Εν αρχή το νησί το έλεγαν Πεπάρηθο. Ο Πεπάρηθος ήταν αδελφός του Στάφυλου, ο Στάφυλος ήταν ο πρώτος οικιστής του, το όνομα όμως το πήρε από τον Πεπάρηθο και ο Στάφυλος αρκέστηκε σε μια ωραία παραλία που φέρει μέχρι σήμερα το όνομά του, εκεί που βρέθηκε ο τάφος του και το σπαθί του, χρονολογούμενα και τα δύο από την κρητομινωική περίοδο, κατά την οποία το νησί γνώρισε μεγάλη ακμή. Το σπαθί καμαρώνει σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας.
Οι δύο νέοι, Πεπάρηθος και Στάφυλος, ήταν γιοι του Διόνυσου και της Αριάδνης. Στη συνέχεια η Πεπάρηθος, «αλλάξασα όνομα», όπως λέει και ο Παπαδιαμάντης, ονομάστηκε Σκόπελος και έτσι πια την ξέρουμε όλοι σήμερα. Βρίσκεται ως γνωστόν στις Βόρειες Σποράδες, στη γραμμή Σκιάθος, Σκόπελος, Αλλόνησος.
Αυτά τα νησιά και μερικά άλλα «τρίμματα» προέκυψαν από φθίνοντες βράχους. Τα «τρίμματα» σκορπίστηκαν –διεσπάρησαν – στα νερά και αναδύθηκαν μετά σαν σμαραγδένια νησιά. Άγνωστο πότε γεννήθηκαν μέσα από τη θάλασσα, στον χάρτη υπήρχαν πάντα και, πολύ πριν δεχτούν τουρίστες, δέχονταν πολιτικούς εξόριστους. Η «Ελλάδα με τα ωραία νησιά», όπου όλοι «μεταναστεύουμε» με την έννοια που έδινε στο ρήμα ο Μανόλης Αναγνωστάκης, που ήταν δηλαδή τόποι εξορίας. Πολλοί επιφανείς «μετανάστευσαν» εκεί, άλλοι τα επισκέφτηκαν για διάφορους κοινωνικούς λόγους και μερικοί μας άφησαν πολύτιμες σημειώσεις – εμπειρίες- μαρτυρίες. Διαμαντόπετρες που έσπειρε ο θεός από τον ουρανό, τα αποκαλούσε ο ελληνολάτρης Ζακ Λακαριέρ. Τέτοιος σμαραγδένιος παράδεισος και η Σκόπελος, μέσα στα γαλαζοπράσινα νερά, προκαλεί και τις αισθήσεις και το πνεύμα.
«Τόσες θάλασσες εδώ κοντά, πας και οργώνεις τα ξερονήσια. / Εκεί πηγαίνανε τους εξορίστους παλιά» (έλεγε ο πατέρας στη γλυκιά μας, πρόωρα χαμένη αισθαντική ποιήτρια, Γιώτα Αργυροπούλου, κι έτσι θυμήθηκα κι εγώ τον «πολιτικό» τουρισμό).
Η Ελένη Σπηλιώτη, σπάνια περίπτωση ιδανικής αφηγήτριας, πολιτική και πολιτιστική πηγή πληροφοριών από πρώτο χέρι αλλά και από έρευνα αρχείου, μου παραχώρησε στοιχεία για τους εξόριστους μιας προκομμουνιστικής μανίας καταδίωξης αντιφρονούντων. Ανάμεσά τους και ο διπλωμάτης, γνωστός για πολλούς λόγους, ωραίος, κομψός, καλοντυμένος, αριστοκράτης, αντιβενιζελικός Ίων Δραγούμης. Από την εξορία της Κορσικής βρέθηκε στην εξορία της Σκοπέλου και άφησε πολύτιμες σημειώσεις στο Ημερολόγιό του. Συγκλονιστική είναι η τελευταία καταγραφή του, 2 Νοεμβρίου 1919:
«Στην εξορία, με τον καιρό, αισθάνθηκα σαν πεθαμένος, για τους δικούς μου, για τους φίλους μου και για την κοινωνία, ακόμη και για την αγαπημένη μου. Μόνο ο πατέρας μου (και ένας αδελφός μου ίσως) με είχαν όλο τον καιρό για ζωντανό». Και σαν να κάνει φλάς φόγουερντ προβλέπει: «Το παράπονο του πεθαμένου. Στη γη είμαι και με τρώει το σκουλήκι. Ποιος με θυμάται; Μνημόσυνα μου κάνουν στις 40 μέρες και έπειτα για το χρόνο και έπειτα για δυο τρία χρόνια ακόμη, στον τάφο μου που μου ρίχνουν λουλούδια… Κανείς δεν ήλθε μαζί μου στο χώμα. Αυτοί ζωντανοί ακόμα. Κυκλάμινο αποσκιερό φύτρωσε μια μέρα φθινοπωρινή στο μνήμα μου κοντά και το στόλισε, άθελά του κι αυτό. Όσοι έμειναν ζωντανοί τους παίρνει η ζωή και τους στριφογυρίζει στον τρελλό χορό της και γρήγορα, πολύ γρήγορα γιάτρεψε την πληγή τους για το θάνατό μου».
Να προαισθανόταν άραγε τι του έμελλε να πάθει; Ωστόσο, αν και πέρασαν εκατό χρόνια από αυτό το σημείωμα, ο κόσμος τον θυμάται. Ας είναι αυτή η σκέψη μια μικρή παρηγοριά για να μη θαμπώσει η θλίψη την λάμψη του σκοπελίτικου παραδείσου.
Στην Πεπάρηθο ή Σκόπελο ταξίδεψα για τρίτη φορά. Την πρώτη, το 1987 για τουρισμό, το 2017 για μια εκδήλωση προς τιμήν της κυρίας Μαρίας Δελήτσικου-Παπαχρίστου και τώρα, Αύγουστος του 2019, για να παρουσιάσω την τριλογία του βραβευμένου πεζογράφου μας Δημήτρη Νόλλα, Δύσκολοι Καιροί. Ο δημοφιλής συγγραφέας είναι καλοκαιρινός κάτοικος της Γλώσσας Σκοπέλου, εδώ και τριάντα χρόνια. Αγαπά το νησί και το νησί του το ανταποδίδει.
Ημέρα πρώτη, Σάββατο 17 Αυγούστου. Κατέλυσα και πάλι στο αρχοντικό της Ιφιγένειας και της Μαρίας, της «Κυρίας Μαρίκας», όπως την αποκαλούν οι Σκοπελίτες συμπατριώτες της. Ξανακοιμήθηκα στο αβέρτο, από όπου, σαν στην πιο ψηλή κερκίδα αρχαίου θεάτρου, έβλεπα τα δρώμενα στην ορχήστρα. Η Χώρα Σκοπέλου, διατηρητέος οικισμός, τη θάλασσα αγγίζει, στα χαμηλά, και στα ορεινά, τις βουνοκορφές, ψηλά. Πολύβουλη, υπερκινητική, δραστήρια. Φάγαμε τον Λούκουλο ολόκληρο, ήπιαμε, ξαπλώσαμε και το απόγευμα κουβεντιάσαμε στο σαλόνι σε μια εφ’ όλης της ύλης φιλολογική ιδιωτική εσπερίδα. Είχα τη φαεινή ιδέα να πάω στη Μαρία δώρο ένα βιβλίο επώνυμης πεζογράφου και η Μαρία, δεινή φιλόλογος και δηλία κολυμβήτρια, βουτώντας στα κείμενα, επεσήμανε πάνω από πενήντα αχινούς, συντακτικά, νοηματικά και άλλα λάθη κάτι που τελικώς απήδεν με τις πολλές περγαμηνές της συγγραφέως!!!
Ημέρα δεύτερη, Κυριακή, 18ης Αυγούστου. Εκκλησιαστήκαμε στον Άγιο Ιωάννη (ή Τρεις Ιεράρχες), του πατρός Κωνσταντίνου Καλλιανού ιερουργούντος, που πέρα από τα αυστηρώς θρησκευτικά, ιερατικά του καθήκοντα, ο σεμνός ιεράρχης διασώζει στα γραπτά του την παλιά ζωή του νησιού του, μελετά, παράλληλα με τα ιερά κείμενα, λογοτεχνία και φωτογραφίζει μοναδικά στιγμιότυπα του ωραίου νησιού του και του Κλήματος, του χωριού του.
Ο ναός είναι μικρός, με το καλοσκαλισμένο τέμπλο του, στο ένα του πλάι έχει προσκτηθεί τη δωρεά του Παύλου Νιρβάνα και έτσι έχει σχεδόν διπλασιαστεί. Σ’ αυτόν τον ναό έγινε «ο γάμος εκείνου του νεόπλουτου Αμερικάνου που έδωσε τρεις οκάδες μάλαμα στη νύφη», όπως γράφει ο Ίων Δραγούμης που «υπηρέτησε» στα μέρη αυτά, όπως είδαμε και θα δούμε παρακάτω.
Ο Παύλος Νιρβάνας (Πέτρος Αποστολίδης) καταγόταν από τη Σκόπελο. Το αρχοντικό σπίτι του σήμερα στεγάζει το Μουσείο Πολιτισμού. Ήταν προσωπικός φίλος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ανήκε στον Κύκλο του Παλαμά, σπούδασε ιατρική, υπηρέτησε στο Ναυτικό ως γιατρός, παραιτήθηκε και ασχολήθηκε με το λογοτεχνικό του έργο.
Μετά η Μαρία, η Ιφιγένεια κι εγώ, αφού φορέσαμε μαγιό, πήγαμε στον Αγνώντα. Τον ήξερα και τον αγνοούσα συγχρόνως διότι άλλο είναι να έχεις ακούσει και άλλο να τον κοιτάζεις από ψηλά, να τον προσεγγίζεις χαμηλώνοντας σταδιακά μέχρι να αγγίξει η φιλομαθής πατούσα σου τη σοφία στην άμμο. Ο θεϊκός ορμίσκος, με τα κοτεράκια και τα σκαμπανεβάζοντα βαρκάκια, η χρυσή αμμουδιά, το λεπτό βοτσαλάκι Α! Αναφώνησα. Σαν να είμαι στο Πόρτο Φίνο! Όχι δηλαδή ότι έχω πάει στο Πόρτο Φίνο, ούτε σε φωτογραφία δεν το έχω δει, όμως εκείνο το «Φίνο» ελληνοποιημένο εμπεριέχει την ιδέα της τελειότητας. Τα πεύκα υψώνονται σαν τα ιστία των καραβιών που έφτιαχναν άλλοτε οι καραβομαραγκοί εδώ. Μοσχοβολάει ρετσίνι.
Η Μαρία διστακτική για τα βαθιά, η Ιφιγένεια όχι κι εγώ ακρόπρωρο, ξεκινήσαμε να δούμε από κοντά το αξιοθέατο. Ένα μεγάλο πεύκο, σχεδόν κομμένο στη ρίζα, παρά κάτι κρατημένο από το χώμα του, είχε γύρει με όλα τα κλαδιά του νάρκισσους που καθρεφτίζονταν στο νερό. Έτσι όπως το έβλεπα με τις ρίζες στο αέρα και τα κλαδιά στο νερό, θυμήθηκα τους πίνακες τους Γιάννη Στεφανάκι –ένας άνδρας μεταφέρει ένα τέτοιο δέντρο- με τη διαφορά ότι αυτό εδώ ήταν λαμπερό και ασημένιο από την αλισάχνη. Το σκοπελίτικο πεύκο, που δεν άντεξε τη βία του ανέμου, έγειρε και το απότομο και απόκρημνο βουνό διευκόλυνε την κάθετη κλίση. Τα κλαδιά του έγιναν ρίζες ασημένιες, ενώ οι πραγματικές έμειναν μετέωρες στον αέρα, μόλις το χώμα αγγίζοντας. Βλέποντας τα πάνω κάτω, σκέφτηκα ότι όλα τα πράγματα έχουν αυτό που φαίνεται και το ολόιδιο μέσα τους κρυφό, σαν αυτό το δέντρο, που έτσι ξεριζωμένο, έδειχνε την τέλεια αναλογία, ρίζες και κλαδιά σε αντιστοιχία. Σαν άνθρωπος που μου αποκάλυψε την ψυχή του. Αυτό το πευκάκι με έκανε για λίγο να ξεχάσω την εμπειρία του νερού και να φιλοσοφήσω. Ασημένιοι ήταν και όλοι οι βράχοι στο ύψος που τους έφτανε το κύμα.
Περνώντας από τον Αγνώντα ο Κώστας Ουράνης, κάποτε, (Ταξίδια στην Ελλάδα, 1949) θαύμασε τόσο το τοπίο που ξέχασε τον πολιτισμένο κόσμο και επειδή ούτε εφημερίδα δεν εύρισκε να διαβάσει είπε πως έκανε αποτοξίνωση. Ωστόσο, μόλις επέστρεψε στην Αθήνα έσπευσε και αγόρασε μια εφημερίδα για να λάβει γνώση του πολιτισμού που είχε στερηθεί στον σκοπελίτικο παράδεισο.
Ο Γεώργιος Δροσίνης με σπαρταριστό τρόπο περιγράφει την εμπειρία του στο «Συμπεθεριό στη Σκόπελο», όταν στο Μοναστήρι του Προδρόμου, όπου έφτασε συνοδεύοντας τον γαμπρό, επειδή κατέβηκε πρώτος από τη βάρκα, εξέλαβαν αυτόν για γαμπρό… Τότε κάποιος παρευρισκόμενος είπε, «τι γαμπρός είναι αυτός και είναι και δικαστής». Επειδή ο γαμπρός ήταν δικαστής αλλά ο Δροσίνης ήταν πολύ νέος για δικαστής. Για γαμπρός όμως όχι και πολύ∙ άλλωστε έκανε πολύ καλή παρέα με μια νεαρή μαθήτρια… Πηγή της πληροφορίας τα Σκόρπια φύλλα της ζωής μου (τόμος 8ος).
Επιστρέφουμε στον μαγευτικό Αγνώντα και στο σήμερα, όπου οι τρεις «χάριτες», μετά το μπάνιο, καθίσαμε, κάτω από ένα τεράστιο δέντρο, και τέντες γύρω γύρω, και φάγαμε χίλια τόσα συν έναν μεγαλοπρεπή αστακό, πλην όμως εξουθενωμένο, ξαπλωμένο στην μεγάλη πιατέλα και απρόθυμο τελείως να αντισταθεί στα επιθετικά πιρούνια μας. Στο μιούζικ μποξ τραγούδια παλιά ωραία, όπου το ελληνικό κέφι εκδηλώθηκε και χωρίς κρασί μάλιστα. Οι τουρίστες με σηκωμένο τον αντίχειρα επιβράβευαν τη δική τους εμπειρία. Το απόγευμα βόλτα στη χώρα και λουκουμάδες σε παραλιακό λουκουματζίδικο.
Ημέρα τρίτη, Δευτέρα, 19 Αυγούστου. Ξεκινήσαμε και πάλι οι τρεις και μία ακόμη φίλη των κοριτσιών, η ευγενική Κατερίνα, τέσσερις συνολικά «χάριτες» αυτή τη φορά για μπάνιο σε έναν άλλο θεϊκό ορμίσκο. Ο δρόμος για να κατεβούμε ήταν στριφογυριστός, κατηφορικός και λίαν χοροπηδηχτός. Αν ήμασταν στην Σκιάθο θα έλεγα πως αυτό ήτον το μοιραίον «μικρόν μονοπάτι» που ξεκινούσε «απὸ του Μαμογιάννη τον μύλον … πολὺ απότομον, πολὺ κατηφορικόν που κατήλθεν η μικρή Ακριβούλα» και … γνωρίζετε τα λοιπά. Υψηλή πληροφορητικότητα είναι ο όρος που χρησιμοποιεί η γλωσσολόγος μας Πηνελόπη Παπαϊωάννου που με έμαθε να ερευνώ στα κείμενα τις κειμενικές λειτουργίες και να τις εντοπίζω στην καθημερινή ζωή. Τέχνη και πραγματικότητα συγκοινωνούντα δοχεία γαρ.
Και ποιο δοχείο από τα δύο ήταν το παρόν θαύμα; Το παρόν θαύμα ήταν το μέχρι πρότινος παρθενικό Καστάνι. Αλλιώς, ο ορμίσκος, όπου γυρίστηκε το γνωστό μιούζικαλ Mamma mia και το έκανε διάσημο και πόλο έλξης άπειρων τουριστών. Στην παραλία, που νομίζαμε πως θα ήμασταν μόνες, βρήκαμε εκατοντάδες αυτοκίνητα, όπου τα ευγενικά δέντρα υποχωρούν διαρκώς για να εισχωρούν τα αυτοκίνητα. Παρκάραμε και περάσαμε στον εξοπλισμένο, με γκαζόν, τέντες και ξαπλώστρες, παράδεισο, εννοείται ότι αναρτημένες παντού οι φωτογραφίες των πρωταγωνιστών της ταινίας -Κόλιν Φαίρθ, Πιρς Μπρόσναν και Στέλαν Σκάρσγκαρντ , οι άντρες, και η μαγευτική Μέριλ Στριπ, η γυναίκα – μας προκαλούν να κολυμπήσουμε και να χορέψουμε μαζί τους. Ωραία φαντασίωση!!!
Νερό δροσερό, αγλαό, καθαρό, ατάραχο ως τον πάτο, όπου οι αντανακλάσεις του ήλιου δημιουργούσαν πολλές φωτεινές παλλόμενες διαγραμμίσεις. Το φως και η ώρα η μαγική, θα έλεγες πως ετοίμαζαν την ανάδυση της Ηλιοντυμένης, σαν αντίπραξη στην Φεγγαροντυμένη, η οποία δεν τολμούσε να παραβιάσει την πηγή της ρομαντικής της προέλευσης. Κι ήλιος έκαιγε πολύ ακόμα. Τουριστικά πλεούμενα, κολυμβητές που έπλεαν σε άγνωστες γλώσσες κι εμείς ανάμεσά τους. Το θαύμα και πάλι ήταν εκεί απέναντι, κοντά στους ασημένιους βράχους. Η Ιφιγένεια κι εγώ, κολυμπήσαμε για να το δούμε από κοντά, όταν ο διάλογος μιας Ιταλίδας με την μικρή κόρη της μας ξάφνιασε ευχάριστα: ma dove vai? Η μία∙ il forchela questa! η άλλη. Τι είπαν; Κάτι που ήθελα εγώ να ακούσω και δεν ήθελα να βγω από το νερό. Ma que bella vista, que belissimo mare, ma … τι ωραία που ακούγεται αυτό το «ma», σαν την ελληνική εναντίωση, «μα», όπως η Maria Callas το τραγουδάει, πιο κάτω, αλλά και επιτατικό, όπως το άκουσα, πιο πάνω:
Una voce poco fa / Qui nel cor mi risuonò; /…. Io sono docile, / Son rispettosa, / Sono obbediente, /Dolce, amorosa; /…
Ma….!!! Ma se mi toccano/ Dov’è il mio debole/ Sarò una vipera…
Μια φωνούλα μίλησε μες στην καρδιά μου… Είμαι γλυκιά, υπάκουη, αξιαγάπητη, μα (να το, το ma), αν με πειράξεις γίνομαι οχιά.
Το βράδυ ήταν η εκδήλωση για τον Δημήτρη Νόλλα και την τριλογία του Δύσκολοι καιροί. Το κοινό ανταποκρίθηκε στη δελεαστική ιδέα για την οποία είχε κάνει μεγάλη προετοιμασία η δραστήρια, ευαίσθητη, δημιουργική, ακαταπόνητη φιλόλογος Ελένη Σπηλιώτη. Μετά την εκδήλωση όλοι μαζί καθίσαμε στην παραλία σε ένα μακρύ τραπέζι με άπειρα εδέσματα και κόκκινο κρασί για το δείπνο∙
Το δείπνον σου το μυστικόν σήμερον, Υιέ Θεού, κοινωνόν με παρέλαβε… Ου φίλημα Σοι δώσω, καθάπερ Ιούδας, αλλά ως ο ληστής ομολογώ Σοι μνήσθητι μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία Σου.
*
Εκείνο για το οποίο μας είχε προειδοποιήσει η αρχαιολόγος στην προηγούμενη επίσκεψή μου (βλέπε, Διάστιχο, 17-8-17), ήταν οι υποθαλάσσιες αρχαιότητες. Κάτω από το σπίτι μας, της Μαρίας και της Ιφιγένειας εννοώ, υπήρχαν, και τώρα είναι βουλιαγμένα, τα βαφεία. Εκεί ήταν και τα σπιτάλια. Πλάι τους ο βυζαντινός οικισμός και οι ρωμαϊκές σαρκοφάγοι. Εκεί μόνο με βάρκα πας ή απλώς κολυμπώντας. Δεν το επεχείρησα αλλά πολύ θα το ήθελα.
Σε μια από τις κεντρικές πλατείες της Χώρας υπάρχει το μνημείο του ναύτη. Πρόκειται για ένα θαυμάσιο χάλκινο έργο σαν να βγήκε μέσα από πολύχρονο ταξίδι στη θάλασσα. Ο ναύτης, ένας ρωμαλέος, νέος άντρας με τα παντελόνια ανασηκωμένα, το στήθος γυμνό και δυνατό, ένας λεβέντης ναύτης, με ένα κεφάλι που θυμίζει τον έφηβο των Αντικυθήρων. Το βλέμμα του ατενίζει πέρα τα μέλλοντα, τα βοστρυχωτά μαλλιά στέφουν το μέτωπο και όλα τα χαρακτηριστικά του προσώπου δεν διαφέρουν από του αρχαίου έφηβου, ενώ με τα δυο χέρια ανοιγμένα σαν πτερύγια, πλάγια και πίσω, κρατάει γερά και σηκώνει στην πλάτη του το καράβι – δείγμα καραβιού- σαν εκείνο που ελάχιστα αγγίζει και ίπταται η Νίκη της Σαμοθράκης.
Ο σύγχρονος Οδυσσέας, έργο της γλύπτριας Κατερίνας Κοσμά-Τζαβάρα, αίρει στις πλάτες του με άνεση, με δύναμη, με αυτοπεποίθηση όλη την ιστορία της ναυτοσύνης, τους μύθους και τους θρύλους, όλη τη δόξα του Έλληνα ναυτικού, το μέγα της θαλάσσης κράτος …
Κάνοντας το γύρο του μνημείου, λίγο έξω από τον κύκλο του βρίσκεται μια μικρή, αλλά εξαιρετικά διακριτή, προτομή. Εδώ, αλλιώς ωραίος, ένας άλλος ήρωας, ο Συνταγματάρχης Θεόδωρος Μανωλάκης, ο σύγχρονος Κυνέγειρος, που έπεσε στις 5 Σεπτεμβρίου του 1918 στη μάχη της Δοϊράνης.
Ξαπλωμένη στο δωμάτιό μου διαπιστώνω κύματα θαλάσσης στην ντουλάπα απέναντι από το κρεβάτι μου. Δεν είναι δυνατόν, τόσες φορές μπήκα και βγήκα στο απέρτο, δεν τα είδα; Σηκώνομαι και πάω κοντά, αγγίζω και όλα φαίνονται ίσια και λεία. Ξαπλώνω και, πάλι, κύματα βλέπω… Καθόλου αστείο δεν είναι. Το οράν και το αγγίζειν με παίζουν σαν μπαλάκι του πιγκ πόγκ. Οφθαλμοί γαρ των ώτων ακριβέστεροι μάρτυρες λέει ο Ηράκλειτος αλλά εγώ τα κύματα τα είδα δεν τα άκουσα. Με άκουσε όμως η Μαρία η οποία άρχισε να ψέλνει:
Κύματι θαλάσσης, τον κρύψαντα πάλαι, διώκτην τύραννον, υπό γην έκρυψαν, των σεσωσμένων οι Παίδες· αλλ᾿ ημείς ως αι Νεάνιδες, τω Κυρίῳ άσωμεν. Ενδόξως γαρ δεδόξασται.
Και σε όλα όσα ακολουθούν, Μαρία και Ιφιγένεια, δώρο να τις ακούς.
Ο δρόμος της επιστροφής, στο λιμάνι της Γλώσσας, φιδογυριστός, ανάμεσα σε πεύκα, σε όμορφα χωριά, μυρωδιές καλοκαιρινές και πέρα μακριά στον ορίζοντα η γαλάζια γοργόνα με το καράβι που ρίχνει τους κάβους… Η Ελένη που με παρέλαβε από το λιμάνι της Γλώσσας, εκεί με παρέδωσε για να φύγω, τρισευτυχισμένη, με τη συνοδεία της Μαρίας, της Ιφιγένειας και της Κατερίνας. Από το πλοίο ψηλά έβλεπα τα χέρια τους να με αποχαιρετούν και να απομακρύνονται προς το βουνό ενώ εγώ είχα ανοίξει πανιά στη θάλασσα…