Έκδοση διπλή· αφενός τα επιτύμβια και η μετάφρασή τους, αφετέρου η εικαστική τους αποτύπωση σε γκρι, πένθιμο χρώμα θάλασσας που αφαιρεί τη γαλάζια ομορφιά της και την καθιστά υγρό τάφο. Σαν να βρισκόμαστε στο μύθο, εκεί που το ταξίδι με πλοίο ήταν ταξίδι στον άλλο κόσμο. Κι όμως όλα τα ταξίδια έγιναν στον κόσμο τον αληθινό, πολλά και επισφαλή, τόσα ώστε να δικαιολογείται η πληθώρα των θαλασσινών επιτυμβίων επιγραμμάτων.
Ο τίτλος, έντονα δραματικός, σε πρώτο πρόσωπο –Ναυαγού τάφος ειμί– δίνει φωνή στο άψυχο μνήμα για να μπορέσει να αφηγηθεί την πικρή τύχη αυτού που χάθηκε. Τάφος η θάλασσα που κυματίζει χιλιάδες σώματα· και στη στεριά ένα μνήμα κενό. Αρχαίο καθήκον η περισυλλογή, η αναίρεσις των νεκρών. Και όταν αυτή είναι αδύνατη, τότε το άδειο μνήμα έρχεται να υποκαταστήσει την πραγματικότητα με την ψευδαίσθηση. Να την ξεγελάσει, να δώσει διέξοδο στο πένθος, να ξεφορτώσει η ψυχή θρήνο. Την παλιά συνήθεια συνεχίζει η σύγχρονη ανάγκη. Στα όμορφα νερά του Αιγαίου μας, στο δικό μας mare nostrum, έλαχε το βάρος της περισυλλογής όχι μόνο των ναυαγών αλλά και των νεκρών. Γιατί εκεί που πραγματώνεται το θαύμα, τα παιχνίδια των δελφινιών στην άσπρη δαντέλα των αφρών, εκεί που έχουν βουλιάξει οι πέτρες, του Ηράκλειτου τα αποσπάσματα και τα λόγια των θεών, από εκεί ο πόνος και η θλίψη και ο θάνατος και ο θρήνος αναδύονται.
Η Τασούλα Καραγεωργίου δεν μας εκπλήσσει με τη δουλειά της. Μας έχει συνηθίσει και στο είδος και στην ποιότητα. Ή μάλλον μας εκπλήσσει που βρίσκει πάντα τον τρόπο να επικοινωνεί με εκείνους που έφυγαν, με κείνους που βρίσκονται αιώνες τώρα στον άλλο κόσμο, με εκείνους που κοιμούνται στον Κεραμεικό, με τους άλλους που ανεβοκατεβαίνουν στο Μετρό, με τις αρχαίες ποιήτριες που οι χιλιετίες ελάχιστα κατάφεραν να τους υποκλέψουν. Κι ένας στίχος μόνο να μείνει κι αυτός αθανασία είναι.
Η Παλατινή Ανθολογία, εν προκειμένω το 7ο βιβλίο της, από όπου η Καραγεωργίου ανέσυρε τα επιγράμματα της, είναι μια άλλη μορφή αθανασίας που ζηλότυπα κράτησε στις σελίδες της τον καημό μιας άλλης εποχής, παλιάς, αλλά πάντοτε δικής μας και διαχρονικής. Ελληνικής ή απλώς ανθρώπινης.
Η Καραγεωργίου προλαβαίνει να ελαφρώσει την ψυχή μας από το βάρος του πένθους, λέγοντας ότι «Δεν είναι αλήθεια πως ό,τι αφορά τον θάνατο συνδέεται μόνο με συναισθήματα θλίψης». Και πώς μπορεί να γίνεται αυτό; Η απάντηση βρίσκεται στα «ευφρόσυνα δείγματα ενός ανθρωπισμού που απαντά στον αποτρόπαιο και κατά κανόνα πρόωρο θάνατο με ένα επιτύμβιο σήμα». «Πρόκειται για ένα νοερό κενοτάφιο που σε πείσμα της τετρηχυίας θάλασσας υψώνει μαγικά η αρχαία ελληνική ποίηση για να διασώσει ό,τι συνιστά το πρόσωπο του θαλασσοπνιγμένου: το όνομα, την ηλικία και ενίοτε την καταγωγή». Χαρακτηριστικό αυτών των επιγραμμάτων είναι η «μελαγχολική τους πυκνότητα» την οποία θα μπορούσε κανείς να αναπτύξει σε διήγημα, μυθιστόρημα παραλογή ή έπος. Γιατί το επίγραμμα είναι ένα μικρό curriculum vitae. Εκείνο που εύκολα και μπορούμε να εικάσουμε αλλά και να αποδείξουμε, όσοι έχουμε ανάλογη εμπειρία, είναι η επιβίωση αυτών των επιγραμμάτων στα νεότερα θαλασσινά μοιρολόγια και δημοτικά τραγούδια.
Χρονολογικά, τα επιγράμματα αυτά έχουν κάνει την εμφάνισή τους στην πρώιμη αρχαϊκή εποχή και φτάνουν στη βυζαντινή. Ανθολογούμενοι από τους πρώτους η Σαπφώ, ο Ανακρέων, ο Σιμωνίδης και άλλοι, μέχρι τον Αγαθία τον σχολαστικό. Η Καραγεωργίου καταγράφει όλα τα μεγάλα ονόματα του είδους, ανάμεσά τους και του Πλάτωνα, Σιμωνίδη, Καλλίμαχου, Ασκληπιάδη. Όλους τους αναφερόμενους τόπους: Χίο, Λέσβο, Νάξο, Άνδρο, Σκιάθο, Εύβοια, ιωνικά παράλια, Κύπρο, Ιόνιο, λυβικό πέλαγος. Και μακρύ κατάλογο νεκρών. Μια «νοητή πινακοθήκη».
Τα μουσικά μέτρα αυτής της καταγραφής που έχουν επιλεγεί είναι ο ίαμβος αλλά και οι ανισοσύλλαβοι ανάπαιστοι, για την απόδοση του θρηνώδους. Όσον αφορά το λεξιλόγιο, ανάμεσα από τα λόγια του πένθους τα σημερινά, αναδύονται και μερικά ατόφια από το αρχαίο ελληνικό γλωσσικό πέλαγος, αλλά και παπαδιαμαντικά επίθετα, λόγω της ποιητικής τους λειτουργίας. Πώς αλλιώς να διατυπώσουμε αυτή την επιλογή της Καραγεωργίου, αν όχι ως μια μορφή άπειρου σεβασμού και αγάπης προς τα ελληνικά γράμματα, αρχαία και νέα; Φιλόλογος στην πλήρη επάρκεια αυτού που λέει ο βασικός τίτλος των σπουδών και ποιήτρια με ευαισθησίες που φεύγουν πέρα από τα κοινά και τετριμμένα.
Για τα εικαστικά, που κοσμούν την ανθολόγηση αλλά και τη συμπληρώνουν, ένα ποίημα ανά ένα σχέδιο, θα έλεγα πως μου θυμίζουν το στίχο του Σεφέρη: «αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με την απεραντοσύνη του πελάγου» ή το στίχο του Αισχύλου
«ορώμεν Αιγαίον ανθούν πέλαγος νεκροίς».
Αρχαίος και νέος ποιητής- Αισχύλος και Σεφέρης- νεότερη ποιήτρια και σύγχρονός μας ζωγράφος –Τασούλα Καραγεωργίου και Γιώργος Ξένος- καταδύονται/αναδύονται σε μια ιδιότυπη Νέκυια, όπου το αρχαίο και το σύγχρονο πάθος βουλιάζουν στα ίδια νερά.
Άνθρωποι και γράμματα, στα εικαστικά, θαλασσοπνιγμένα όλα, μοιάζουν με σκιά αυτού που κάποτε ήταν άνθρωπος ή λέξη, σπάραγμα, κραυγή απελπισίας. Σαν ορνιθοσκαλίσματα πάνω στα κύματα φαίνονται τα σώματα και οι λέξεις, ένα θλιβερό πεντάγραμμο. Μετά έρχονται οι λέξεις οι περιποιημένες σε στίχους να αποδώσουν λιτά, σχηματικά, την μικρή περίληψη μιας τεράστιας συμφοράς.
Χαρακτηριστικά:
Από την προσπάθεια που κάνει ο επιγραμματοποιός να πρωτοτυπήσει αναφέρω τον φορέα του λόγου. Μιλάει ο τύμβος, η πέτρα, ο βράχος, οπωσδήποτε και η μάνα, ο πατέρας, ο ποιητής, ο ξένος, ο νεκρός. Ο επιγραμματοποιός εφευρίσκει τρόπους να τραβήξει το ενδιαφέρον του αναγνώστη ή του περαστικού που θα σταθεί στο μνήμα. Πρέπει να πει τα πάντα, όσο το δυνατόν λιτότερα, χωρίς πολλές λεπτομέρειες αλλά και όσες απαιτούνται για να φανεί το απαραίτητο. Είναι κακό, ασέβεια, αγένεια, έλλειψη χρέους να μην αποδοθούν νεκρικές τιμές με τον δέοντα τρόπο. Πρέπει να φανεί ποιος είναι ο νεκρός, στη μνήμη τίνος είναι αφιερωμένο το μνήμα, ποια η αιτία, ποια η καταγωγή, όλα όσα χαρακτηρίζουν και προσδιορίζουν τον ναυαγό.
Από τα ενδιαφέροντα για την ευαισθησία του ανθρώπου προς τον νεκρό, επιλέγω ως πρώτο το συγκινητικό επίγραμμα του Ηγήσιππου, όπου οι ψαράδες ψάρεψαν στα δίχτυα τους ψάρια και μισοφαγωμένο άνθρωπο. Τον έθαψαν μαζί με τα ψάρια που τον μισοέφαγαν. Σαν έτσι να ήταν ολόκληρος. Και δεν πούλησαν τα ψάρια για να βγάλουν κέρδος.
Στο τετράστιχο του Καλλίμαχου, ένα αναφωνηματικό «Α», μοιάζει σαν καημός που ξέφυγε από τα βάθη της ψυχής, μια απευχή εκ των υστέρων: «Α, ποτέ να μη φτιάχνονταν γρήγορα πλοία». Ο δυστυχής που θρηνεί για τον Σώπολι, τον γιο του Διοκλέα, επιρρίπτει τις ευθύνες στο γρήγορο πλοίο· όχι στον καπετάνιο ή στον καιρό που το βούλιαξε. Και τώρα, η θάλασσα έχει το σώμα και η στεριά το άδειο σήμα.
Γιατί πρέπει να πούμε πως όλα τα επιτάφια είναι γραμμένα πάνω σε κενοτάφια. Άδειοι τάφοι, nomina nuda tenemus, λέει ο Ουμπέρτο Έκο. Γιατί η τραγική πραγματικότητα αποδεικνύει ότι τα ψαροπούλια έφαγαν τον Ληναίο που τον κλαίει η μάνα του. Τον Τιμοκλή έφαγαν τα ψάρια που τον θρηνεί η πέτρα του τάφου του. Τον Δίφιλο, που πνίγηκε στην Άνδρο, θρηνεί ο Διογένης, ο πατέρας του, στη Μίλητο. Ο νεαρός Κληνορίδης ναυάγησε, επιστρέφοντας στην πατρίδα, λόγω θυελλωδών ανέμων. Ο Αρίστων ο Κυρηναίος στους βράχους της Ικαρίας. Ο γιος του Γλαύκου στη Σχερία, πιστός στη ναυτοσύνη, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος, μακριά από την πατρίδα του την Βιθυνία, βρήκε εις ξένην γην τον τάφον, όπως απευχόταν ο Κάλβος.
Ο Δημώνακτας, είκοσι οχτώ ετών από τη Σαλαμίνα, έμπορος, χωρίς τραγούδια γάμου, χαιρετά τον περαστικό ξένο που στάθηκε και του υπενθυμίζει την κοινή τύχη. Κουπιά και καραβίσια έμβολα στολίζουν τον τάφο και δείχνουν το πάθημά του. Ο φθόνος του ανέμου για τον έρωτα του Λέανδρου προς την Ηρώ έσβησε το λύχνο και έπνιξε το παλικάρι που πήγαινε κολυμπώντας να την βρει. Είναι ένα δύσκολο πέρασμα από την Ασία στην Ευρώπη, άθλος για όποιον το επιχειρεί. Το έκανε με επιτυχία, ο Λόρδος Μπάιρον όταν ήταν Τσάιλντ Χάρολντ. Ο πλούσιος και όμορφος Νικάνωρ από την Τύρο χάθηκε παλεύοντας με τα κύματα και τα ψάρια. Τον μικρούλη Κλεόδημο τον άρπαξε ο αέρας και τον έπνιξε στη θάλασσα. Δεν τον λυπήθηκε η Ινώ τον μικρό, του αδελφού της Μελικέρτη, συνομήλικο. Κάποιου άλλου ξεβράστηκαν χωρίς σάρκα τα οστά του στη στεριά. Ψυχρή θάλασσα και ψυχρή στεριά μοιράστηκαν το σώμα του. Ο Πύρρος ο βαρκάρης βγήκε για ψάρεμα και σκοτώθηκε από κεραυνό. Η βάρκα του, που γύρισε άδεια, ήταν ο αγγελιοφόρος της συμφοράς του. Άλλος φτωχός ψαράς, πνίγηκε πέφτοντας από το βράχο που ψάρευε. Άλλος θρηνεί: «Στην πατρίδα μου σχεδόν είχα φτάσει και ‘‘Αύριο’’ είπα η φουρτούνα που μ’ έπληξε θα ’χει κοπάσει» και η κούφια λέξη «αύριο» δεν ήρθε. «Την ψαρόβαρκα είχεν ο Ιεροκλείδης / σύντροφό του στο γήρας… Σε βαθιά γηρατειά και κατάκοπη ακόμα τον έτρεφε/ κι όταν πέθανε εκείνος, τον κήδεψε/ και μαζί ταξιδέψανε μέχρι τον Άδη». Ένα δελφίνι θρηνεί σαν παιδάκι που έχασε τα παιχνίδια του με το νερό γιατί «ερεβώδης νοτιάς στην ξηρά απ’ τη θάλασσα μ’ έχει πετάξει/ και νεκρό κείτομαι στην αμμώδη ακτή». Κάποιος ξένος σκότωσε τον Θήρι. Το σώμα, ξεβράστηκε στη στεριά αλλά η ψυχή δεν βρίσκει ησυχία στον Άδη, γιατί ατιμώρητος παραμένει ο φονιάς. Ο Εύμαρος, δεν νοιάζεται για της θάλασσας τα ουρλιαχτά. Ο τάφος του οχτώ πήχες μακριά της είναι άδειος. Ο Εύιππος, του Μελησαγόρα γιος από τη Χίο, χάθηκε λόγω κακοκαιρίας και ο ίδιος και τα πλοίο και το φορτίο όλο. Το μόνο που απέμεινε είναι το όνομά του, άλλη μια κούφια λέξη. O Εράσιππος άδειο τον τάφο έχει· χάθηκε στη θάλασσα· για τα οστά του μόνο οι γλάροι ξέρουν. Η Θεανώ ρωτά τον Απέλλιχο σε ποια πελάγη αρμενίζει τώρα πια και αν ίσως ήρθε η ώρα της να του κράταγε το χέρι. Ο Θυμώδης θρηνεί το γιο του Λύκο που βρίσκεται γυμνός σ’ αφιλόξενη γη. Ο Λαβέωνας και ο Αιγέας χάθηκαν στο ρόχθο του κύματος μαζί μ’ όλο το πλοίο και τους ναύτες. Ανάθεμα στην αγριωπή θάλασσα του Ιονίου. Άλλος πέθανε τριγυρισμένος από θάλασσα, χωρίς φουρτούνα, χωρίς νύχτα, χωρίς κύματα του λιβυκού, σε πλήρη γαλήνη και άπνοια, από δίψα. Ο άδειος τύμβος του Λύκου του Νάξιου που, παραπλέοντας στην Αίγινα, έχασε καράβι εμπορεύματα και τη ζωή του, συμβουλεύει με την άχρηστη πια πείρα του: «να αποφεύγεις τη θάλασσα όταν / οι έριφοι είναι στη δύση τους». Ένας άλλος ξένος για ξένον έκανε τάφο γιατί τους δένει η κοινή τύχη, αφού και αυτός οργώνει τα πέλαγα.
Όμως, παρόλα τα δεινά: «Εσύ το ταξίδι μη σταματάς κι όταν εμείς χανόμασταν τα άλλα καράβια συνέχιζαν», λέει άλλος ναυαγός. Γιατί η ζωή δεν σταματά, το ταξίδι δεν ανακόπτεται. Η θυσία όμως είναι διαρκής και το τίμημα ίδιο. Όλα, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στη θάλασσα καταλήγουν.
Η Τασούλα Καραγεωργίου μας έκανε μια ξενάγηση σε θλιβερά θαλασσινά τοπία. Η θάλασσα και οι άνεμοι μας πίκραναν, οι πνιγμοί μας συγκλόνισαν, οι κενοί τάφοι και τα σώματα τα χαμένα στα πελάγη μάς θύμισαν οικεία σύγχρονα κακά. Λέξεις και στίχοι, μικρά λιτά επιγράμματα, ταξίδεψαν στη θάλασσα της γλώσσας για να μας πουν από μακριά ότι δεν έχουν τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου. Όσο για τη θάλασσα, κανείς δεν θα μπορέσει να την εξαντλήσει. Όσους κι αν πνίξει δεν θα γεμίσει. Γι αυτό και η λαϊκή μούσα την καλοπιάνει: Θάλασσα τους θαλασσινούς, θαλασσάκι μου, μην τους θαλασσοδέρνεις.