Γιώργος Βέης
ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΤΣΙ:
…τίναζε σχολαστικά τη σκόνη από τα ρούχα του
ξεχώριζε με την πρώτη ματιά μέσα στο πλήθος
μου θύμιζε από μακριά εσένα
ναι, ήμουν σίγουρος
μετά, χωρίς να βιάζεται
ήρθε στη στάση του λεωφορείου
κι έκατσε δίπλα μου
μ΄ άγγιζε ήδη
μόνο που έδειχνε πολύ πιο νέος
όπως θα ήσουν στα δεκαοχτώ σου
κι έκανα να του μιλήσω
όταν εκείνος μού χαμογέλασε πρώτος
ή νόμισα ότι μου χαμογέλασε
περίμενε ίσως να πω κάτι εγώ πρώτος
έμεινα να τον κοιτάζω αμήχανος
τότε μου ήρθε στο νου
μια δήλωση του Πλάτωνα
ότι δηλαδή ο έρωτας
υπάρχει μόνο στον ερώντα κι όχι στον ερώμενο
σα να παπαγάλιζα ξαφνικά αρχαία ελληνικά
σα να βρισκόμουν κοντά στο φωτεινό παράθυρο
που κοίταζε στην Καλντέρα της Σαντορίνης
την άνοιξη του 1983
ενώ ο διπλανός μου την ίδια στιγμή έσκυβε
να δέσει τα κορδόνια των παπουτσιών του
κι έβηξε με δύναμη
καθώς γύρισε να με κοιτάξει ξανά
ένας βήχας βροχή ανήμερη
αίμα στην άκρη των χειλιών του
είδα ένα αυτοκίνητο να στρίβει στη γωνία
χωρίς να κόβει ταχύτητα
να πέσει πάνω μας
να μας λιώσει
αλλά δεν πρόλαβα.
Λίγες σκέψεις πάνω στο ποίημα του Γιώργου Βέη, με τον τίτλο «ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΤΣΙ:» δημοσιευμένο στο culture books/Γραφείον Ποιήσεως.
Το ποίημα με έβαλε μπροστά σε ένα πολύ σοβαρό θέμα. Με κέντρισε, άνοιξε μια χαραμάδα στο μυαλό και έθιξε μια χορδή που ήταν μάλλον αδρανής στη συνείδησή μου. Ξεπετάχτηκε μπροστά μου ένας στίχος από τη συλλογή Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά, του Οδυσσέα Ελύτη και συγκεκριμένα από το ομώνυμο της συλλογής ποίημα «Το Φωτόδεντρο ΙΙ» ο επίλογος
Τέλος επροχωρούσε αμείλικτο μέσα στο φως ό
πως ο Ιησούς Χριστός και όλοι οι ερωτευμένοι.
Δεν παραβλέπω το μεγάλο κενό στην αρχή και στο τέλος του πρώτου στίχου, μετά τη λέξη «τέλος» και πριν από το «ο», το οποίο κόβει ο ποιητής, αφήνοντας στον άλλο στίχο το «πως» ο Ιησούς Χριστός και όλοι οι ερωτευμένοι … προχωρούν. Μεγάλα κενά, κομμένη λέξη, κομμένη ανάσα.
Να θυμίσω πως έχουν ήδη επισημανθεί οι ελυτικοί κοινοί τόποι του Γιώργου Βέη με τον Οδυσσέα Ελύτη από την Έφη Κατσουρού. Αυτό δεν σημαίνει τίποτα άλλο από την πολύ χρησιμοποιημένη στις μέρες ενσυναίσθηση…
Προχωρώ στο ποίημα «ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΤΣΙ:»
Ο τίτλος και η άνω κάτω στιγμή δηλώνουν πως το επεισόδιο έγινε ακριβώς έτσι, χρόνια πριν, όπως το αφηγείται ο ποιητής τώρα.
Εκείνος που «τίναζε σχολαστικά τη σκόνη από τα ρούχα του» φαίνεται σαν να έρχεται από τις ευαγγελικές περικοπές, αφού ήταν ο Χριστός που συμβούλευσε τους μαθητές του, αν οι άνθρωποι σε μια πόλη δεν τους δέχονται «εξερχόμενοι έξω της οικίας ή της πόλεως εκείνης εκτινάξατε τον κονιορτόν των ποδών υμών» (Κατά Ματθαίον Εΰαγγέλιο, κεφ. 10), να τινάξουν δηλαδή ακόμη και τη σκόνη από τα πόδια τους…
Ο ποιητής φέρνει το νου του μια δική του ανάμνηση που αφορά την τυχαία συνάντησή του με ένα νέο, που του θύμιζε ΕΚΕΙΝΟΝ του πρώτου στίχου και που «ξεχώριζε με την πρώτη ματιά μέσα στο πλήθος» και περπατούσε «χωρίς να βιάζεται», που ήρθε και στάθηκε πλάι του, στη στάση του λεωφορείου, τον άγγιζε, του χαμογέλασε ή όχι… ίσως… Πάντως κανείς δεν μίλησε «πρώτος».
Και αμέσως, όπως ο Γιώργος Σεφέρης στο «Επί Ασπαλάθων» ανέτρεξε στον Πλάτωνα και βρήκε την περικοπή, ο ποιητής Γιώργος Βέης θυμήθηκε ότι στον Πλάτωνα επίσης: «ο έρωτας/ υπάρχει μόνο στον ερώντα κι όχι στον ερώμενο». Προσθέτοντας και ένα αυτοβιογραφικό στοιχείο (;) από τον γενέθλιο τόπο του -ήταν στα 1983, που από ένα φωτεινό παράθυρο έβλεπε την Καλντέρα- ζωντανεύει την πλατωνική και την ευαγγελική περικοπή μεταφέροντάς την στα σημερινά. Τον έρωτα τον νιώθει ο ερών, όχι υποχρεωτικά και ο ερώμενος.
Στο ποίημα του Βέη προβάλλει διακριτικά η άδηλη ερωτική διάθεση. Το ότι έσκυψε να δέσει τα κορδόνια των παπουτσιών του, παρορμητικά ίσως ή από αμηχανία κινούμενος, υπαινικτικά παραπέμπει σε ΕΚΕΙΝΟΝ και στο λόγο του: «Δεν είμαι άξιος εγώ να λύσω τα κορδόνια εκείνου που έρχεται». Αλλιώς, δεν είναι άξιος ο κόσμος μας να αποδεχτεί τον Άλλο.
Μια στάση λεωφορείου θα βρεθεί στον δρόμο τους, είναι και αυτή μια νύξη, για φυγή, απομάκρυνση, εξέλιξη. Όμως εξέλιξη ακόμα πιο μεγάλη είναι του νέου ο -«βήχας βροχή ανήμερη»- θηρίο. Το αίμα του στα χείλη, μια αιμόπτυση καταδηλώνει, αλλά και πάθος και για μια κοινωνική κατάσταση παλαιότερων αναγκαστικών συμπεριφορών μας ενημερώνει. Διωγμένοι εκτός πόλης οι άρρωστοι, από τον φόβο της μόλυνσης, εξορισμένοι από την πλατιά αποδοχή και οι ομοερωτικοί.
Το αυτοκίνητο, που ερχόταν σαν θηρίο και «χωρίς να κόψει ταχύτητα», την αγριάδα της κοινωνίας και την αιμόπτυση είναι δυνατόν να υπαινίσσεται. Τώρα πια, χρόνια μετά που ο ποιητής θυμάται το γεγονός, σκεφτόμαστε εμείς: ο άλλος τι απέγινε; Τον χτύπησε ο θάνατος που έτρεχε κατ’ επάνω του με βία; Ο ποιητής με τον τελευταίο στίχο του -«δεν πρόλαβα»- υπαινίσσεται ή ότι δεν του μίλησε ή ότι δεν τον έσωσε ή ότι…
Αναρωτιέμαι αν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως έχουμε μια εκσυγχρονισμένη ευαγγελική περικοπή και μια προέκταση του «αγαπάτε αλλήλους». Πάντως, ο τελευταίος στίχος -«αλλά δεν πρόλαβα»- αφήνει σε εκκρεμότητα μια εκδήλωση συμπαθείας προς τον πάσχοντα και μια αίσθηση θλίψης, η οποία δεν τον εγκατέλειψε τόσα χρόνια τώρα, ώστε να θυμάται το επεισόδιο που έγινε «Ακριβώς έτσι:» όπως λέει ο τίτλος του και όπως η άνω κάτω στιγμή επιβάλει να δεχτούμε.
Άλλωστε τα χρονικά επίπεδα που εναλλάσσονται μέσα στο ποίημα φανερώνουν μια αλήθεια αιώνων, όπως και η παρουσία Εκείνου που μισοκρύβεται στον πρώτο στίχο με τα Πάθη του που είναι ανθρώπινα αφού ως άνθρωπος τα υπέμεινε και γι’ αυτά σταυρώθηκε. Οι λέξεις παίζουν σε ένα αλλά και άλλο επίπεδο, πατώντας γερά στα πράγματα αλλά και πετώντας στις ιδέες.
Θυμάμαι ακόμη εκείνο το απόσπασμα από το Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου, 2, όπου οι δίκαιοι θα ανταμειφθούν όπως τους είπε ο Ιησούς: «επειδή πείνασα και μου δώσατε να φάω,. δίψασα και μου δώσατε να πιω,. ξένος ήμουν και με φιλοξενήσατε, γυμνός ήμουν και με ντύσατε,. ασθένησα και με επισκεφθήκατε,. σε φυλακή ήμουν και ήρθατε σε μένα». Εκκρεμεί από την πλήρως εξορθολογισμένη κοινωνία μας αυτή η παράμετρος της ανθρωπιάς μας.
Η Ποίηση γενικώς είναι μια ατέρμονη παραμυθία και η ποίηση του Γιώργου Βέη ειδικώς απλώνει το χέρι σε όλους εκείνους που είναι αδικημένοι, ευάλωτοι και μόνοι … όπως ο Ιησούς Χριστός και όλοι οι ερωτευμένοι…