιουργό να αυθαιρετήσει απέναντι στον ορθολογισμό της γραφής.
Ο συγγραφέας Σπύρος Μπρίκος έχει τη δική του υπερρεαλιστική μέθοδο, μυθική και ιστορική, σε αδιαίρετη σχέση, με αποτέλεσμα ένα πυκνό πλέγμα στοιχείων, υπαινιγμών, αναφορών, μύθων, όπου όλα τα στοιχεία, οποθενδήποτε προερχόμενα, συμβάλλουν στο τελικό αποτέλεσμα. Και τούτο σαν εμμονή του συγκεκριμένου συγγραφέα, αποδεικνύει ότι επειδή ο πόνος δεν θεραπεύεται και επειδή η πραγματικότητα δεν επαρκεί και επειδή η λογική είναι πολύ ορθολογιστική και επειδή μόνο στο όνειρο βρίσκει κανείς διέξοδο, μέσα στην «ίδια την παλιρροιακή δίνη της γραφής, στον τυφώνα της ιστορικής αναγκαιότητας και της εξέλιξης» καταφεύγει στον λεσπέρ.
Ήδη με τη φράση στα εισαγωγικά μας έδωσε τον τρόπο της γραφής του και την αιτία της. Μας προετοιμάζει για την είσοδο σε μία αφηγηματική ροή, η οποία θα υποστεί πολλές μεταλλάξεις για να προωθήσει το δικάιωμα του ονείρου και την εκδίκησή του σε έναν κόσμο που αρνείται τη δικαιοσύνη.
Το θέμα έχει ως εξής:
Στο βυθό της θάλασσας κάποιοι σφουγγαράδες ανασύρουν με τα δίχτυα τους ένα ορειχάλκινο άγαλμα ανδρός περίπου εικοσιπέντε ετών, με πολλές φθορές και αρχίζουν τις προσπάθειες καθαρισμού και απομάκρυνσης πλασμάτων που έχουν κολλήσει πάνω του
«στο ενδομήτριο της θαλάσσιας μητέρας, τυλιγμένος απ’ άκρη σ’ άκρη με σώμα σμέρνας ομφάλιο λώρο, αδύναμος να αναδυθεί […] Με αδέξιες κινήσεις απεγκλώβισαν τον κορμό […] ένα οξειδωμένο κομμάτι φλοιού στο στήθος μπροστά στην καρδιά, ένας ορειχάλκινος κρημνός ανθρώπινου δέρματος και μυών επέστρεφε πίσω στο νερό ακολουθώντας τη βαρύτητα […]. Το κεφάλι ανέβαινε τελευταίο και άθικτο, μα ανεστραμμένο, κοιτώντας ακόμη την πράσινη λεκάνη, στέρεα τοποθετημένο επάνω στους ώμους του. Από την κοιλότητα της μύτης έβγαιναν φυσαλίδες νερού, μια γραμμή αέρα που μετρούσε το μέγα βάθος […] Τον ξάπλωσαν ανάσκελα στη βάρκα. Τώρα που οι αχτίδες του ήλιου ανακλούσαν εξασθενημένες πάνω του, τα χρώματά του ζωντάνευαν πάλι. Άρχισε να ομορφαίνει…» να ξεχωρίζει από το περιβάλλον του, να τον δροσίζει το αεράκι, να τον ανακουφίζει «από το άλγος του τραύματος στο ύψος της καρδιάς» και η εικαστική, κινηματογραφική, ρεαλιστική αλλά και ποιητική εικόνα συνεχίζεται. Ο αβραάμ λεσπέρ είναι το βαθύ πλεούμενο της μέρας, όπως θα έλεγε ο Οδυσσέας Ελύτης, είναι σαν εκείνο το πτώμα του αντάρτη στους Κυνηγούς του Θόδωρου Αγγελόπουλου, είναι ο ένας από τους δύο εκείνους νέους του Ριάτσε, όπως του έβγαλαν από τη θάλασσα και όπως τους βρήκαμε μετά στο Μουσείο, σαν στο νοσοκομείο, όπου γίνονταν οι απαραίτητες ενέργειες για να επουλωθούν τα «τραύματα». Είναι τέλος σαν εκείνο το καλώς διατηρημένο πτώμα που βρήκε στην κασέλα ο Μερκούριος Μπούας του Νίκου Εγγονόπουλου, στιλπνό κι’ εκθαμβωτικά λευκό της επιδερμίδας καθώς κι’ η ατίθαση κόμη και τα αρειμάνια μακρυά μουστάκια …
«Ο γλύπτης του, ο πλάστης, τον απαθανάτισε λίγο πριν αυτός εκπνεύσει σε ρωμαλέα στάση, σε πάλη άνιση (κι αγώνα, συμπληρώνω) στην αρένα…».
Όλα, τελικώς κάτι θυμίζουν, γιατί ο συγγραφέας στήνει το «πορτρέτο» του ήρωά του με τα υλικά που έχουν αποθηκευτεί στο θησαυροφυλάκιο της ανεξάντλητης θάλασσας. Αυτή η περιγραφή που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε «έκφραση» (περιγραφή έργου τέχνης μέσα σε άλλο έργο) έχει τον λόγο της και τον ρόλο της. Θέλει να μας δείξει ότι αυτός ο λεβέντης έρχεται από τον κάτω κόσμο, νεκρός στον κόσμο των ζωντανών για να εκπληρώσει ένα χρέος, (γιατί δεν του φτάνουν οι ζωντανοί και πρέπει να μιλήσει με τους πεθαμένους, όπως ο έχει ήδη πει ο Σεφέρης) έχει πολλούς άλλους σαν αυτόν, αλλά και ο τρόπος που ανεβαίνει από τον βυθό θα μπορούσαμε να πούμε πως μας θυμίζει τον Ιησού. Χωρίς τελικά να διευκρινίζεται ή μάλλον διευκρινίζεται αλλά και αναιρείται, το εύρημα είναι άνθρωπος που έπεσε σε «άδικη μάχη» ή έργο τέχνης.
Η περιδιάβαση του σώματος –πτώματος, ορειχάλκινου αγάλματος, ομοιώματος ανδρός, έργου τέχνης– γίνεται με το μάτι ενός γιατρού που ξέρει καλά τις ανατομικές λεπτομέρειες και τις λειτουργίες τους… Έτσι οι σφουγγαράδες συμπεριφέρφονται σαν γιατροί σε ασθενή και σαν αρχαιολόγοι σε αρχαιολογικό εύρημα. Διότι το έυρημα-πλάσμα σιγά σιγά ξυπνάει κι αρχίζει να σκέφτεται. Η αφηγηματική ροή διαπλέκει διαρκώς το άγνωστο τότε με το τώρα που το πλάσμα ανανήφει, αλλά και αυτό το τώρα είναι αόριστο. Σαν να είναι μέσα σε έναν χυλό από όνειρο και φαντασία, δράση τώρα, υπόθεση και ανάμνηση τότε. Η αφήγηση εκκινεί από το παράδοξο, μπαίνει στην πραγματικότητα, πέφτει στον μύθο, περιδιαβαίνει τόπους, παρακολουθεί τους αγώνες των κενταύρων, θυμίζει τη φαντασία των παιδιών, τις θρησκευτικές αντιλήψεις, τα δόγματα των ανθρώπων, τα βότανα και τα φυτά των βουδιστών, τη φυσική ζωή αλλά και τι βία και τη μοχθηρία κακ’ών άλλων πλασμάτων. Γενικώς, συμβαίνει ένας αναβρασμός στην κοιλιά της γης, όπως στον καιρό του μύθου του Προμηθέα. Θα καταλήξει με τον ιερό γάμο του λεσπέρ με τη μίρκα, με μία εγκυμοσύνη αλλά και δυσάρεστα παρεπόμενα.
Ο μύθος του βιβλίου είναι καλά κρυμμένος μέσα στις πολυποίκιλες μεταμορφώσεις του, αλλά και τις πλάγιες αναφορές σε άλλα έργα τέχνης, που όλα αποτελούν όψεις και λεπτομέρειες ενός μνησιπήμονα πόνου που με πολλούς τρόπους μεταφέρεται σαν το ορειχαλκινο άγαλμα του λεσπέρ στη βάρκα (μια ακόμα αναφορά στον Θόδωρο Αγγελόπουλο και το άγαλμα του Λένιν σε μια πλωτή πλατφόρμα) να λέει πως ότι πέθανε κάποτε δεν τελείωσε αλλά ταξιδεύει στον χρόνο και μεταφέρει το σπόρο και το μύθο του στο μέλλον, όπως ο εκ νεκρών αναστημένος λεσπέρ.
Ο Μπρίκος γράφει με τους δικούς του κανόνες, οι οποίοι είναι οι ανάλογοι του «τυφώνα της ιστορικής αναγκαιότητας και της εξέλιξης», επιφέρουν στο αφήγημα υποχρεωτικές παρεκκλίσεις από το επιθυμητόν πολλές, απρόβλεπτες και συγκεχυμένες. Όμως πίσω από την αφηγηματική, χωρίς ανάσα, ροή βρίσκεται μια ουσία που καθόλου δεν επηρεάζεται από τα όσα προσφύματα κολλούν πάνω της, όπως στο σώμα του θαλασσωμένου αγάλματος του λεσπέρ. Γιατί πρέπει να πούμε ότι ο πρώην Αβραάμ Λεσπέρογλου που βυθίστηκε μισοπεθαμένος στα νερά της Πρέβεζας, επανέρχεται ως «αβραάμ λεσπέρ» και αναγράφεται έτσι με μικρά γράμματα, καθότι μισο-πεθαμένος (υποθέτω), εγκλωβισμένος μέσα στα φύκια, και ό,τι άλλο έχει κολλήσει το νερό πάνω του. Γιατί, όπως είναι γνωστό στο βυθό της θάλασσας κανείς δεν είναι πεθαμένος, απλώς κοιμάται και ονειρεύεται περιμένοντας την ώρα που θα ξαναγεννηθεί στο φως του ήλιου.
Στην ιστορία-μύθο-ονειροφαντασία, ιστορική αλληγορία, στον τυφώνα της διαρκούς μεταβολλής των πάντων ο Μπρίκος θα προσθέσει με τη γλώσσα της λογοτεχνίας και γενικότερα της Τέχνης τη φωνή των δημιουργών –Σεφέρης-Ελύτης-Ρίτσος– για να σταθώ μόνο στους κορυφαίους. Σε όλους εκείνους που πλαγίως μνημονεύει–και είναι πολλοί- μοιάζει πως αφιερώνει τo «κύκνειο άσμα» του λεσπέρ ως υποθήκη για το μέλλον και για να τους πει πως το έργο τους συνεχίζει να τροφοδοτεί το όνειρο για την απονομή της δικαιοσύνης, σαν να μην ήτανε άλλος τρόπος να περάσει η αφήγησή του παρά μόνο μέσα από αυτούς.
Αν ο Σπύρος Μπρίκος ήταν αγγλόφωνος ήδη θα ήταν σήμερα διεθνής!