Η Τζούλια Γκανάσου στο βιβλίο της με τον τίτλο Γονυπετείς καταπιάνεται με ένα πολύ σοβαρό θέμα όπως είναι αυτό της καταφυγής στη θεϊκή βοήθεια, όταν όλες οι λογικές έχουν διαψεύσει κάθε προσδοκία. Απαρτίζεται από τρία κεφάλαια: «Υπέρ Πίστεως», «Υπέρ Ερεύνης (και άλλων υποσχέσεων)», «Υπέρ Ανθρώπου».
Όταν ο άνθρωπος έχει θεοποιήσει την επιστήμη και τη λογική και έχει απελπιστεί και όταν η επιστήμη έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά, τότε μια ελπίδα έχει∙ την καταφυγή τον θεό και το θαύμα.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η ηρωίδα -μοριακή βιολόγος, σκακίστρια, αρχηγός τοπικής φιλανθρωπικής οργάνωσης και μέλος της ομάδας δενδροφύτευσης- ασχολείται με πεδία άκρατης λογικής, τα οποία όμως αφήνουν μικρή διαφυγή, έναν μικρό συναισθηματικό παράδρομο – «φιλανθρωπική οργάνωση» και «δεντροφύτευση»- που, ωστόσο, και αυτός εντάσσει το συναίσθημα στη λογική.
Ο καιρός έχει γυρίσματα και η ηρωίδα, που με το μυαλό και τους υπολογισμούς λύνει τα προβλήματα που συναντά στο επάγγελμα, βρίσκεται σε λογικό αδιέξοδο. Ο γιος της είναι παιδί του σωλήνα (επιστήμη) αλλά έχει έξι δάκτυλα στο χέρι (παράλογο). Και ο καρκινοπαθής σύζυγος, έχει εξαντλήσει όλες τις πειραματικές διαδικασίες για την εύρεση θεραπείας (λογική), τότε εκείνη επιχειρεί το δεύτερο παράλογο -το θαύμα- μέσα από μια πορεία-ανάβαση στον Ναό, μια μετεξέλιξη του Γολγοθά, στα τέσσερα, όμως Κι όχι για να πραγματοποιήσει ένα τάμα, αλλά για να ελέγξει με λογικά μέσα αν μπορεί να ελπίζει σε αίσια έκβαση στο τελευταίο της πείραμα. Το θαύμα μπαίνει στο πείραμα. Η απελπισμένη γυναίκα έχει δυο κεφάλια∙ το ένα, αυτό που σκέφτεται και είναι πιο αυστηρό και πιο πειθαρχημένο. Το άλλο, το αυθόρμητο, παρορμητικό, άστατο και ονειροπόλο, γλιστράει προς τη φαντασίωση και ονειρεύεται.
Παρενθετικά, αναφέρω την περίπτωση της Ζακελίν ντε Ρομιγί, η οποία υποστήριζε πως οι δρόμοι για τη γνώση δεν είναι μόνο η λογική αλλά και ο μύθος…. και ο Αντρέι Ταρκόσφκι, από την πλευρά του καλλιτέχνη, υποστήριζε πως η διαίσθησή του ενείχε τη δύναμη του επιστημονικού επιχειρήματος.
Έτσι η ηρωίδα του βιβλίου, στην καρδιά του καυτού καλοκαιριού, θα βρεθεί στο νησί, όπου όλοι οι ευσεβείς και απελπισμένοι ή, από την ανάποδη, απελπισμένοι και κατ’ ανάγκην ευσεβείς προσμένουν το θαύμα, οδεύοντας από το λιμάνι προς τον Ναό, γονυπετείς, με τα γόνατα ματωμένα και γδαρμένα. «Παλάμη μπροστά, γόνατο μπροστά, επόμενη παλάμη, επόμενο γόνατο», φράση που επανέρχεται σαν καθοδηγητικό νήμα της πορείας-αφήγησης. Η πορεία στα τέσσερα είναι επώδυνη. Ολόκληρο το σώμα επιβαρύνεται από την αρχέγονη αυτή στάση και πορεία. Τι σημαίνει λοιπόν αυτή η στάση –γονυπετείς- και τι σημαίνει ο υπότιτλος «Μια πορεία προς την αρχή»; Μήπως σημαίνει επιστροφή στην πρώτη αρχή της ζωής, όταν ο άνθρωπος στη ζωική και μόνο έκφανσή του, χωρίς την επιστημονική διαλεύκανση του όποιου μυστηρίου, βασιζόταν στα ένστικτα; Κι αυτά τα ένστικτα τι έγιναν και πώς επιβιώνουν, αν επιβιώνουν; Το ερώτημα θα μείνει αναπάντητο, ενώ ένα νεαρό ζευγάρι, που έχει παραδοθεί στα ερωτικά του χάδια, της θυμίζει τον παλιό «ευλογημένο υπερβατικό ερεθισμό» της, αυτή την άλογη δύναμη που γεννά τη ζωή. Στα τέσσερα, λοιπόν, μπορεί να σημαίνει και μια επιστροφή στην τετράποδη στάση, όχι σαν μία οπισθοδρόμηση αλλά σαν μια επανεκκίνηση από το σημείο μηδέν προς το νυν της κατανόησης της ύπαρξης. Σ’ αυτή την πορεία δεν είμαστε θεοί, αλλά όντα φθαρτά, με ταπεινωμένη την ανθρώπινη ματαιοδοξία. Και πόσο δύσκολο είναι να περπατάς στα τέσσερα, ενώ η όρθια στάση είναι θείο δώρο που η φύση επέλεξε να χαρίσει στον άνθρωπο∙ αυτός όμως, με τις παρεμβάσεις του και την επιστημονική εξέλιξη, διέπραξε ύβρι σε βάρος της. Τώρα, επιστρέφοντας στην πρώτη αρχή του, στα τέσσερα, εκλιπαρεί για ένα θαύμα γιατί ο άνθρωπος είναι σάρκα, οστά και αίμα και έχει ένα σώμα που διψά για ζωή∙ ψωμί, νερό, ηδονή.
Στο δρόμο υπάρχουν και άλλοι συνοδοιπόροι, με την ίδια ανάγκη για ζωή και θαύμα. Η αφηγήτρια συνομιλεί με τον εαυτό της, ακούει και τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου, ακούει φωνές, δέχεται παρενοχλήσεις τόσο από όμοιους γονυπετείς, όσο και από όλο τον συρφετό που είναι μαζεμένος για να πουλήσει τα εμπορεύματά του. Η ανάβαση προς τον Ναό είναι ένας σύγχρονος Γολγοθάς, τον οποίο αποφασίζει με την ελπίδα να βρει τη λύτρωση στα βασανιστικά ερωτήματα που την απασχολούν, αλλά και αφορμή για αναψηλάφηση όλης της πρότερης ζωής.
Πράξεις, επιλογές και «ανίερες», για την περίσταση, σκέψεις, άλλοτε ρεαλιστικές και άλλοτε φαντασιακές, απροσδιόριστες, αναμνήσεις αναμεμειγμένες με παραισθήσεις: «δεν βγήκα σε αυτόν τον δρόμο με στόχο την ίαση, αλλά την επιβεβαίωση μιας ανακάλυψης». Όμως η πορεία διαρκεί πολύ, ο ήλιος καίει, η δίψα και η πείνα δημιουργούν παραληρήματα. Αρχίζει να γδύνεται, να πετά τα ρούχα για να βρει από κάτω γυμνή την ψυχή της, προσδοκώντας ένα θαύμα σαν απάντηση σε επιστημονικό πείραμα.
Η αφήγηση μοιράζεται στα δύο. Σε εκείνην της μνήμης και της άλλης του παρόντος οδοιπορικού που τελειώνει στον Ναό με το βέβηλο και το ιερό συμπαρομαρτούντα, με το πάθος του σώματος και τις αμφιβολίες του πνεύματος και της ψυχής, με τις λογικές και τις παραλογικές σκέψεις να λειτουργούν αλληλοαναιρούμενες, χωρίς να δίνουν οι μεν το προβάδισμα στις δε, χωρίς λύση στο δράμα της κινούμενης ανθρωπομάζας ή της ηρωίδας που από άλλο επίπεδο βιώνει τον θάνατο και το παράλογο. Σκέψεις όπως, «Ο χρόνος δεν κάνει ποτέ διακρίσεις. Αν χάσεις μια ευκαιρία, δεν είναι βέβαιο πως θα την ξαναβρείς», «ο θεϊκός ορισμός δεν ακολουθεί ποτέ τη λογική του ανθρώπου», «Αν πιστεύετε ότι όλα είναι προγραμματισμένα εκ των προτέρων, γιατί συνεχίζετε να αγωνίζεστε ακόμα;», θα μείνουν μετέωρες. Άπειρες απορίες, με όλα τα «Χαίρε» προς την Παναγία, με όλο το φάσμα των λογικών και μη λογικών σκέψεων. Ερώτημα: πόσο συμβάλλει στο επιθυμητό αποτέλεσμα η σωματική ένταση; Τι είναι ο άνθρωπος; «Ο άνθρωπος δεν είναι στόχος, είναι γέφυρα από τη μια όχθη στην άλλη, από τη μια στάση στην επόμενη». Ήταν ο Γιώργος Σεφέρης που είχε θέσει με παρόμοιο τρόπο το ίδιο ερώτημα στο ποίημα «Τελευταίος σταθμός»: «μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;». Αναπάντητο και εκεί το ερώτημα. Απλώς μια φράση από τον Εκκλησιαστή: «Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν». Και η ηρωίδα καταθέτει την εμπειρία αυτογνωσίας: «Βρίσκομαι εδώ, αναβάτης και υπερβάτης, με ένα κλαδί ελιάς στο στόμα για το θαύμα για τη φώτιση, για το μερίδιο ευθύνης, για το αδύνατο που φαντάζει τις νύχτες εφικτό».
|
|
|